Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποια μακρινή πόλη κάπου στα έγκατα της Κεντρικής Ευρώπης μια κοπέλα όμορφη πολύ, ανεξάρτητη και κοινωνικά καταξιωμένη. Το όνομά της ήταν Νεφέλη και ζούσε φτιάχνοντας κούκλες για κουκλοθέατρο.
Τον πρώτο καιρό έφτιαχνε πολλές κούκλες πανέμορφες που τις αγαπούσαν όλοι όσοι τις αγόραζαν. Η ικανότητά της να μεταφέρει σε αυτές, κάμποση από τη γλυκύτητα της ήταν χαρακτηριστική.
Πολλοί γονείς και παιδιά σύχναζαν κάθε μέρα στο όμορφο μικρό μαγαζάκι της γυρεύοντας κάποιο δώρο, ένα φίλο, κάτι να μοιράζονται όσα δεν μπορούσαν να χωρέσουν μέσα τους και πάντα έφευγαν χαρούμενοι γιατί πάντα έβρισκαν αυτό που ζητούσαν.
Η ζωή της Νεφέλης στη μικρή της πόλη κυλούσε ήρεμα για πολλά χρόνια με αυτούς τους ρυθμούς. Τον Σεπτέμβρη όμως της χρονιάς που δεν άνθισαν οι μυγδαλιές στη χώρα εκείνη, συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή όλων στη μικρή εκείνη πόλη.
Η Νεφέλη το προηγούμενο βράδυ είχε κατασκευάσει μετά από πολλή δουλειά έναν παλιάτσο κούκλο, διαφορετικό από τους άλλους. Αυτός της φαινόταν πιο άσχημος από τις άλλες κούκλες της γιατί δεν είχε το χρόνο να τον κάνει το ίδιο όμορφο.
Πρόχειρα έφτιαξε το σώμα του, γιατί νύσταζε κιόλας, έκοψε λίγο τη μύτη του γιατί άκουσε μια φωνή από το δρόμο που τη τρόμαξε, χρησιμοποίησε μάλιστα και μικρότερο κομμάτι από κάποιο ξύλο που τις είχε απομείνει από άλλη κατασκευή.
Κι έτσι τον άφησε στην άκρη από κάποιο ράφι του μαγαζιού. Οι μέρες κυλούσαν και κανείς δεν τον αγόραζε γιατί ήταν άσχημος πολύ δίπλα σε όλες τις υπόλοιπες πανέμορφες κούκλες που κάθονταν δίπλα του και στόλιζαν το μαγαζί.
Και τα χρόνια και η σκόνη πάνω του μαζεύονταν και έκρυβαν κάπως την ασχήμια του. Ήταν όμως τόσος κακοφτιαγμένος αυτός ο παλιάτσος που και πάλι κανείς δε βρισκόταν να τον προτιμήσει. Και ενώ κούκλες και κούκλες άλλαζαν και έφευγαν από τα ράφια αυτός παρέμενε πιο μόνος και σκονισμένος στην ίδια θέση.
Αφού λοιπόν πέρασαν πάνω από δεκατέσσερα χρόνια της είπε ένα βράδυ που η ίδια μόλις είχε κλείσει το μαγαζάκι της. – Εεεε Νεφέλη! Εκείνη γύρισε το κεφάλι στο μέρος του και όλο γλύκα τον ρώτησε τι θέλει.
– Χάρισε με κάπου. Δώσε με σε κάποιον που θα με θέλει μα δεν μπορεί να με αγοράσει. Σου πιάνω άδικα τόσο χώρο στο ράφι για τόσα χρόνια Αν με δώσεις κάπου θα κάνεις κάποιο παιδάκι πολύ χαρούμενο.
Εγώ είμαι τόσο άσχημος και γερασμένος που δεν θα με αγοράσει κανείς. Δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε από μένα. Χάρισε με λοιπόν σε κάποιο φτωχό παιδάκι και θα μας κάνεις και τους δυο χαρούμενους.
– Να σε δώσω; Μα εσύ είσαι δικός μου. Εγώ σε έφτιαξα
– Δε μ’ αγαπάς όμως. Κάποιος άλλος μπορεί να με αγαπήσει. Δώρισε με λοιπόν…
– Τι είναι αυτά που λες; Εγώ δε σε αγαπώ; Αν δε σε αγαπούσα θα σε είχα πετάξει στα σκουπίδια, θα είχα βάλει άλλες κούκλες στη θέση σου, δε θα ένιωθα τίποτα για σένα.
– Δε μ’ αγαπάς Νεφέλη. Η όψη μου άλλαξε από τη σκόνη και νομίζεις πως είμαι ακόμη ίδιος. Δε μ’ άφησες να δω τη λαχτάρα ενός παιδιού για να με κρατήσει στην αγκαλιά του, να κοιμηθεί δίπλα μου, να μου πει τα μυστικά του…
– Παρόλα σου όμως τα προβλήματα εγώ με την αγάπη μου σε κράτησα τόσα χρόνια σε τούτο το ράφι δίνοντάς σου την ευκαιρία κάποιος να σε αγοράσει. Άλλος στη θέση μου θα σε είχε πουλήσει…
– Δεν είμαι προϊόν. Δεν με θέλει κανείς γιατί εσύ με έφτιαξες έτσι. Όμως έτσι είμαι. Αυτό δεν αλλάζει. Κάποιο παιδί που του λείπουν τα πιο απλά και δε τα μετρά όλα από το πόσο εμπορικό είναι αυτό που φαίνομαι μπορεί να με αγαπήσει. Χάρισέ με σε παρακαλώ…
-Άσε σε κάποιον την ευθύνη να με αγαπήσει και να τον αγαπήσω. Αφού εσύ δεν μπορείς άσε με να κάνω τη δική μου και τη ζωή κάποιου άλλου ομορφότερη. Σε παρακαλώ…
– Την ευθύνη για το που θα καταλήξεις τη έχω εγώ. Κι εγώ σε αγαπώ πιο πολύ απ’ τον καθένα…
– Πιο πολύ μπορεί, πιο όμορφα όμως όχι, δεν μ’ αγαπάς.
Ο παλιάτσος κούκλος έκλεισε τα μάτια θλιμμένος μες στη σκόνη του. Δεν ένιωθε πια αγάπη για την καλή του Νεφέλη γιατί δεν ένιωθε πως την αγαπούσε κι η ίδια. Εκείνο το βράδυ δεν μίλησε με καμιά άλλη κούκλα στο ράφι.
Είχε κουραστεί πια να γνωρίζει κούκλες για μια δυο μέρες κι έπειτα να φεύγουν από τη ζωή του γιατί κάποιος πλήρωσε για να δώσει κάπου χαρά. Για πρώτη φορά στη ζωούλα του δεν είχε κάπου να ελπίσει. Ένιωθε πως η ζωή του όλη θα χαριζόταν στο σαράκι που με τα χρόνια θα πέρναγε τη σκόνη και θα επισκεπτόταν ό,τι είχε μείνει από τα σωθικά του.
Η Νεφέλη για πρώτη φορά στη ζωή της δάκρυσε. Είχε περάσει τα πιο όμορφα χρόνια της ανάμεσα σε κούκλες σε παιδιά και γονείς που την αγαπούσαν. Πρώτη φορά της έλεγαν τέτοια λόγια.
Το βράδυ όλο δεν κοιμήθηκε. Είχε την ευθύνη, ένιωθε ελεύθερη, μιλούσε για αγάπη.
Την επόμενη μέρα η θέση του άσχημου παλιάτσου κούκλου στο ράφι ήταν άδεια.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ που κατέληξε. Σε κανέναν δεν έλειψε και κανείς δε ρώτησε τι απέγινε.
Οι μόνοι που ήξεραν ήταν η Νεφέλη, ο άσχημος παλιάτσος και το πρώτο παιδάκι που εκείνη τη μέρα πέρασε έξω από το μαγαζί.
Πηγή: yponeirwn.blogspot.gr