Χριστούγεννα, στο Χωριό
Σε ένα χαρτόνι, ζωγραφισμένη μια φάτνη, ήταν καρφωμένη σ’ ένα σκουπόξυλο, πνοές ζώων ξέφευγαν απ την εικόνα και πετούσαν γύρω της σαν φωτοστέφανο, παραμονή Χριστουγέννων, παιδικές φωνές έψαλλαν τα κάλαντα, το «Χριστός γεννάτε σήμερον…» γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με την ελπίδα ένα φιλοδώρημα, μια μπουκιά ψωμί.
Το πρωί τα παιδιά θα πήγαιναν στην εκκλησία να μεταλάβουν, να κάνουν χρυσό δόντι, έτσι έλεγαν οι γριές στο χωριό, μετά θα γύριζαν σπίτι η μάνα τα περίμενε με ανοιχτή αγκαλιά. Τους είχε υποσχεθεί ότι θα τους έκανε πρωινό «πουλέντα» καλαμποκίσιο κουρκούτι με γάλα που της έδωσε η γειτόνισσα η οποία είχε μια κατσίκα, έτσι για να το γιορτάσουν μια που ήταν Χριστούγεννα.
Η χαρά των παιδιών μεγάλη θα έτρωγαν και χριστουγεννιάτικο φαγητό, ο πατέρας είχε σφάξει ένα κουνέλι θα το έκαναν κοκκινιστό με πατάτες ή αν δεν είχαν με κυδώνια.
Μετά θα πήγαιναν στους δρόμους να παίξουν με τ’ άλλα παιδιά αμάδες, ή να τρέξουν στεφάνια.
Σαν σκοτείνιαζε μαζευόταν στο σπίτι η μάνα άναβε το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα, κάνανε την προσευχή τους, (Σαν πέσω να πλαγιάσω Θεέ μου σε παρακαλώ να δώσεις να περάσω τη νύχτα με καλό…) πήγαιναν για ύπνο, με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Η φτωχική θαλπωρή του σπιτιού η αγκαλιά της μάνας ήταν ο κόσμος τους, η ξενοιασιά τους. Κοιμόταν παρέα και τα τρία στο ίδιο κρεβάτι ένα μεγάλο πλατύ, με δυο χάλκινα πόμολα στο κεφαλάρι που έμοιαζαν σαν χλωμό φεγγάρι, αυτά που το φως του καντηλιού προσπαθούσε να φωτίσει για να μην τρομάζουν τα παιδία στο βαθύ σκοτάδι.
Αυτό το κρεβάτι με τα σιδερένια πόδια και σκελετό όπου πάνω του ξεκουραζόταν σανίδες κυπαρισσένιες γεμάτες ρόζους που μύριζαν ρετσίνι, με ένα στρώμα ακαθόριστου χρώματος με ρίγες μπλε και άσπρες στη μέση είχε μια σχισμή όπου το γέμιζαν με μαλλιά προβάτων το είχε αφήσει η νόνα τους πριν φύγει για τον άλλο κόσμο, αυτό είχε γίνει ο κόσμος τους, τα όνειρά τους, τα παραμύθια τους, εκεί εύρισκαν τη ζεστασιά μέσα στην παγωνιά του χειμώνα.
Έτσι έκαναν και απόψε νύχτα Χριστουγέννων, όπως και κάθε άλλη νύχτα, μόνο που σήμερα Χριστούγεννα η μάνα τους έφτιαξε φαγητό να χορτάσουν. Απ’ έξω απ’ την εκκλησία κόχλαζαν τα πάθη, οι σκοτωμοί, η πείνα, η δυστυχία, η κοινωνία μας μικρή, ο κόσμος μας, τόσο κλειστός όσο χώραγε το μάτι σου.
Απ την απελπισία του ο λαός ξέσπαγε σ’ ένα θρησκευτικό παραλήρημα.
Ο παπάς ο άξονας της ύπαρξής μας, η ελπίδα του αύριο. Οι λιτανείες οι προηγιασμένες, σε καθημερινή διάταξη. Οι καμπάνες χτυπούσαν, λυπητερά κάποιον πάλι σκότωσαν, τα παιδιά χαρούμενα έτρεχαν να μάθουν να τρέξουν πρώτα στην εκκλησία για να κρατήσουν τα εξαπτέρυγα αυτά που συνοδεύουν τις κηδείες, ώστε να τους δώσουν φιλοδώρημα.
Και όμως ήταν Χριστούγεννα! Η γέννηση του Θεανθρώπου.
Τα τρία αδελφάκια χώθηκαν κάτω απ τα σκεπάσματα να ζεσταθούν, το μαγκάλι με τα κάρβουνα είχε σβήσει, η φλόγα του καντηλιού τρεμόσβηνε λες και είχε ψυχή, τότε άρχισαν να ονειρεύονται παλάτια από τα παραμύθια του χιονισμένου βορρά, από αυτά που στόλιζαν με Χριστουγεννιάτικο δέντρο, μα και από τα παραμύθια του Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν, τους άρεσαν τόσο προπαντός (Η μικρούλα με τα σπίρτα).
Παραμύθια που τους διάβαζε η θεια τους, όταν τις χειμωνιάτικες νύχτες καθόταν γύρω απ το μαγκάλι άπλωναν τις παλάμες τους να ζεσταθούν και η ζέστη απ’ το μαγκάλι ζωγράφιζε πάνω στα γυμνά πόδια τους βούλες κόκκινες στρογγυλές λες και ήταν θεϊκή ευλογία, μια ευλογία αθωότητας.
(*) Ο Γαβρίλης Παναγιωσούλης είναι Κεφαλλονίτης με καταγωγή από τη Πύλαρο, ναυτικός στο επάγγελμα και συγγραφέας μικρών ιστοριών και διηγήσεων.
Η φωτογραφία του εξώφυλλου ειναι από την Αγία Ευφημία, αρχείο Κώστα Φραγκιά