Το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018 έχει ήδη ξεκινήσει, με τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του πλανήτη να καθηλώνει τα βλέμματα όλων των ποδοσφαιρόφιλων του πλανήτη, αλλά και μεγάλο μέρος των φιλάθλων, έστω κι αν δεν είναι ο «βασιλιάς» των σπορ η πρώτη τους επιλογή. Από αυτό το… πάρτι στα γήπεδα της Ρωσίας θα απουσιάσουν δύο μεγάλα ονόματα του παγκοσμίου ποδοσφαιρικού στερεώματος, η τέσσερις φορές κορυφαία ομάδα του πλανήτη, Ιταλία, αλλά και η τρεις φορές φιναλίστ, Ολλανδία.

Εκτός από τα δύο αυτά μεγαθήρια σε επίπεδο εθνικών ομάδων, από το τωρινό Μουντιάλ απουσιάζει και το δικό μας αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Το σύνολο του Μίκαελ Σκίμπε έφτασε μέχρι τα ευρωπαϊκά πλέι οφ, εκεί όπου αντιμετώπισε την Κροατία, αλλά η «παρέα» των Μόντριτς, Ράκιτιτς, Μάντζουκιτς και Πέρισιτς φάνηκε ότι -τουλάχιστον αυτήν την περίοδο- είναι ένα σκαλί πιο πάνω από τη «γαλανόλευκη» Εθνική. Μια ομάδα, άλλωστε, που δεν πάει και κάθε φορά σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου… Το αντίθετο μάλιστα. Όλες κι όλες, η Ελλάδα έχει παίξει τρεις φορές στην κορυφαία αυτή ποδοσφαιρική διοργάνωση.

Η μια ήταν το όχι τόσο μακρινό 1994, στα γήπεδα των ΗΠΑ, η άλλη ήταν το 2010 στη Νότιο Αφρική, εκεί όπου πανηγύρισε και την πρώτη της νίκη σε Μουντιάλ (2-1 τη Νιγηρία) και η τρίτη ήρθε μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, στη Βραζιλία, εκεί όπου το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σημείωσε και την καλύτερή της επίδοση σε Παγκόσμιο Κύπελλο, καθώς έφτασε μέχρι τους «16» της διοργάνωσης. Μάλιστα, εάν δεν ήταν ο Κέιλορ Νάβας, στο παιχνίδι με την Κόστα Ρίκα που κρίθηκε στα πέναλτι, ίσως να πήγαινε και πιο μακριά.

Από εκείνη την ομάδα, πολλοί γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές της -αλλά και αυτοί με λιγότερο σημαντικό ρόλο- σε ποιους συλλόγους αγωνίζονται σήμερα και με τι επέλεξαν να ασχοληθούν όσοι αποφάσισαν να κρεμάσουν τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια. Το ίδιο, σε έναν βαθμό συμβαίνει και με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα του 2010. Ωστόσο, δεν ισχύει κάτι τέτοιο και για την ομάδα του 1994, εκείνη που -δυστυχώς- έμεινε στην ιστορία για το «4-4-2». Και φυσικά δεν εννοούμε το σύστημα που έπαιξε στα αμερικανικά γήπεδα, αλλά τις ήττες χωρίς έστω ένα γκολ από Αργεντινή (4-0), Βουλγαρία (4-0) και Νιγηρία (2-0).

Ας ρίξουμε μια ματιά στο τι έκαναν μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο 1994 οι Έλληνες διεθνείς, αλλά και ο προπονητής τους…

AP_9406210378

Αλκέτας Παναγούλιας: Δεν θα μπορούσε αυτό το αφιέρωμα να μην περιλαμβάνει και τον άνθρωπο που οδήγησε για πρώτη φορά την Εθνική σε τελική φάση Μουντιάλ. Ο Θεσσαλονικιός τεχνικός, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, καθώς άφησε την τελευταία του πνοή στις 18 Ιουνίου 2012, είναι και ο μοναδικός Έλληνας προπονητής που κατάφερε κάτι τέτοιο, καθώς οι άλλες δύο «γαλανόλευκες» συμμετοχές σε Παγκόσμια Κύπελλα ήρθαν με τους Ότο Ρεχάγκελ και Φερνάντο Σάντος στον πάγκο.

Μετά την όχι πετυχημένη πορεία στα γήπεδα των ΗΠΑ, ο Αλκέτας Παναγούλιας ανέλαβε τον Ηρακλή το διάστημα 1996-1998, ενώ τον Απρίλιο του 1999 έγινε για τέταρτη φορά προπονητής του Άρη. Μάλιστα, έκλεισε την καριέρα τους στους πάγκους αρκετά πετυχημένα, καθώς με 6 σερί νίκες στους τελευταίους 8 αγώνες κατάφερε η αγαπημένη του ομάδα να τερματίσει στην 6η θέση και να εξασφαλίσει την έξοδο στο κύπελλο UEFA. Το δέσιμο που είχε με τον Άρη φάνηκε και από το γεγονός ότι έγινε πρόεδρος της ομάδας το καλοκαίρι του 2002, με σύμβουλο τον Λάμπρο Σκόρδα, σε οικουμενική διοίκηση. Ωστόσο, δεν έμεινε πολύ στο πόστο, καθώς αποχώρησε λόγω διαφωνιών σε διάφορα θέματα.

Αντώνης Μήνου: Αν και μικρός ήταν οπαδός του ΠΑΟΚ, το Νο 1 εκείνης της ομάδας δέθηκε πάρα πολύ με την ΑΕΚ, την οποία και υπηρέτησε ως παίκτης τις περιόδους 1988-93, ενώ μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας με τον Απόλλωνα Σμύρνης (τότε Αθηνών), βρέθηκε κατά περιόδους στο προπονητικό επιτελείο της Ένωσης και σε διάφορες θέσεις, με αποκορύφωμα το 1998, όταν υπήρξε -για μικρό χρονικό διάστημα- πρώτος προπονητής του συλλόγου. Επίσης, ανέπτυξε τρομερή σχέση με τον Φερνάντο Σάντος, όντας ένας από τους άμεσους συνεργάτες του, όταν ο Πορτογάλος ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της εθνικής Ελλάδας.

Στράτος Αποστολάκης: Ο Αγρινιώτης χαλκέντερος μπακ συνέχισε την μέχρι το 1999 με τον Παναθηναϊκό. Εκεί ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η ενασχόληση με την προπονητική. Ως ένας από τους ανθρώπους που συνδέθηκαν έντονα με το «τριφύλλι», ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της ομάδας στα μισά της σεζόν 2000-2001, αντί του Άγγελου Αναστασιάδη. Ωστόσο, απομακρύνθηκε σχετικά σύντομα, καθώς χρεώθηκε την αποτυχία από τον Ολυμπιακό στη Λεωφόρο, το περίφημο 1-4 για το Κύπελλο. Παρέμεινε στην ομάδα σε πόστο μάνατζερ, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ήταν ο προπονητής της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας.

Θανάσης Κολιτσιδάκης: Έπαιξε ποδόσφαιρο μέχρι το 2005, όταν και ολοκλήρωσε την καριέρα του με τη φανέλα του ΟΦΗ. Ακολούθησε καριέρα προπονητή, την οποία ξεκίνησε στον ΑΟ Τυμπακίου την περίοδο 2006-07 στη Δ’ Εθνική και συνέχισε στον Πατούχα, όπου κέρδισε την άνοδο στο Α’ τοπικό Ηρακλείου και μετά πανηγύρισε την άνοδο -μέσα από μπαράζ στη Δ΄ Εθνική. Ακολούθησαν η Επισκοπή, ο Ατσαλένιος, έφυγε από την Κρήτη για την Καλαμάτα και επέστρεψε για τον Ηρόδοτος. Τον Φεβρουάριο του 2015 πήγε ως βοηθός προπονητή στον Ατρόμητο, δίπλα στον Νίκο Νιόπλια. Με άλλα λόγια, δεν αποχωρίστηκε ποτέ το ποδόσφαιρο.

Στέλιος Μανωλάς: Η ποδοσφαιρική καριέρα του είναι συνδεδεμένη μόνο με την ΑΕΚ, την οποία υπηρέτησε για 20 χρόνια, με το «κοντέρ» να γράφει 447 αγώνες πρωταθλήματος. Στη συνέχεια εργάστηκε ως προπονητής της εθνικής Κ-21, ενώ υπήρξε για ένα διάστημα τεχνικός διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος της Ένωσης. Τον Νοέμβριο του 2012 ανέλαβε χρέη προπονητή στη Νίκη Βόλου, ενώ το καλοκαίρι του 2014 επέστρεψε στην Ένωση με την τεχνική ηγεσία στην Κ-20. Μετά την παραίτηση του Τραϊανού Δέλλα τον Οκτώβριο του 2015 ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα πρώτου προπονητή στον «δικέφαλο», κάτι που έκανε και τον Απρίλιο του 2016, ως αντικαταστάτης του Γκουστάβο Πογέτ. Μάλιστα, ήταν ο προπονητής με τον οποίον η ΑΕΚ έσβησε για πάντα τον εφιάλτη των μικρότερων κατηγοριών, με το Κύπελλο της σεζόν 2015-16.

Γιάννης Καλιτζάκης: Ο «Νίντζα» του ελληνικού ποδοσφαίρου έπαιξε επαγγελματικά ποδόσφαιρο μέχρι το 2001, καθώς μετά τον Παναθηναϊκό πήγε στην ΑΕΚ και έκλεισε την καριέρα του με τον Εθνικό Αστέρα. Εάν ψάξει κανείς τα ποδοσφαιρικά κιτάπια, θα δει ότι δεν κάθισε σε πάγκο κάποιας ομάδας, σε αντίθεση με τους τότε συμπαίκτες του στην Εθνική, ωστόσο δεν απομακρύνθηκε και από τον χώρο του ποδοσφαίρου, καθώς ασχολείται με το άθλημα που τον έκανε γνωστό μέσα από τον ρόλο δασκάλου σε τμήματα υποδομής.

Γιώτης Τσαλουχίδης: Συνέχισε στον Ολυμπιακό το ποδόσφαιρο, αλλά έφυγε από αυτόν πριν ξεκινήσουν οι μεγάλες επιτυχίες της ομάδας, όταν πέρασαν στο χρονοντούλαπο τα «πέτρινα» χρόνια. Στη συνέχεια αγωνίστηκε στον ΠΑΟΚ και στην ομάδα της γενέτειράς του, τη Βέροια, στην οποία και κρέμασε τα παπούτσια του το 1999. Τον Μάρτιο του 2008 ανέλαβε προπονητής στον σύλλογο της Ημαθίας, ωστόσο η παρουσία του στον πάγκο της ομάδας αυτής ήταν βραχύβια, καθώς αντικαταστάθηκε από τον Λεωνίδα Υφαντίδη. Ο Τσαλουχίδης πήρε και μια απόφαση που λίγοι θα έπαιρναν στη θέση του, καθώς μετακόμισε στον Καναδά, εκεί όπου συνέχισε να ασχολείται με τη «στρογγυλή θεά». Παρόλα αυτά, επέστρεψε στην Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους.

Δημήτρης Σαραβάκος Ο «μικρός» του ελληνικού ποδοσφαίρου, το 1994 άφησε τον Παναθηναϊκό για να μετακομίσει στην ΑΕΚ, ωστόσο επέστρεψε το 1996 στην ομάδα που αγάπησε, για να αγωνιστεί μέχρι το 1998, όταν και αποφάσισε να φύγει από το χορτάρι, για να ασχοληθεί με… την άμμο. Έπαιξε ποδόσφαιρο 5×5 στην άμμο, ενώ παράλληλα ανέπτυξε επιχειρηματικές δραστηριότητες και αρθρογραφούσε σε αθλητικές εφημερίδες. Το 2013 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό ως διευθυντής ποδοσφαιρικού τμήματος, ενώ είναι ένας από τους ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βοηθά στα διοικητικά του «τριφυλλιού», στα δύσκολα τελευταία χρόνια για τον σύλλογο.

Νίκος Νιόπλιας: Έμεινε στα γήπεδα μέχρι το 2004, όταν και αποφάσισε να αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση με τη φανέλα της Χαλκηδόνας. Είχαν προηγηθεί ο Παναθηναϊκός και ο ΟΦΗ, ενώ από εκείνη την ομάδα είχε την πιο πετυχημένη παρουσία ως προπονητής. Αρχικά ανέλαβε την εθνική Κ-19, την οποία οδήγησε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2007 και στη συνέχεια ανέλαβε την εθνική Ελπίδων, ουσιαστικά με τους ίδιους παίκτες που είχε και στη Νέων. Τον Δεκέμβριο του 2009 αντικατέστησε τον Χενκ Τεν Κάτε στον Παναθηναϊκό, έχοντας ως βοηθό του τον Κριστόφ Βαζέχα. Μαζί κατέκτησαν το νταμπλ την περίοδο 2009-10, ενώ όταν αποχώρησε από τους «πράσινους», τον Ιούνιο του 2011 ανέλαβε την εθνική Κύπρου, από την οποία αποχώρησε τον Σεπτέμβριο του 2013. Τον Φεβρουάριο του 2015 ανακοινώθηκε η πρόσληψή του στον Ατρόμητο Αθηνών, αλλά αποχώρησε με το τέλος της σεζόν. Ακολούθησε τον Ιανουάριο του 2016 ο πάγκος του ΟΦΗ, από όπου αποχώρησε έναν χρόνο μετά.

Νίκος Μαχλάς: Μετά τον ΟΦΗ, από τον οποίο ξεκίνησε την καριέρα του και πήρε μεταγραφή στη Φίτεσε το 1996, κατάφερε να κάνει τους Ολλανδούς να χορέψουν συρτάκι για πάρτη του. Τη σεζόν 1997-98 σκόραρε 34 γκολ σε 32 αγώνες και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ σε Ολλανδία και Ευρώπη, κερδίζοντας το «Χρυσό Παπούτσι». Το 1999 πήγε στον Άγιαξ, από τον οποίο πήγε δανεικός και στη Σεβίλλη, επέστρεψε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή, ξανάπαιξε στον ΟΦΗ, ενώ έκλεισε την καριέρα του στον ΑΠΟΕΛ. Στις 8 Ιουνίου του 2009 ανακοίνωσε την ανάμειξή του με τα κοινά του κρητικού συλλόγου, ακολουθώντας τα χνάρια του Αλκέτα Παναγούλια ως πρόεδρος.

Τάσος Μητρόπουλος: Ο «Ράμπο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, που το 1994 αγωνιζόταν στην ΑΕΚ, έκανε πέρασμα και από τους τρεις «μεγάλους» της Αθήνας, καθώς στη συνέχεια αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό, έστω και για ελάχιστα ματς, ενώ συνέχισε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο σε Απόλλωνα, Ηρακλή και Βέροια, πριν επιστρέψει στον αγαπημένο του Ολυμπιακό, για να κλείσει την πλούσια καριέρα του. Μετά το τέλος της αγωνιστικής δράσης, έμεινε κυρίως στην επικαιρότητα για τις σχέσεις του αρχικά με την Έλενα Ναθαναήλ και στη συνέχεια με την Νένα Χρονοπούλου.

Νίκος Τσιαντάκης: Η επιτομή της φράσης «ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’90». Με το χαρακτηριστικό του μουστάκι και την ακόμη πιο χαρακτηριστική χαίτη του, το Νο11 εκείνης της Εθνικής έχει αποτυπωθεί βαθιά στο μυαλό κάθε Έλληνα ποδοσφαιρόφιλου. Το 1994 μετακόμισε από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη για τον Άρη, ακολούθησε ο Ιωνικός, ο ΟΦΗ και ο Εθνικός Αστέρας, με τον οποίον ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα. Ο Τσιαντάκης κατάφερε το 2017 κάτι αρκετά αξιόλογο, καθώς με καθυστέρηση αρκετών ετών, στα 48 του χρόνια, πήρε το πτυχίο του από το Τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σπύρος Μαραγκός: Και ο Λευκαδίτης χαφ συνέχισε για αρκετά χρόνια το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, μετά το Μουντιάλ του 1994. έφυγε από τον Παναθηναϊκό το 1996 για τον ΠΑΟΚ, το 1998 πήγε στη Λευκωσία για λογαριασμό της Ομόνοιας, πριν επιστρέψει τον επόμενο χρόνο στον «δικέφαλο» του Βορρά, ενώ έκλεισε την καριέρα του στην Κύπρο, για λογαριασμό του ΑΠΟΕΛ. Συνέχισε ως τεχνικός στη Μεγαλόνησο, όπου εργάστηκε στη Δόξα Κατωκοπιάς. Επέστρεψε στην Ελλάδα για την Προοδευτική, πήγε στη Θήβα και στο Κορωπί, ενώ αργότερα ασχολήθηκε ως προπονητής Ακαδημιών, καθώς το 2008 ανέλαβε πόστο στον Παναθηναϊκό.

AP_9406260464

Βάιος Κραγιάννης: Όλοι οι φίλαθλοι θυμούνται την περίφημη καρατιά στον Ρομάριο, σε παιχνίδι της ΑΕΚ με την Αϊντχόφεν για το Champions League. Στην Ένωση έπαιξε μέχρι το 2002, πριν πάει σε Ποσειδώνα Νέων Πόρων και την Αναγέννηση Καρδίτσας, στην οποία κρέμασε τα παπούτσια του το 2006, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με την προπονητική, άμεσα και μέχρι το 2008 στη θεσσαλική ομάδα. Τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους «ανηφόρισε» στα Τρίκαλα, όπου έμεινε μέχρι το Μάρτιο του 2009. Στη συνέχεια έκανε περάσματα από ακόμη δύο ομάδες του νομού, τον ΑΟ Καρδίτσας και τον Ατρόμητο Παλαμά, ενώ το 2010 συμμετείχε στις εκλογές ως υποψήφιος σύμβουλος του δήμου Παλαμά. Τελικά, εκλέχθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο 6ος με 760 ψήφους, ενώ τον Ιανουάριο του 2013 ορίστηκε αντιδήμαρχος. Με άλλα λόγια, το έχει γυρίσει στα κοινά…

Βασίλης Δημητριάδης: Ο Θεσσαλονικιός επιθετικός διέπρεψε με τη φανέλα της ΑΕΚ τη δεκαετία του ’90, την οποία φόρεσε μέχρι το 1996, πριν επιστρέψει στη γενέτειρά του για ακόμη μια σεζόν, για να ολοκληρώσει την καριέρα του. Πριν του Μουντιάλ 1994 αναδείχθηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ το (1992 και 1993 με 28 και 33 γκολ αντίστοιχα). Μετά το τέλος στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, συνεργάστηκε με την Ένωση σε τρεις περιπτώσεις, ως γενικός αρχηγός και διευθυντής ποδοσφαιρικού τμήματος: το 1998-99, το 2009-2012 και από το καλοκαίρι του 2013 μέχρι σήμερα.

Χρήστος Καρκαμάνης: Αγωνίστηκε μέχρι το 1997 στον Άρη, πριν μετακινηθεί στον Ηρακλή. Ένα παιχνίδι κόντρα στην ΑΕΚ (2-3) αποτέλεσε τον λόγο για να φύγει από τον «γηραιό» και να αρχίσει η περιπλάνηση σε Εδεσσαϊκό, Τρίκαλα, Κοζάνη, Ποσειδώνα Νέων Πόρων και Ολυμπιακό Βόλου, όπου και ολοκλήρωσε την επαγγελματική του καριέρα το 2007, ωστόσο συνέχισε ως τερματοφύλακας σε ερασιτεχνικό επίπεδο μέχρι τα 42 του. Στη συνέχεια ασχολήθηκε ως προπονητής τερματοφυλάκων σε μικρές μέχρι στιγμής κατηγορίες.

Αλέξης Αλεξούδης: Ένα ακόμη «παιδί» του Ευγένιου Γκέραρντ εκείνης της Εθνικής. Από τον ΟΦΗ πήγε εκείνη, τη μουντιαλκή χρονιά, στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο αγωνίστηκε μέχρι το 2000. Στην ιστορία έμεινε το γκολ του στον αγώνα με την Άαλμποργκ, το 1995 στο ΟΑΚΑ, στο 28ο δευτερόλεπτο το οποίο για τα δυο επόμενα χρόνια ήταν το γρηγορότερο γκολ στην ιστορία του Champions League. Στη συνέχεια πήγε σε Εθνικό Αστέρα και σε ΟΦΗ, όπου έκλεισε την καριέρα του, λόγω και πολλών τραυματισμών. Ασχολείται ακόμη με το ποδόσφαιρο, ενώ το 2016 η ΑΕ ΚΩΣ τον ανακοίνωσε ως τεχνικό σύμβουλο στο επιτελείο της πρώτης ομάδας, αλλά και αρχισκάουτερ στην Ακαδημία ποδοσφαίρου.

Μηνάς Χατζίδης: Ο γερμανοτραφής μέσος-τότε- του Ολυμπιακού έμεινε στο Λιμάνι μέχρι το 1996, για να αγωνιστεί στη συνέχεια σε Καστοριά, Ηρακλή Θεσσαλονίκης και Βέροια. Επέστρεψε στη Γερμανία για να κλείσει την καριέρα του και αγωνίστηκε σε αρκετές ομάδες μικρότερων κατηγοριών της χώρας. Μένει στο Βούπερταλ, όπου και εργάζεται σε ένα εργοστάσιο, ενώ παράλληλα ασχολείται με το ποδόσφαιρο, στην πόλη που ζει, ασχολούμενος κυρίως Έλληνες παίκτες.

AP_9406210337

Κυριάκος Καραταΐδης: Παίκτης του Ολυμπιακού και τότε και μέχρι το 2001 όταν και τελείωσε την καριέρα του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ήταν ο αρχηγός των Πειραιωτών όταν τελείωσαν τα «πέτρινα» χρόνια, ενώ όταν κρέμασε τα παπούτσια του, ασχολήθηκε με την προπονητική. Ανέλαβε την εθνική Παίδων, ενώ σημαντική θεωρείται η δουλειά του στα τμήματα υποδομών του Ολυμπιακού, ειδικά στις πολύ μικρές ηλικίες.

Σάββας Κωφίδης: Εκείνη την περίοδο αγωνιζόταν στον Άρη, ωστόσο επέστρεψε το 1997 στον αγαπημένο του Ηρακλή, για να τελειώσει την ποδοσφαιρική του επαγγελματική καριέρα το 1999. Ο άλλοτε παίκτης και του Ηρακλή ακολούθησε την προπονητική με μεγαλύτερη επιτυχία την τέταρτη θέση του Ηρακλή την περίοδο 2005-06 και την έξοδο στο Κύπελλο UEFA. Προηγήθηκε η παρουσία του στον πάγκο της ομάδας, ως βοηθός προπονητή δίπλα στους Ιβάν Γιοβάνοβιτς και Σέρχιο Μαρκαριάν. Το ξεκίνημα της σεζόν 2006-07 με 10 σερί αγώνες χωρίς νίκη και τον πρόωρο ευρωπαϊκό αποκλεισμό από τη Βίσλα Κρακοβίας τον οδήγησαν σε παραίτηση. Τον Ιανουάριο του 2007 ανέλαβε την Ξάνθη, αντί του Τάκη Λεμονή, ενώ τον Οκτώβριο του 2009 ανέλαβε ξανά τον «γηραιό» στη θέση του Όλεγκ Προτάσοφ. Ο μεταλλάς εκείνης της ομάδας έχει και πλούσια πολιτική δράση, ειδικά με την κίνηση -όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος- Hasta La Victoria Siempre, ωστόσο έχει αρνηθεί να μπει στο ψηφοδέλτιο κάποιου κόμματος.

Ηλίας Ατματσίδης: Ο Κοζανίτης γκολκίπερ συνέδεσε την καριέρα του τόσο ως παίκτης όσο και αργότερα ως προπονητής με την ΑΕΚ. Ωστόσο, ολοκλήρωσε την καριέρα του ως τερματοφύλακας με τον ΠΑΟΚ το 2005, έχοντας μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη το 2002. Ασχολήθηκε με το αγαπημένο του άθλημα και στη συνέχεια, ενώ από τον Οκτώβριο του 2014 ανακοινώθηκε από την Ένωση στο προπονητικό επιτελείο των τμημάτων υποδομής του συλλόγου, όπου υπεύθυνος ήταν ο Άκης Ζήκος και προπονητής της ομάδας Κ-20 ο Στέλιος Μανωλάς. Βρίσκεται και σήμερα εκεί, ως προπονητής τερματοφυλάκων στις Ακαδημίες.

nqixk59x

Αλέξης Αλεξανδρής: Ο τότε παίκτης της ΑΕΚ αποχώρησε εκείνη τη χρονιά για τον Ολυμπιακό, για να γίνει ένας από τους παίκτες που αντιπάθησαν όσο λίγοι οι «κιτρινόμαυροι» οπαδοί και λάτρεψαν οι «ερυθρόλευκοι». Έπαιξε στην ομάδα του Πειραιά μέχρι το 2013, για να πάει στη συνέχεια σε Λάρισα και Καλλιθέα, ενώ έκλεισε την ποδοσφαιρική του καριέρα στον ΑΠΟΠ Κινύρας το 2006. Μετά έγινε προπονητής, όπως στα τμήματα υποδομών του Ολυμπιακού, ενώ έχει εργαστεί ακόμη στην κυπριακή ΠΑΕΕΚ, στην Κέρκυρα και στην Ελασσόνα. Ακολούθησε η Σεβερίν από τη Ρουμανία, την οποία ανέλαβε τον Δεκέμβριο του 2012, ενώ το 2013 επέστρεψε στην Ελλάδα και τη Ρόδο, για λογαριασμό του Ιάλυσου, Το 2014 πήγε στον Άρη Αρχαγγέλου και ον Ιανουάριο του 2016 επέστρεψε για δεύτερη φορά στην Ελασσόνα. Επίσης εργάζεται και ως dj.

Αλέξης Αλεξίου: Κι όμως, εκείνη η ομάδα είχε τρεις Αλέξηδες, οι οποίοι είχαν το ίδιο όνομα και ως επίθετο, με διαφορετική ωστόσο κατάληξη. To No22, εκείνης της ομάδας, που ολοκλήρωσε την αποστολή της ομάδας του Παναγούλια, αγωνιζόταν εκείνη την περίοδο στον ΠΑΟΚ, με τη φανέλα του οποίου κρέμασε τα παπούτσια του το 1997. Ασχολήθηκε και αυτός με την προπονητική, ως τεχνικός της εθνικής Νέων, την οποία οδήγησε στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2008, ενώ την περίοδο 2012-2013 βρέθηκε και πάλι στον πάγκο της, δίδυμο με τον Θόδωρο Παχατουρίδη. Υπήρξε επίσης προπονητής των τμημάτων υποδομής του ΠΑΟΚ, ενώ το 2012 βρέθηκε για ένα διάστημα στον πάγκο του Οδυσσέα Κορδελιού. Επίσης, έχει καθίσει στον πάγκο του Απόλλωνα Καλαμαριάς, του Γαζώρου Σερρών, του Πιερικού και του Εορδαϊκού.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις