Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, με ζωή τόσο περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο τα βιβλία του. Σαν σήμερα το 1961 έβαλε τέλος στη ζωή του με κυνηγετική καραμπίνα σε ηλικία 61 ετών.
Φως στις άγνωστες πτυχές της ζωής του ρίχνει το βιβλίο με τίτλο «Hemingway In Love» ο Ααρον Εντουαρντ Χότσνερ μιλάει για την πολύπλοκη προσωπική ζωή του διάσημου συγγραφέα και το ερωτικό τρίγωνο που τον στοίχειωνε μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Οπως αποκαλύπτει ο Χότσνερ, που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Χέμινγουεϊ, είναι ο τελευταίος άνθρωπος εν ζωή που μπορεί να πει τι πραγματικά είχε συμβεί: «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και ο Ερνεστ απέφευγε να μιλάει γι ‘αυτό. Ομως το 1954, ένα σχεδόν θανατηφόρο δυστύχημα στην Αφρική τον έκανε να επανεκτιμήσει τη ζωή του. Ξαφνικά τίποτα δεν φαινόταν πιο σημαντικό από το να επανεξετάσει αυτά τα χρόνια, όταν άφησε την μόνη αληθινή αγάπη του να φύγει. Ετσι άρχισε να μου λέει – σε κασέτες, σε γράμματα και συχνά σε μεγάλες συνομιλίες – για την οδυνηρή εμπειρία του να είναι ερωτευμένος με δύο γυναίκες ταυτόχρονα και πώς η Πολίν κατέστρεψε τον πρώτο και πιο ευτυχισμένο γάμο του.»
Εκείνη την περίοδο, ο Χέμινγουεϊ ζούσε με την Χάντλεϊ και το νεογέννητο γιο τους Τζακ, πάνω από ένα πριονιστήριο στο Παρίσι. Καθώς πάλευε να αποκτήσει φήμη ως συγγραφέας, ζούσαν φτωχά, αλλά ειδυλλιακά ευτυχισμένοι.
«Λάτρευα την εμφάνισή της και την αίσθηση της στο κρεβάτι» έλεγε ο Χέμινγουεϊ για την Χάντλεϊ, με την οποία μοιράζονταν τον ενθουσιασμό του για την πεζοπορία, το σκι και το ψάρεμα.
Την ίδια περίοδο τα διηγήματα του Έρνεστ είχαν αρχίσει να προσελκύουν την προσοχή της αφρόκρεμας στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστοριογράφου Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Ήταν 1925 και ο Σκοτ Φιτζέραλντ είχε πρόσφατα δημοσιεύσει το αριστούργημά του, «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι». Οι δύο συγγραφείς συναντιόντουσαν συχνά για ποτό στο Ritz. Πριν από καιρό, ο Φιτζέραλντ τον σύστησε στον πλούσιο και παρηκμασμένο κύκλο των φίλων του, στον οποίο περιλαμβάνονταν και δύο αδελφές, η Πολίν και η Τζίνι Πφάιφερ.
Αφού δείπνησαν με τον Χέμινγουεϊ μόνο μία φορά, οι Πφάιφερς άρχισαν να αποκτούν ένα ανησυχητικό ενδιαφέρον για τη ζωή και την οικογένεια του, αγοράζοντας ακριβά δώρα για το γιο του και καλώντας τη γυναίκα του για επιδείξεις μόδας και τσάι στο ξενοδοχείο Crillon.
Περιστασιακά, οι δυο αδελφές τραβούσαν τον Χέμινγουεϊ σε εξόδους, ωστόσο ο ίδιος ήταν αμείλικτος: «Δεν με ενδιέφεραν. Η ζωή με την Χάντλεϊ ήταν υπέροχη» θυμόταν ο ίδιος. Μετά από ένα χρόνο επίμονης πολιορκίας, η Τζίνι παραιτήθηκε και σταμάτησε τις εφόδους, όχι όμως και η Πολίν.
Καλούσε την οικογένεια σε ακριβά εστιατόρια, γνωρίζοντας ότι η Χάντλεϊ δε θα μπορούσε να αφήσει το παιδί της μόνο κι έτσι έξυπνα κατάφερνε να βγαίνει μόνο με τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος ωστόσο κρατούσε ακόμα σταθερές αντιστάσεις.
Η σχέση τους ξεκίνησε όταν η Πολίν τον κάλεσε στο διαμέρισμά της, μία ημέρα. Πολύ σύντομα, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, το σεξ μαζί της είχε γίνει ένα είδος ναρκωτικού. «Αν και μισώ να το παραδεχτώ, ήμουν τόσο κολλημένος μαζί της, όσο και με τη Χάντλεϊ» εξηγούσε ο ίδιος.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Ερνεστ και η Χάντλεϊ κλήθηκαν να μείνουν σε μία από τις δύο γειτονικές βίλες στην Νότια Γαλλία. Λίγο μετά την άφιξή τους, ωστόσο, ο μικρός Τζάκ έπαθε κοκκύτη και η οικογένεια μπήκε σε καραντίνα.
Η Πολίν αμέσως προσφέρθηκε να βοηθήσει, λέγοντας ότι είχε ανοσία στην ασθένεια. Ο Ερνεστ συμφώνησε σε αυτό, αν και ήξερε ότι θα το μετανιώσει. Οπως ήταν αναμενόμενο, η Πολίν έμεινε και αφού το αγόρι ήταν πλέον εκτός κινδύνου.
Μια μέρα, ο Χέμινγουεϊ προσπάθησε να εκμυστηρευθεί στον Σκοτ Φιτζέραλντ το πρόβλημά του. Ο μυθιστοριογράφος όμως φαινόταν να γνωρίζει ήδη το μυστικό του. «Εχω μάτια,» του είπε. «Ο τρόπος που σε κοιτάζει. Σε τριγυρίζει. Και τώρα εμφανίζεται εδώ. Εχεις μπλέξει με επικίνδυνη γυναίκα. Οταν έφτασα για πρώτη φορά στο Παρίσι, άκουγα γι’ αυτήν ότι ψάχνει απεγνωσμένα έναν άντρα. Σε θέλει για τον εαυτό της και θα κάνει τα πάντα για να σας έχει». Ο Χέμινγουεϊ παραδέχθηκε ότι αγαπούσε και τις δύο γυναίκες και ο Φιτζέραλντ τον προειδοποίησε ότι θα καταστρέψει το γάμο του και πρέπει να απαλλαγεί από αυτήν: «Ενας άνδρας που αγαπάει δύο γυναίκες στο τέλος καταλήγει να τις χάσει και τις δύο» του είπε χαρακτηριστικά.
Τα λόγια του συγγραφέα αποδείχθηκαν προφητικά, αφού η Πολίν είχε αρχίσει να εισβάλει στη ζωή του σε ανησυχητικό βαθμό. Εκείνο το χειμώνα η οικογένεια του Χέμινγουεϊ κανόνισε να πάει για σκι στην Αυστρία. Η Πολίν τους ακολούθησε και έκλεισε δωμάτιο στο ίδιο σαλέ, ενώ ζήτησε από τον Χέμινγουεϊ να της κάνει μαθήματα σκι.
Βλέποντας ωστόσο την συμπεριφορά της Πολίν να αλλάζει και να γίνεται επιθετική και ειρωνική απέναντι της, η Χάντλεϊ άρχισε να καταλαβαίνει. Απαίτησε κλαίγοντας από τον σύζυγο της να της πει την αλήθεια και του πρότεινε να του δώσει χρόνο να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Οπως εκμυστηρεύθηκε ο ίδιος αργότερα, ήθελε να τις κρατήσει και τις δυο όσο περισσότερο γινόταν. Η σχέση του με την Πολίν συνεχίστηκε έτσι και η Χάντλεϊ του ανακοίνωσε ότι μόλις επιστρέψουν, θα ζητήσει διαζύγιο και θα μείνει σε άλλο σπίτι με το παιδί. «Ηταν σαν να μου διάβασε τη θανατική μου καταδίκη» παραδέχθηκε ο συγγραφέας στον Χότσνερ.
Το επόμενο διάστημα, έπεσε στο αλκοόλ, προσπάθησε να προσευχηθεί αν και δεν ήταν θρήσκος, ενώ αρκετές φορές σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Μουδιασμένος από την ιστορία, ο Χέμινγουεϊ έκανε πλέον ότι ήθελε η Πολίν, η οποία αποφάσισε και οργάνωσε τον γάμο τους μόνη της.
Ο νέος του γάμος σίγουρα δεν ήταν ανθόσπαρτος, αλλά η νύφη του ήταν ευτυχισμένη; «Οτι κι αν έκανα ή δεν έκανα ήταν ευχαριστημένη. Είχε περάσει από την κόλαση για να με αποκτήσει και με αντιμετώπιζε σαν τρόπαιο» είχε πει στον Χότσνερ.
Απερίσκεπτα, συμφώνησε να επιστρέψει στις ΗΠΑ για να ζήσει μαζί της στο Πίγκοτ, μία περίοδο της ζωής του που θυμάται ως «ιδιαίτερα ζοφερή». Η κατήφεια του, εντάθηκε όταν ο Σκοτ Φιτζέραλντ του έγραψε με την είδηση ότι η Χάντλεϊ είχε ξαναπαντρευτεί.
«Ονειρευόμουν ότι θα με περίμενε για πάντα και κάποτε θα έβρισκα την δύναμη να αφήσω την Πολίν και να επιστρέψω στην αγαπημένη μου οικογένεια» αποκάλυψε στον Χότσνερ
Από τότε που βγήκε το διαζύγιο, της έγραφε συχνά για να της πει πόσο πολύ την αγαπούσε. Αλλά τελικά η Χάντλεϊ του έγραψε ότι οι επιστολές του ενοχλούσαν το νέο σύζυγό της κι έτσι η αλληλογραφία σταμάτησε.
Η Πολίν με τον Χέμινγουεϊ έκαναν δύο γιους, τον Πάτρικ και τον Γκρέγκορι. Βιαστικός ωστόσο να ξεφύγει από την ζοφερή νέα του οικογένεια και τα υστερικά μωρά, ο Χέμινγουεϊ έφυγε για την Κούβα και εκεί έκανε σχέση με μία 22χρονη Νεοϋορκέζα. Μάλιστα με κακία είπε στην Πολίν τα πάντα για αυτήν και της έδειξε και μία φωτογραφία της.
Αλλά η Πολίν δεν ήταν έτοιμη να παραιτηθεί. Για να ανταγωνιστεί την αντίπαλο της, είπε στο σύζυγό της ότι είχε δει έναν πλαστικό χειρουργό για να διορθώσει τη μεγάλη μύτη, τα χείλη και τα πεταχτά αυτιά της. «Τότε ήξερα ότι ήθελα διαζύγιο. Η σχέση μας ήταν βαρετή. Δεν κολλάγαμε, δεν είχαμε τίποτα να συζητήσουμε. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα πλούτη της για να με κρατήσει αλλά δεν τα κατάφερε». Τελικά, ακόμη και η πεισματάρα Πολίν αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ο γάμος τους είχε τελειώσει.
Λίγο καιρό αργότερα, στο Παρίσι, εντελώς τυχαία, ο Χέμινγουεϊ συνάντησε ξανά την αγαπημένη του Χάντλεϊ. Εβγαινε από ένα ταξί όταν την εντόπισε, «τόσο όμορφη όσο τη θυμόμουν». Ετρεξε και την αγκάλιασε. Λίγα λεπτά αργότερα, έπινε σαμπάνια μαζί του σε ένα εστιατόριο. «Θα σ ‘αγαπώ πάντα», της είπε.
Σήκωσε το ποτήρι της, τσούγκρισε το δικό του και του είπε ότι έπρεπε να φύγει. Όπως περίμεναν στη γωνία για τα φανάρια να αλλάξουν, της είπε: «Θέλω να ξέρεις Χάντλεϊ, θα είσαι το αληθινό κομμάτι κάθε γυναίκας για την οποία θα γράφω. Θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ψάχνοντας εσένα. »
Όταν το φανάρι έγινε πράσινο, η Χάντλεϊ τον φίλησε για αντίο και διέσχισε τον δρόμο. Δεν την είδε ποτέ ξανά.
Οσο για τον Χέμινγουεϊ, η τελευταία φορά που τον είδε ο Χότσνερ ήταν το 1961, όταν ήταν σε ψυχιατρική παρακολούθηση για κατάθλιψη και παράνοια, και ακόμα σκεφτόταν τη χαμένη του αγάπη.
Δύο εβδομάδες πριν αυτοκτονήσει είχαν την τελευταία τους επικοινωνία με τον Χότσνερ: «Πες μου αυτό. Πώς ένας νεαρός άνδρας ξέρει πότε ερωτεύεται για πρώτη φορά – πως μπορεί να ξέρει ότι θα είναι η μόνη αληθινή αγάπη της ζωής του; Πώς μπορεί να ενδεχομένως να ξέρει;» τον ρώτησε. Κοίταξε τον Χότσνερ επίμονα, σαν να έψαχνε για μια απάντηση και τότε του είπε ότι επρόκειτο να κοιμηθεί. «Με λίγη τύχη», είπε, «ίσως ονειρευτώ το Παρίσι»