Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι το όνομά των οποίων μένει στην ιστορία χωρίς οι ίδιοι να το επιδιώξουν. Ίσως είναι η μοίρα. Ίσως, πάλι, για όσους δεν πιστεύουν στη μοίρα, είναι οι συγκυρίες που δημιουργούν μια αλυσιδωτή πρόκληση γεγονότων τα οποία στο σύνολό τους δημιουργούν μια ταραχώδη ζωή.
Μια ζωή, δηλαδή, όπως αυτή που έζησε ο Δημήτρης Τσαφέντας. Ένας απλός άνθρωπος. Εξαιρετικά έξυπνος αλλά με πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Έναν άνθρωπο που πέρασε πολλά και έζησε ακόμα περισσότερα μέχρι κάποια στιγμή να φτάσει να στέκεται δίπλα στον πρωθυπουργό μιας χώρας.
Και τότε, να βγάζει το μαχαίρι του και να γράφει με αίμα τη δική του ιστορία. Μια ιστορία που πλέον είναι σχεδόν ξεχασμένη…
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Δημήτρης Τσαφέντας, γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1919. Ακόμα και η γέννησή του ήταν αποτέλεσμα μιας μάλλον τυχαίας συνέυρεσης. Ο πατέρας του ήταν ένας ναυτικός από την Κρήτη. Ο Μιχάλης Τσαφέντας, ή Τσαφεντάκης, έκανε πολλά ταξίδια. Σε ένα από αυτά φτάνει μέχρι τη Μοζαμβίκη. Εκεί γνωρίζει την Αμίλια Γουίλιαμς. Μια μαύρη, φτωχή, νεαρή γυναίκα.
Σε ένα βράδυ όπου το πάθος ανάμεσα στους δυο νέους ξεχειλίζει, η Αμίλια μένει έγκυος. Από εκεί ξεκινούν τα προβλήματα. Ο Μιχάλης θέλει να παντρευτούν. Αυτό, ωστόσο, μόνο εύκολο δεν είναι. Ένας λευκός και μια μαύρη. Δεν θα είχαν καμία τύχη, μέσα σε ένα περιβάλλον που καταδίκαζε οτιδήποτε το διαφορετικό.
Τελικά οι δυο τους δεν θα παντρευτούν ποτέ. Ο Μιχάλης Τσαφέντας, ωστόσο, αναγνωρίζει το παιδί. Η μητέρα του παιδιού έχει αφήσει την τελευταία της πνοή, την ώρα της γέννας. Ο μικρός Δημήτρης στέλνετε από τον πατέρα του στην Αλεξάνδρεια για να μείνει με τη γιαγιά του. Εκεί αποκτά σπουδαία μόρφωση και ήδη σε νεαρή ηλικία μιλάει οκτώ γλώσσες! Σπούδασε σε καθολικό σχολείο, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τα ρατσιστικά σχόλια των συμμαθητών του, εξαιτίας του σκουρόχρωμου δέρματός του. Δεν ήταν αποδεκτός ούτε από τους λευκούς αλλά ούτε και από τους μαύρους.
Νιώθοντας την αδικία στο πετσί του, ο Δημήτρης Τσαφέντας προσπαθεί από κάπου να πιαστεί. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ν. Αφρικής. Ο τόπος, ωστόσο, δεν τον χωράει και έτσι ακολουθεί τον δρόμο του πατέρα του.
Μπαρκάρει στα καράβια κι αρχίζει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, επί σχεδόν δυο δεκαετίες.
Μια τσακισμένη ψυχή…
Ήδη από νεαρή ηλικία, θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Δημήτρης Τσαφέντας, είχε δει, είχε ακούσει και κυρίως είχε ζήσει πολλά. Όλα αυτά φαίνεται πως άφησαν τα δικά τους σημάδια στον ψυχισμό του.
Οι γιατροί θα διαγνώσουν πως πάσχει από παρανοϊκή σχιζοφρένεια! Κατά διαστήματα, θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρικές κλινικές στις ΗΠΑ. Σε στιγμές διαύγειας προσπαθεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις του και να φτιάξει τη ζωή του. Υπάρχουν, ωστόσο, και στιγμές που η μάχη με το θηρίο (όπως ο ίδιος έλεγε) που έκρυβε μέσα του είναι ανελέητη.
Μετά από πολλά ταξίδια και ακόμα περισσότερες περιπέτειες ο Τσαφέντας επιστρέφει στη Ν. Αφρική για να ξαναζήσει από την αρχή όλα όσα τον σημάδεψαν. Επιστρέφει σε μια κατάσταση όπου δεν είναι αποδεκτός πουθενά. Ούτε στην κοινότητα των λευκών αλλά ούτε και στων μαύρων. Είναι «κολοράτος». Μαύρος αλλά όχι μαύρος. Λευκός άλλα όχι λευκός.
Έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις που τον πνίγουν. Πεζοδρόμια για λευκούς. Πεζοδρόμια για μαύρους. Γκέτο για τους μαύρους. Πλούσιες περιοχές για τους λευκούς. Βρύσες για να πίνουν νερό οι λευκοί. Βρύσες για να πίνουν νερό οι μαύροι.
Πηγαίνει στο Κέηπ Τάουν και προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του. Εκεί γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Μια μαύρη, πανέμορφη γυναίκα. Είναι όμως μαύρη και εκείνος στα χαρτιά, λευκός. Άρα είναι μια σχέση καταδικασμένη. Ο Τσαφέντας κάνει ότι μπορεί για να αλλάξει τα χαρτιά του και να εμφανίζεται ως μαύρος. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να την παντρευτεί. Δεν τα καταφέρνει. Νέο ισχυρό πλήγμα σε έναν ψυχισμό που είχε καταρρεύσει πολλά χρόνια πριν.
Στο θολωμένο του μυαλό, η λύση είναι μια. Να καταστρέψει το καθεστώς που δεν τον άφησε να ζήσει τον έρωτα της ζωής του.
Η δολοφονία του «αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ»
Την ίδια εποχή που η σχέση του διαλύθηκε, ο Τσαφέντας πιάνει δουλειά ως κλητήρας στο κοινοβούλιο της χώρας. Στα μάτια του αυτή η πρόσληψη φαντάζει ως την τέλεια ευκαιρία για να καταφέρει ένα μεγάλο πλήγμα στο καθεστώς.
Την εποχή εκείνη, πρωθυπουργός της Ν. Αφρικής ήταν ο Χέντρικ Φέρβουρντ. Ένας πολιτικός οι φυλετικές πολιτικές του οποίου ήταν τόσο σκληρές που (κυρίως από τους Ευρωπαίους) χαρακτηρίστηκε ως «αρχιτέκτονας του Απαρτχάιντ».
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1966 ο Φέρβουρντ θα μιλούσε στους βουλευτές για ένα ακόμα φυλετικό νόμο που ήθελε να περάσει. Θα προσπαθούσε να τους πείσει για το πόσο σημαντικό είναι οι μαύροι να λαμβάνουν παιδεία κατώτερη από εκείνη των λευκών.
Το σχέδιο του Τσαφέντα έχει μπει πλέον στην τελική του ευθεία. Είχε προμηθευτεί ένα μαχαίρι η λάμα του οποίου ήταν 20 εκατοστά. Έχει αφήσει το μαχαίρι για πολλές ημέρες μέσα σε δηλητήριο για να το κάνει πιο αποτελεσματικό.
Τώρα πλέον περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Αυτή ήρθε όταν κλήθηκε να πάει ένα ποτήρι και να το αφήσει στο βήμα που εκείνη την ώρα μιλούσε ο Χέντρικ Φέρβουρντ. Όταν φτάνει κοντά του, ακουμπάει το ποτήρι στο πόντιουμ, σκύβει βγάζει από την κάλτσα του το κρυμμένο μαχαίρι και το καρφώνει τέσσερις φορές στο σώμα του πρωθυπουργού της Ν. Αφρικής. Η μια από τις μαχαιριές βρίσκει τον Φέρβουρντ στην καρδιά. Ο «αρχιτέκτονας του Απαρτχάιντ» σωριάζεται νεκρός και οι αστυνομικοί ορμάνε για να συλλάβουν τον Τσαφέντα, ο οποίος δεν προβάλει την παραμικρή αντίσταση.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας συλλαμβάνεται, οδηγείται στη φυλακή. Τον κλείνουν στην απομόνωση και βασανίζεται επί μέρες. Τον εξετάζει ψυχίατρος ο οποίος καταλήγει πως ο δράστης είναι παρανοϊκός καθώς όπως του είπε την εντολή για τον φόνο του την έδωσε ένα… σκουλήκι που ζούσε μέσα του.
Ο Τσαφέντας δεν θα δικαστεί ποτέ. Η ιατρική γνωμάτευση έφτασε στο αρμόδιο δικαστήριο το οποίο διέταξε τον επ’ αόριστο εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο. Το εκδικητικό καθεστώς του Απαρτχάιντ, ωστόσο, με διάφορες νομικές αλχημείες καταφέρνει να τον κλείσει σε φυλακή υψίστης ασφαλείας όπου κρατούνταν μελλοθάνατοι.
Θα παραμείνει εκεί μέχρι την πτώση του Απαρτχάιντ. Το 1994, με πρωθυπουργό της χώρας, πλέον, το Νέλσον Μαντέλα, ο Τσαφέντας θα μεταφερθεί σε ψυχιατρική κλινική του Γιοχάνεσμπουργκ. Εκεί,στις 7 Οκτωβρίου του 1999, θα αφήσει και την τελευταία του πνοή, από πνευμονία.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας θα ταφεί, με έξοδα της ελληνικής κοινότητας, τρεις ημέρες αργότερα, σε μια τελετή, με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οποία παραβρέθηκαν λιγότερα από 10 άτομα.
Ακόμα και σήμερα η ζωή και η δράση του Τσαφέντα διχάζει. Πολλοί τον θεωρούν ένα παρανοϊκό που με την πράξη του έβαλε σε περιπέτειες τους μετανάστες και τους μαύρους στη Ν. Αφρική. Υπάρχουν και εκείνοι, ωστόσο, που τον θεωρούν ήρωα, πρωτοπόρο και τον τυραννοκτόνο που κατάφερε το πρώτο ισχυρό πλήγμα στο πανίσχυρο καθεστώς του Απαρτχάιντ!
Διαβάστε και ενα ενδιαφέρον σχόλιο που αναρτήθηκε στο άρθρο:
Το όνομα του Τζαφέντα ακόμη και σήμερα αποτελεί ταμπού για την ελληνική κοινότητα της Νοτίου Αφρικής.Ο Νέλσον Μαντέλα πήγε αυτοπροσώπως στην φυλακή και τον έβγαλε.Για τον έγχρωμο πληθυσμό της Ν. Αφρικής θεωρείται ήρωας και έχουν γραφεί τραγούδια γι’ αυτόν. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν περίπου πέντε άτομα μεταξύ των οποίων και ο πατέρας της κοπέλας που ταξίδεψε ειδικά από το Κέηπ Τάουν. Είναι άγνωστο ακριβές σημείο στο οποίο τάφηκε για ευνόητους λόγους. Αξίζει να δει κανείς ένα θεατρικό μονόπρακτο του ομογενή καλλιτέχνη Ρένου Σπανούδη το οποίο ήταν και πιθανόν να είναι ακόμη αναρτημένο στο διαδίκτυο σχετικά με την ζωή και τον θάνατο του Δημήτρη Τζαφέντα.