Παράνομες κρατικές ενισχύσεις μέχρι και 15 ετών ζητεί πίσω η εφορία, από επιτήδειους επιχειρηματίες, οι οποίοι απέφυγαν την καταβολή του φόρου, για ποσά που δήθεν θα επένδυαν, αλλά ο έλεγχος απέδειξε πως δεν το έπραξαν και μάλλον επένδυσαν σε βίλες και σε κότερα.
Οι ελεγχόμενοι επιχειρηματίες, προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, επικαλούμενοι μεταξύ των άλλων την παραγραφή των υποθέσεών τους, λόγω της 15ετίας που μεσολάβησε και εκμεταλλευόμενοι τις αποφάσεις του ΣτΕ και του ΝΣΚ.
Ωστόσο η ΔΕΔ απέρριψε το αίτημά τους, επικαλούμενη το απαράγραπτο των συγκεκριμένων υποθέσεων, λόγω της Κοινοτικής Νομοθεσίας η οποία υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης που προβλέπει το αντίθετο.
Στο πλαίσιο αυτό υποχρεούνται να επιστρέψουν κρατικές ενισχύσεις εκατομμυρίων ευρώ, για υποθέσεις οι οποίες έμεναν ανοιχτές για αρκετά χρόνια, αλλά πλέον με εντολή της ηγεσίας της ΑΑΔΕ και κατόπιν πιέσεων της Κομισιόν, οριστικοποιήθηκαν τα φύλλα ελέγχου και ο καταλογισμός των προστίμων.
Παρουσιάζουμε τέσσερις ενδεικτικές αποφάσεις (από τις πολλές) που εξέδωσε στο τελευταίο διάστημα η ΔΕΔ, με τις οποίες ζητεί την επιστροφή ποσών αποφάσεις για την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.
- Η πρώτη υπόθεση 3754-3/09/2018 αφορά σε ανώνυμη εταιρεία υπαγόμενη στη ΦΑΕ Αθηνών, στην οποία καταλογίστηκε για τη χρήση 2004, ποσό ύψους 475.130,14 ευρώ συν τόκους 196.784,91 ευρώ, σύνολο 671.915,05 ευρώ.
- Η δεύτερη υπόθεση 3753-3/09/2018, αφορά ΑΕ υπαγόμενη επίσης στη ΦΑΕ Αθηνών στην οποία καταλογίστηκε ποσό ύψους 407.196,1 ευρώ για τη χρήση 2003, που αφορά σε βεβαιωθέν ποσό ύψους 273.000,00 ευρώ συν τόκους ύψους 134.196,10 ευρώ.
- Η τρίτη υπόθεση 3933-7/09/2018 αφορά σε ΑΕ υπαγόμενη στη ΦΑΕ Αθηνών, στην οποία, για τη χρήση 2004, καταλογίστηκε κύριος Φόρος ύψους 486.198,83 και τόκοι ύψους 201.806,53 ευρώ ήτοι σύνολο 688.005,36 ευρώ.
- Σε άλλη εταιρεία, με απόφαση (3189 της 27ης Ιουνίου 2018) καταλογίστηκε για τη χρήση 2004, ποσό ύψους 106.145,2 ευρώ και με τους τόκους (43.903,45 ευρώ) διαμορφώθηκε σε 150.048,65 ευρώ.
Η ιστορία των επενδύσεων που δεν έγιναν
Με τον ν. 3220 του 2004, δόθηκε η δυνατότητα στις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρούν και τον τόπο εγκατάστασης τους, να σχηματίζουν από τα κέρδη των χρήσεων 2004 έως και 2008 (οικονομικά έτη 2005 έως και 2009) ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων μέχρι 35% των συνολικών αδιανέμητων κερδών τους, που δηλώνονται με την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους.
Το αποθεματικό αυτό σχηματίστηκε για να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση επενδύσεων ισόποσης τουλάχιστον αξίας μέσα στην επόμενη τριετία από το χρόνο σχηματισμού του. Επρόκειτο για επενδύσεις όπως η αγορά καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού, η αγορά καινούργιων ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικού κ.λπ.
Οι πιο πάνω επιχειρήσεις υποχρεούνται μέσα στον πρώτο χρόνο της τριετίας να δαπανήσουν για την πραγματοποίηση της επένδυσης ποσό ίσο τουλάχιστον με το ένα τρίτο (1/3) του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού.
Ακολούθως με τον ν. 4099/ 2012, ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η κοινοτική Οδηγία 2009/65/ΕΚ, η οποία ανέφερε ότι το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό, ισοδυναμεί με κρατική ενίσχυση και συνεπώς εάν διαπιστωθεί παράνομη χρήση του, πρέπει να ανακτηθεί!
Πιο συγκεκριμένα ο ν. 4099/2012 προβλέπει:
Ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004.
α) Το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων, που έχει σχηματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 (Α’ 15) από τα αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης. Το ύψος της ενίσχυσης ανέρχεται στο ισόποσο του φόρου εισοδήματος από τον οποίο απαλλάχθηκε η επιχείρηση που προέβη στο σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με τους όρους των ως άνω διατάξεων.
β) Η ενίσχυση της περίπτωσης α’ κατά το μέρος που δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 3 της Απόφασης 2008/723/ΕΚ της Επιτροπής, ανακτάται από το Ελληνικό Δημόσιο με την έκδοση από τις αρμόδιες ΔΟΥ σχετικών φύλλων ελέγχου με τα οποία καταλογίζονται στις οικείες επιχειρήσεις το ποσό της ενίσχυσης και το ποσό των τόκων που οφείλονται με βάση τη μέθοδο ανατοκισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο V του Κανονισμού 794/2004/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 140, 30.4.2004), όπως έχει τροποποιηθεί από τον Κανονισμό 271/2008/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 82, 25.3.2008), για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό μέχρι του χρόνου πραγματικής ανάκτησης του συνολικού ποσού της ενίσχυσης. Το επιτόκιο που εφαρμόζεται είναι το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται, για κάθε ημερολογιακό έτος, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Δεν παραγράφηκαν!
Στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, που έκαναν χρήση των ευεργετικών επενδυτικών διατάξεων, πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή χρήση των αφορολόγητων αποθεματικών που σχημάτισαν. Σε πολλές εξ αυτών διαπιστώθηκε ότι, δεν πραγματοποίησαν επενδύσεις, αλλά χρησιμοποίησαν τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου προκειμένου να γλιτώσουν τη φορολόγηση του 35% των κερδών τους, για μια πενταετία και να… επενδύσουν σε άλλες δραστηριότητες.
Οι έλεγχοι ήταν χρονοβόροι και με συνεχείς προσφυγές παρατείνονταν η οριστικοποίησή τους και η επιστροφή των «κρατικών ενισχύσεων». Όμως πλέον, με άνωθεν εντολή, οι έλεγχοι τελειώνουν και καταλογίζονται τα πρόστιμα που εκκρεμούν πάνω από μια δεκαετία.
Τελευταίο οχυρό άμυνας των ελεγχόμενων ήταν η σμίκρυνση του χρόνου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων στην πενταετία, μετά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που εκδόθηκαν το 2017. Προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, επικαλούμενες μεταξύ των άλλων και την παραγραφή των υποθέσεών τους.
Η ΔΕΔ απάντησε, ξεκάθαρα, ότι δεν τίθεται θέμα παραγραφής, λόγω κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα το επίμαχο τμήμα της γνωμοδότησης της ΔΕΔ είναι το ακόλουθο:
«Επειδή ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης επικαλούμενος την παραγραφή του Δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου, ωστόσο ως ανωτέρω αναφέρθηκε, η Διοίκηση έχει υποχρέωση να επιδιώξει την ανάκτηση της παράνομης κρατικής ενισχύσεως «αμελλητί», συνεπώς η ανάκτηση των υπό κρίση κρατικών ενισχύσεων αποτελεί αναγκαστικό και άμεσο μέτρο που έχει λάβει η Διοίκηση στα πλαίσια της συμμόρφωσής της με την Απόφαση 2008/723/ΕΚ της 18ης Ιουλίου 2007 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (άρθρο 5 αυτής περί άμεσης εφαρμογής) , η οποία Απόφαση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.
Κατόπιν αυτών ο επικαλούμενος ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί μη δυνατότητας ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων λόγω της παραγραφής της υπό κρίση διαχειριστικής περιόδου, δεν μπορεί να γίνει δεκτός λόγω αναγκαστικής και άμεσης εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου».