Το σπίτι με τα βρύα, Αιγέως και Περγάμου γωνία

249

Κ​​άτω από την Αχαρνών, οι μεγάλες παράλληλοι, η Μιχαήλ Βόδα, η Αλκαμένους και η Αριστομένους, ώς τον Αγιο Παντελεήμονα, είναι σαν αστικά ποτάμια. Oπως τα αληθινά ποτάμια, έτσι και αυτά, φέρουν τα λείψανα περασμένων ζωών, τα ίχνη περαστικών διαβατών και τα ξέφτια περιστασιακών συναντήσεων. Σε αυτούς τους δρόμους νιώθω πως ανασκαλεύω έναν βυθό, σαν τον βυθό μιας θάλασσας όπου αναπαύονται όσα πετούν οι άνθρωποι από τα πλοία ή όσα παρασύρει ο άνεμος και το ρεύμα.

Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Υπάρχει ένα παλίμψηστο ανθρώπινου ίχνους. Και στην Αθήνα, σε λίγα σημεία, μπορεί να το νιώσει κανείς τόσο έντονα όσο στο υπογάστριο της Αχαρνών. Περπατούσα ανάκατα χωρίς σχέδιο, από την Αριστομένους προς τα πάνω, σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ, και ξαναέβλεπα όσα γνώριμα μου φανερώνονταν, κάθε φορά, όμως, με άλλη πατίνα, με άλλη αύρα και με διαφορετική αίσθηση του παρόντος. Αυτό το «παρόν» με βασάνιζε, καθώς γύρω μου περιστοιχιζόμουν από πολυκατοικίες μιας ορισμένης εμπειρίας, βουτηγμένες σε γκρίζες γάζες του χρόνου, σαν σε βάμμα φαρμακείου. Το χρώμα τους ήταν φαιόγκριζο, κατά τόπους υπόλευκο, ενίοτε πρασινωπό από μούχλα ή καστανό από την πολυκαιρία.

Ανάμεσα και σκόρπια σε αυτές τις πολυκατοικίες που έμοιαζαν με προϊστορικά ζώα, τα προπολεμικά σπίτια της γειτονιάς, μονώροφα ή δίπατα, έμοιαζαν τα περισσότερα ξεχασμένα. Ερχόμουν από μακριά και είχα περάσει πολλές καθέτους, την Προύσης, την Εϋνάρδου, την Κνίδου, τη Σελεύκου, την Παρασίου… Σαν μορφές, τα παλιά σπίτια τυλίγονταν σε βαθιά σιωπή. Κράτησα σαν εικόνα, και πάλι, το διώροφο της δεκαετίας του 1930, στην οδό Εϋνάρδου 33, αλλόκοτα μόνο, ένα γκροτέσκο όστρακο μιας άλλοτε μοντέρνας εποχής.


Στη γωνία Περγάμου και Αιγέως στέκει ό,τι απέμεινε από ένα διώροφο σπίτι. Κάτω από τη Μιχαήλ Βόδα.

Ολες αυτές οι προσόψεις συνέβαλαν σε μια εμπειρία που αθροιζόταν. Συχνά, μέσα από τις τεθλασμένες διαδρομές μου, έβγαινα στον πράσινο θόλο της Μιχαήλ Βόδα, ένα πυκνό δάσος ακακιών, μια αστική αλέα που κρύβει τον ήλιο και έτσι όπως φιλτράρεται και διαθλάται το φως νιώθεις στα όρια μιας ψευδαισθητικής εμπειρίας. Ισως ήταν ο καλύτερος προάγγελος, ένας θάλαμος προετοιμασίας για να συναντήσω το σπίτι στη γωνία της Περγάμου με την Αιγέως. Ηταν μισοκαλυμμένο από δένδρα, και σε ένα παράθυρο, μια φουντωτή νεραντζιά ανέβαινε ώς τα παντζούρια που ήταν βαμμένα ανοικτό πράσινο. Υπήρχε κάτι απόκοσμο όχι τόσο γιατί έλειπε ο πάνω όροφος, και έμεναν μόνο τα φουρούσια, μαρμάρινοι κιλλίβαντες, να στέκουν ορφανά χωρίς μπαλκόνι, όσο η επιδερμίδα του εξωτερικού τοίχου.

Ιδίως στην κόψη των δύο δρόμων, Αιγέως και Περγάμου, ο σοβάς ήταν σχεδόν πλήρως καλυμμένος από βρύα, και ένιωθα σαν να βρισκόμουν στην καρδιά ενός πυκνού δάσους, όπου οι μεγάλοι κορμοί ήταν ο καθένας χωριστά ένας ολόκληρος κόσμος.

Κοίταξα ολόγυρα και είδα τον κόσμο αμέριμνο. Στην άλλη γωνία, έστεκε ένα μονώροφο παλιό μαγαζί, βαμμένο και αυτό σε ένα λερωμένο πράσινο, αλλά μπροστά στο ακρωτηριασμένο σπίτι ο χρόνος κυλούσε με άλλο ρυθμό. Το πράσινο βελούδο πάνω στον τοίχο του σπιτιού θύμιζε ύφασμα αλλά περισσότερο έμοιαζε με «πράσινο χιόνι» όπως περιέγραφε ο Παύλος Νιρβάνας τα βρύα στα πυκνά δάση της Κεφαλονιάς, στο «Αγριολούλουδο». Παραδόξως, μου θύμισε εικόνες γκροτέσκας φαντασίας στα σπήλαια του Τομ Σόγιερ ή στον «Λαβύρινθο του Πάνα» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο. Ενα σπίτι με δύο πόρτες επί της οδού Περγάμου, με τρία παράθυρα επί της οδού Αιγέως, με δύο ακρωτηριασμένους εξώστες και με καταχωνιασμένα σε μια αυλή όλα τα υπολείμματα μιας άχρηστης καθημερινότητας. Η πρόσοψη, πράσινη από βελούδινη υγρασία, ήταν μια εικόνα ποίησης.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις