Σχέσεις εύκολες, σχέσεις βασανιστικές, σχέσεις αδιάφορες και σχέσεις που σε σημαδεύουν· δεν είναι εύκολο να τις βάλεις σε κουτάκια, είναι όμως απλό να τις χωρίσεις σε δύο κατηγορίες, σε αυτές που έχουν αρχή, μέση και τέλος και σ’ εκείνες που έχουν αρχή, μέση κι άπειρο.
Επειδή είναι εύκολο να χωρίσεις και να πάρει ο καθένας το δρόμο του, σιγά το πράγμα. Ψάχνει πάτημα η λογική σου να σε κάνει να φύγεις, σου δίνει ένα σωρό αιτίες, σου λέει πως δεν είναι ο κατάλληλος ή πως παραείναι ο κατάλληλος μα το timing δεν είναι σωστό· σου εξηγεί πως κάποιες διαφορές δε γεφυρώνονται, σου υπογραμμίζει πόσο σημαντικός είναι ο εγωισμός σου, βάζει στο παιχνίδι και λιγάκι απ’ τον περίγυρο να σιγοντάρει τα τρελά της και γίνεται το κακό.
Κι είναι η καημένη η καρδιά σου σε κάποιο ψυχικό μπουντρούμι φιμωμένη, να χτυπιέται πως τίποτα δεν τελείωσε ακόμα, πως όσα λέει η λογική είναι κρυόκ@λες μ@λακίες, πως πρέπει να σας δώσεις μια ακόμα ευκαιρία, πως θα σου αποδείξει ότι οι άνθρωποι που αγαπιούνται πραγματικά είναι αδύνατο να χωρίσουν επειδή απλά κάποια στιγμή το πρόσταξε το κεφάλι τους. Χτυπιέται, αλλά πού να την ακούσεις εκεί που την παραμέρισες;
Ξέρεις όμως εκείνη την αίσθηση, που σφίγγεται το στομάχι σου κάθε φορά που βλέπεις τον άλλον 4 εβδομάδες, 4 μήνες, 4 χρόνια ή 4 αιώνες μετά, ε; Καθόλου μην αναρωτιέσαι λοιπόν τι στο διάολο συμβαίνει, η καρδιά σου είναι που έχει ξαπλώσει κάτω και χτυπάει χέρια και πόδια στο πάτωμα λέγοντάς σου «Λίγο ακόμα σου είπα!». Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, να χαρείς, δε θα κερδίσεις κάτι, το πείσμα της είναι αγιάτρευτο όσο κι αν τάχα μου σε συνέτισε η λογική σου.
Επειδή δεν τελειώνουν ποτέ κάποιες σχέσεις, όσο κι αν τις βάλεις στον πάγο, όσος καιρός κι αν περάσει, με όσους άσχετους κι αν μπλέξει στο ενδιάμεσο είτε ο ένας είτε ο άλλος. Δεν περνάει ποτέ η ανακατωσούρα στο στομάχι όταν συναντιέστε τυχαία, ούτε μειώνεται η ταραχή στις κινήσεις σας όταν ο ένας είναι κοντά στον άλλο. Δε σταματάει να σας προδίδει το τρέμουλο στις φωνές σας όταν τα λέτε δήθεν τυπικά, δε φεύγει έτσι εύκολα από μέσα σου αυτό το «γιατί γίναμε έτσι, ρε γ@μώτο;» όταν κοιτάς τον άλλον στην άλλη άκρη του μαγαζιού· δεν το χωράει ποτέ η ψυχή σου πως είχες την ευτυχία στα χέρια σου και την άφησες να φύγει επειδή «έπρεπε».
«Έπρεπε». Τι μεγάλη χολέρα στον έpωτα αυτό το ρήμα, ε; Ιδίως αν σκεφτείς πόσες αγάπες έμειναν μισές εξαιτίας του. Έπρεπε να χωρίσετε επειδή δεν πήγαινε άλλο, επειδή δεν ταιριάζατε, επειδή τα άστρα και τα ζώδια σας έφερναν εμπόδια, επειδή σας πιπίλισαν τα μυαλά ξένοι άνθρωποι, επειδή δε ζούσατε το παραμύθι που βλέπατε στις ταινίες, μα αγνοούσατε μακάρια πως τα παραμυθένια εκείνα σκηνικά που έκαναν αυτό που ζούσατε να μοιάζει μισό ήταν αφενός αποτελέσματα πολλών «cut» κι αφετέρου μ@λακίες του Hollywood για να μας κάνουν να αισθανόμαστε πάντα πως κάτι λείπει, μέχρι να περάσει ο καιρός και να καταλάβεις λίγο άτσαλα πως τελικά δεν έλειπε τίποτα.
Έτσι λοιπόν έμεινε η ιστορία σας στη μέση· στη μέση, ναι, επειδή το τέλος είναι ξεκάθαρο όταν όντως έρχεται. Όταν κάτι τελειώνει δεν πιάνεται η ψυχή σου στη σκέψη του ανθρώπου που αγάπησες, δε χάνεις τον ύπνο σου όταν τον βλέπεις με άλλον, δεν υπάρχουν μέρη που δεν μπορείς να πας επειδή τα έχει στοιχειώσει εκείνος, ούτε σε αφήνει μισό κι ανικανοποίητο κάθε ανίκανος εpωτάκος στον οποίο μπλέκεσαι για να περνάει η ώρα. Όταν τελειώνει κάτι μέσα σου γίνεσαι αδιάφορος, μεγαλόψυχος και τα «να περνάς ωραία» σου έχουν όντως υπόσταση, δεν κρύβουν κατάρες.
Κι αν ο εγωισμός σας κρατάει δέσμιούς του και δε σας αφήνει να το ξαναπιάσετε από εκεί που το αφήσατε επειδή «πού να ξαναμπλέκουμε τώρα», ένα να θυμάσαι· η ζωή έχει την τάση να εκδικείται τις λιγόψυχες καρδιές, τις φέρνει αντιμέτωπες μετά από καιρό για να κόψει αντιδράσεις, ίσως και για να γελάσει, η ζωή τιμωρεί τους ανθρώπους στους οποίους χάρισε απλόχερα το σπανιότερο δώρο της, το αμοιβαίο, κι εκείνοι το πέταξαν στα σκουπίδια σε μια στιγμή ζόρικη.
Είναι χαιρέκακο το σύμπαν, είναι η αλήθεια, αλλά πάντα δίνει μία ακόμα ευκαιρία, ένα χέρι βοήθειας που θέλει είκοσι δευτερόλεπτα θάρρους για να το αρπάξεις και να πάρεις πίσω αυτά που έχασες επειδή ήσουν μ@λάκας κι ήταν για το ψυχιατρείο. Οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ είναι καταδικασμένοι να ξανασυναντηθούν, είτε για να βάλουν το τέλος τους όπως πρέπει, είτε επειδή η ζωή τους θέλει μαζί, να αναρωτιούνται ανάμεσα σε φιλιά χωρίς αύριο τι στο διάολο τους κρατούσε χώρια τόσο καιρό.
Όπως τ’ ακούς· είκοσι κ@λοδευτερόλεπτα θάρρους.
Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη