Σήμερα δεν υπάρχεις. Έχεις εξαφανιστεί, όπως συνήθιζες, με τον ίδιο τρόπο. Δεν είσαι στη ζωή μου και έχεις ξεχαστεί, ο κύκλος έκλεισε. Σήμερα όμως σε θυμήθηκα. Σε έφερα στο μυαλό μου, γύρισα το χρόνο εκεί. Τότε που έφυγες κι έμειναν μόνο ερωτηματικά.
Οι φίλοι μου, οι πιο απλοί γνωστοί γνωρίζουν την ιστορία μας χωρίς να ξέρουν βέβαια το τέλος. Αυτοί είναι που σε έφεραν στη σκέψη μου, ενώ είχες σταματήσει να έρχεσαι. Με ρωτούν τι έγινε με μας. Πού χάθηκες, πού πήγες, γιατί έφυγες έτσι. Ξαφνικά σιωπή. Τα μάτια μου γεμάτα απορία χαμένα στις εικόνες μας. Τι να απαντήσω; Τι να τους πω; Τι θα έπρεπε να τους πω;
Δεν ξέρω. Αυτή είναι η απάντησή μου. Η πιο ειλικρινής που έχω. Δεν υπάρχει λόγος και καμία δικαιολογία. Πέρασε ο καιρός κι ακόμα δεν ξέρω. Εσύ τι θα τους έλεγες; Σ’ εμένα δεν είπες ποτέ, ούτε εξήγησες τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν τόλμησες να μιλήσεις. Θέλει θάρρος, ξέρεις, να πεις τέλος κι ίσως να μην το εννοείς, να σ’ ενοχλεί που λες κάτι τέτοιο. Τέλος δεν υπήρχε. Δε γράφτηκε ούτε καν σε μήνυμα. Άλλο ένα αναπάντητο μήνυμα που έμεινε εκεί να το κοιτάμε. Η στιγμή που μένουν όλα αναπάντητα και χάνεσαι. Εσύ τι λες όταν σε ρωτούν για μας;
Στο δικό μου κόσμο μαθαίνω να παίρνω εξηγήσεις για καταστάσεις που αφορούν εμένα και τα συναισθήματά μου. Ποτέ δε μου είπες τι πραγματικά έγινε με μας τους δύο. Υποσχέσεις πολλές, λόγια αμέτρητα, μα εξήγηση καμιά. Δεν αδειάζεις τον άνθρωπό σου και τον κάνεις πέρα με το έτσι θέλω. Δεν είχα υπολογίσει να τελείωνε τόσο νωρίς, μ’ αυτόν τον τρόπο. Βασίστηκα σε σένα, δέθηκα μαζί σου και παρόλ’ αυτά εσύ με άφησες εδώ να ψάχνω όλα τα γιατί του κόσμου και να μην ξέρω αν έφταιξα.
Με ρωτούν μέχρι και τώρα. Μακάρι να γνώριζα την αιτία. Δεν έχω απαντήσεις, δεν αντιδρώ πλέον σε ό, τι αφορά το δικό μας θέμα. Έχω πάψει να σε δικαιολογώ στους φίλους μου, στον εαυτό μου. Κουράστηκα να περιμένω εκείνη την απάντηση και κυρίως, κουράστηκα να περιμένω εσένα. Έτσι είναι, όμως. Αφήνεσαι στο άτομό σου δείχνοντας αφοσίωση και πλήρη εμπιστοσύνη μην περιμένοντας την χειρότερη αντιμετώπιση, την άγνοια. Είναι δύσκολο να ακούς την αλήθεια, τη σκληρή αλήθεια από εκείνο το πρόσωπο. Δεν την άκουσα, δεν την είδα πουθενά. Μάλλον δεν μπόρεσες να με κοιτάξεις στα μάτια και να πεις ότι με αφήνεις για ακόμη μία φορά.
Αν ήθελες, θα ήσουν εδώ να μου εξηγείς γιατί έφυγες, γιατί δεν ξεστόμισες τη λέξη που τόσο σιχαίνομαι και στο εξής φοβάμαι. Πάντα γυρνούσες, μα αυτήν τη φορά έκανες πίσω. Δεν είπες τίποτα πάλι. Έρχεσαι και φεύγεις. Αυτό έχεις μάθει. Στα δύσκολα τα παρατούσες, εσύ ο δειλός. Εγώ δεν τα παρατάω, δεν αφήνω κάτι που θέλω πολύ. Ένιωσες ποτέ σου να σε εγκαταλείπουν, να μην εξηγούν και να γίνονται καπνός; Μάλλον όχι. Είναι ένας τρόπος να καταλάβεις πώς είναι να μην ξέρεις τι σου γίνεται.
Εγώ τώρα τι θα συνεχίσω να λέω; Γιατί να απαντώ; Αναρωτιούνται ακόμη οι ίδιοι μου οι φίλοι. Δεν ντρέπομαι για μένα, περισσότερο για σένα και για τα λόγια μου προς το πρόσωπό σου, που ακυρώνονται ξαφνικά.
Μην ξανάρθεις. Δε θέλω, δεν θα έχω τι να σου πω. Έχω πάψει να νιώθω για σένα και δεν ξέρω αν αξίζει να νιώθω έστω και το παραμικρό. Κι όταν σε πετύχω κάπου εκεί στους δρόμους μας τυχαία, μην αναρωτηθείς για ποιο λόγο δε σου μίλησα. Δε γυρνάω το βλέμμα μου στο παρελθόν. Το στρέφω στο παρόν μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου