Ο Βασίλης Κεκάτος με καταγωγή από την Κεφαλονιά είναι ένας από τους νέους δημιουργούς που αποδεικνύουν ότι το ελληνικό σινεμά έχει μέλλον. Οι διακρίσεις στη μικρού μήκους ταινία του: Zero Star Hotel και στο σενάριο του: The Silence of the Dying Fish αποτελούν ένα ακόμη βήμα για την αναγνώριση του εγχώριου σινεμά σε παγκόσμιο επίπεδο. Τι έχει να μας πει όμως και ο ίδιος όσον αφορά τις ταινίες του, αλλά και ποια είναι τα επόμενα σχέδιά του;
Η ταινία σας Zero Star Hotel κέρδισε στον διαγωνισμό «What’s Next?» του Sundance Film Festival, ενώ το σενάριο για το επόμενο φιλμ σας The Silence of The Dying Fish επιλέχθηκε στο European Short Pitch του 2017 που διοργανώνεται από τη NISI MASA. Θέλετε να μας μιλήσετε για τις ταινίες καθώς και για τις διακρίσεις τους;
Το Zero Star Hotel προέκυψε αφότου διάβασα τυχαία στο IndieWire για το διαγωνισμό «What’s Next?», μερικές μέρες πριν τη λήξη του. Ο μόνος πραγματοποιήσιμος στόχος, λόγω έλλειψης χρόνου και budget, θα ήταν να κάνουμε μια ταινία η οποία να γυρίζεται μέσα σε λίγες ώρες, σε ένα location, με δύο ηθοποιούς το πολύ και θεματικά να απαντάει στο ερώτημα του διαγωνισμού «τι έπεται;». Οι περιορισμοί δεν λειτούργησαν αποθαρρυντικά και το όλο εγχείρημα διήρκησε πέντε μέρες. Αρχικά, συνέγραψα το σενάριο με την Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, μετά από δύο μέρες πήγαμε για γύρισμα με τη βοήθεια πολλών καλών φίλων και συνεργατών και την πέμπτη μέρα είχαμε στα χέρια μας την ταινία, η οποία είναι μια ολιγόλεπτη κωμωδία, που αποπειράται να αποτελέσει μια σύγχρονη μεταφορά του αρχαίου μύθου για την κάθοδο των ψυχών στον Άδη.
Η ταινία εν τέλει κέρδισε στο διαγωνισμό κι έτσι τον Γενάρη θα έχω την τύχη να παρευρεθώ στο Sundance Film Festival για την προβολή της ταινίας και παράλληλα να παρακολουθήσω, μαζί με τους υπόλοιπους σκηνοθέτες που προκρίθηκαν, μια σειρά σεμιναρίων και δράσεων, τα οποία υπάγονται στο mentorship που θα μας παρέχει το Ινστιτούτο του Sundance, για ένα χρόνο.
Το The Silence of the Dying Fish (Η Σιγή των Ψαριών όταν Πεθαίνουν) είναι το σενάριο της τρίτης μου ταινίας μικρού μήκους. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία που διηγείται την ιστορία του Μάκη, ενός υπαλλήλου ιχθυοτροφείου, ο οποίος ένα πρωί καθοδόν για τη δουλειά του πληροφορείται πως έχει πεθάνει την προηγούμενη μέρα. Ύστερα από ορισμένες ανεπιτυχείς προσπάθειες που καταβάλλει, ώστε να πείσει το κοινωνικό και εργασιακό του περιβάλλον πως δεν είναι νεκρός, αποδέχεται με απόλυτη απάθεια τη μοίρα του και ξοδεύει την υπόλοιπη μέρα του προσπαθώντας να εξασφαλίσει την επιβίωση των δύο κατοικίδιων καναρινιών του, ώσπου να φτάσει η ώρα της κηδείας του.
Τα γυρίσματα της ταινίας θα γίνουν στο νησί μου, την Κεφαλονιά, το προσεχές φθινόπωρο, ενώ την παραγωγή έχει αναλάβει η Ελένη Κοσσυφίδου. Για την ώρα έχουμε ήδη εξασφαλίσει χρηματοδότηση από το πρόγραμμα Microfilm 2017 της ΕΡΤ, ενώ μέσω της συμμετοχής του project στο European Short Pitch 2017, ευελπιστούμε σε κάποια συμπαραγωγή με κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Κατά πόσο περιμένατε την αναγνώρισή των ταινιών; Η αναγνώριση μιας ταινίας δυστυχώς δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την αξία της. Πολλώ μάλλον στην περίπτωση ενός διαγωνισμού, όπου η πρόκριση του έργου σου απαιτεί συγχρόνως τη μην πρόκριση κάποιου άλλου έργου, κάλλιστα αντίστοιχης καλλιτεχνικής αξίας. Συνεπώς, το να μπαίνεις στη διαδικασία προβλέψεων, νομίζω πως είναι κάτι που μόνο δυσφορία μπορεί να σου προκαλέσει, οπότε προσωπικά προσπαθώ να το αποφεύγω. Το μόνο που στην ουσία με ενδιαφέρει είναι να είμαι ικανοποιημένος από τη δουλειά μου, γιατί αυτό είναι και το μόνο που μπορεί να με θωρακίσει, τόσο κατά τη διάρκεια της αναμονής όσο και ύστερα από την ανακοίνωση των όποιων αποτελεσμάτων.
Υπάρχει κάποιος/κάποια δημιουργός που πιστεύετε πως σας έχει επηρεάσει; Αν ναι, με ποιον τρόπο; Υπάρχουν πολλοί, και μεταξύ τους διαφορετικοί, σκηνοθέτες που με έχουν εμπνεύσει. Από τον Carlos Reygadas και τον Wong Kar Wai, μέχρι τον Nuri Bilge Ceylan και τον Apichatpong Weerasethakul. Αυτό όμως αφορά κυρίως στην αισθητική προσέγγιση και την κινηματογράφηση. Θεματικά, έχω επηρεαστεί περισσότερο από τη λογοτεχνία. Πιο συγκεκριμένα, από τον Αλμπέρ Καμύ και τον Φραντς Κάφκα. Ξέρω πως δεν διεκδικώ κάποια ειδική μνεία πρωτοτυπίας για αυτό, αλλά είναι η αλήθεια πως στα έργα αυτών των δύο χρωστάω την αγάπη μου για το παράλογο, που αποτελεί και τη ρίζα για ό,τι κι αν γράφω. Επίσης, ξεχωριστό ρόλο για τη διαμόρφωση της γραφής μου έχουν παίξει οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς, με βασικότερο τον Χουάν Ρούλφο και το μοναδικό του μυθιστόρημα Πέδρο Πάραμο, στις σελίδες του οποίου ανακάλυψα τη χρυσή τομή ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον υπερρεαλισμό, ή καλύτερα, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μαγεία.
Πώς θα σχολιάζατε το σύγχρονο ελληνικό σινεμά; Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά έχει μεγάλο μυαλό, αλλά μικρή καρδιά. Τι θέλω να πω; Ως επί τω πλείστον, οι αξιόλογες ελληνικές ταινίες, που συνήθως έχουν και την αντίστοιχη φεστιβαλική πορεία, είναι οριακά ιδιοφυείς, αλλά τους λείπει το συναίσθημα. To weird wave, για παράδειγμα, μας έδωσε αναμφισβήτητα ορισμένα διαμάντια. Λαμπερά μεν, σκληρά και απρόσιτα όμως για τον περισσότερο κόσμο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πραγματικούς πολύτιμους λίθους. Οι ταινίες αυτές, όσο ενδιαφέρουσες κι αν είναι, συνεχίζουν να μην αφορούν στο μέσο όρο των ανθρώπων, πολύ απλά γιατί δε μιλούν για εκείνον ή, για να το θέσω αλλιώς, δεν μιλούν με τρόπο με τον οποίο να μπορέσουν να απευθυνθούν και σε εκείνον. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, αυτού του είδους οι ταινίες, που κυριαρχούν στο στερέωμα, άνοιξαν με πάταγο τις πόρτες των διεθνών φεστιβάλ, αλλά έκλεισαν με ακόμη μεγαλύτερο πάταγο τις πόρτες των κινηματογράφων. Φυσικά, είναι στο χέρι των δημιουργών τους, όπως και ημών των νεώτερων κινηματογραφιστών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρέπει να αφαιρέσουμε την εγκεφαλικότητα από ό,τι φτιάχνουμε, να βρεθούμε με το σινεμά μας πιο κοντά στο μέσο άνθρωπο, για να μπορέσει να μας δει και να μας ακούσει καλύτερα.
Ποιες είναι οι επόμενες βλέψεις σας; Έχετε στα άμεσα σχέδιά σας κάποια καινούρια ταινία; Πέραν της πραγματοποίησης του The Silence of the Dying Fish, γράφω το σενάριο μιας ακόμη μικρού μήκους ταινίας, ενώ παράλληλα έχω αρχίσει να δουλεύω πάνω στο σενάριο της πρώτης μου μεγάλου μήκους ταινίας, η οποία θα είναι ακόμη μια μαύρη κωμωδία μαγικού ρεαλισμού, την οποία όμως αυτή τη φορά σκοπεύω να προσεγγίσω με λιγότερο κυνισμό και περισσότερη τρυφερότητα.