Βασιλιάς των Ελλήνων από το 1947 έως το 1964. Υπήρξε το πέμπτο μέλος της δυναστείας Σλέσβιχ – Χολστάιν – Σόντερμπουργκ – Γλίξμπουργκ, που ανέβηκε στον ελληνικό θρόνο από το 1863.
Ο Παύλος γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1901 και ήταν το τέταρτο παιδί του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και της πριγκίπισσας της Πρωσίας Σοφίας. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1921-1922) και με τον βαθμό του σημαιοφόρου υπηρέτησε στο καταδρομικό «Έλλη». Μετά την οριστική εκθρόνιση του πατέρα του (11 Σεπτεμβρίου 1922) ορίσθηκε διάδοχος του αδελφού του Γεωργίου Β’, αλλά λίγο αργότερα το Δεκέμβριο 1923 έφυγε μαζί του για το εξωτερικό, όπου τον βρήκε η ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (25 Μαρτίου 1924).
Στα χρόνια της εξορίας του, ο Παύλος έμεινε για λίγο στη Ρουμανία, έπειτα στην Αγγλία, όπου δούλεψε με ψευδώνυμο σε εργοστάσιο κατασκευής κινητήρων υδροπλάνου και υπηρέτησε στο βρετανικό βασιλικό ναυτικό. Το 1924 πήγε στις ΗΠΑ και για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα στη στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ και στη ναυτική ακαδημία της Αννάπολης.
Μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας το 1935 συνόδευσε τον βασιλιά αδελφό του Γεώργιο Β’ και ορίσθηκε και πάλι διάδοχός του. Στις 9 Ιανουαρίου 1938 νυμφεύθηκε στην Αθήνα την εξαδέλφη του πριγκίπισσα Φρειδερίκη του Αννοβέρου (1917-1981), ανιψιά του γερμανού αυτοκράτορα (Κάιζερ) Γουλιέλμου Β’, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά:
- Κωνσταντίνος (2 Ιουνίου 1940), βασιλιάς των Ελλήνων (1964-1967).
- Σοφία (2 Νοεμβρίου 1938), βασίλισσα της Ισπανίας.
- Ειρήνη (11 Απριλίου 1942), πριγκίπισσα της Ελλάδας και της Δανίας.
Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, έφυγε και εγκαταστάθηκε πρώτα στη Νότιο Αφρική και ύστερα στην Αίγυπτο. Στις αρχές του 1943 εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στην Ελλάδα και ενταχθεί στις δυνάμεις της Αντίστασης, αλλά το Συμμαχικό Αρχηγείο δεν συμφώνησε και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
Επέστρεψε μαζί με το Γεώργιο Β’ μετά το δημοψήφισμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1946 και στις 27 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου προβιβάστηκε σε υποναύαρχο, υποστράτηγο και υποπτέραρχο. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β’ την 1η Απριλίου 1947, ο Παύλος ορκίστηκε το βράδυ της ίδιας ημέρας βασιλιάς των Ελλήνων. Ήταν η εποχή του Εμφύλιου Πολέμου και του Δόγματος Τρούμαν. Ακολούθησε το Σχέδιο Μάρσαλ, η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και η έναρξη της επιρροής των ΗΠΑ στην Ελλάδα.
Η αντίθεση του Παλατιού, όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιξε η Φρειδερίκη, προς την αυξανόμενη δύναμη του αρχιστράτηγου και μετέπειτα πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου, τον έφερε πολλές φορές σε σύγκρουση με τον αμερικανό πρεσβευτή Πιουριφόι. Ο ίδιος ο Παύλος, όπως και οι προκάτοχοί του, ουδέποτε αποδέχθηκε τον συμβολικό ρόλο του τηρητή του Συντάγματος. Πολλές φορές προήδρευε υπουργικών συσκέψεων κι επέμενε να έχει λόγο σε θέματα, όπως η διάλυση της Βουλής και η σύνθεση των υπηρεσιακών κυβερνήσεων, που διενεργούσαν τις εκλογές.
Με το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου, διάδοχός του επιβάλλεται από τα Ανάκτορα ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, που ιδρύει την ΕΡΕ και κερδίζει τις εκλογές στις 27 Φεβρουαρίου 1956. Το 1963 ο Παύλος έρχεται σε σύγκρουση με τον Καραμανλή, με αφορμή το σχεδιαζόμενο ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στη Μεγάλη Βρετανία. Ο αρχηγός της ΕΡΕ παραιτείται και στη συνέχεια εγκαταλείπει την Ελλάδα, μετά την ήττα του από τον Γεώργιο Παπανδρέου στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 1963. Στις επαναληπτικές εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου θριαμβεύει και σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Από τις αρχές του 1964 η κατάσταση της υγείας του άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία. Η επίσημη πληροφόρηση ήταν ότι έπασχε από οσφυαλγία. Μετά, όμως, τις εκλογές αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ο Παύλος έπασχε από καρκίνο του στομάχου και η κατάσταση της υγείας του ήταν μη αναστρέψιμη. Αυτό πιστοποιήθηκε και από τους θεράποντες ιατρούς μετά την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια για την αντιστροφή της κατάστασης, η Φρειδερίκη έφερε από την Τήνο τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και την τοποθέτησε στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου βασιλιά (3 Μαρτίου).
Τελικά, ο Παύλος θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 4:12 το απόγευμα της 6ης Μαρτίου 1964 στο Ανάκτορο του Τατοΐου. Τρεις ώρες αργότερα, ο μοναχογιός του Κωνσταντίνος θα ορκιστεί βασιλιάς. Θα είναι και ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων.
Η κηδεία του τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια στις 12 Μαρτίου στη Μητρόπολη Αθηνών. Την παρακολούθησαν πολλοί εστεμμένοι, αρχηγοί και εκπρόσωποι κρατών και πλήθος κόσμου. Η ταφή του έγινε στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου.
Ο Παύλος ήταν γνωστός για τον απλό και καλοκάγαθο χαρακτήρα του, σε αντίθεση με τη πολυπράγμονα σύζυγό του. Έχοντας κατανοήσει απόλυτα την ψυχολογία του ελληνικού λαού και της ηγεσίας του, προσπάθησε να πετύχει συναινετικές πολιτικές. Ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος και χειριζόταν άπταιστα τέσσερις γλώσσες. Αισθανόταν ιδιαίτερη έλξη για τη θρησκεία και απέδιδε μεγάλη σημασία στο ότι ήταν ο μόνος Ορθόδοξος βασιλιάς που είχε απομείνει.