Αναδρομικά για… όλους προβλέπει, υπό συνθήκες, το σύστημα τριών ταχυτήτων που διαμορφώνεται για τους συνταξιούχους, από τις ρήτρες του νόμου Κατρούγκαλου που θα κριθούν από το ΣτΕ.
Οι τρεις κατηγορίες (ταχύτητες) διαχωρίζονται, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Εθνος», ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα των αναδρομικών και αφορούν, δυνητικά, όλους τους συνταξιούχους, είτε έχασαν μόνο τα δώρα είτε είχαν και περικοπές στις συντάξεις τους.
ADVERTISING
Βάσει των αναδρομικών που επιδικάζονται, τα ποσά (των αναδρομικών) μπορεί να αφορούν περίοδο από 10 μήνες (κατ’ ελάχιστον) έως και άνω των 48 μηνών (τεσσάρων ετών).
Οι περικοπές του 2012
Στο προσκήνιο βρίσκονται, σταθερά, τα κομμένα δώρα και οι περικοπές του 2012 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ΣτΕ το 2015.
Για τη διεκδίκηση των συγκεκριμένων αναδρομικών αναμένεται να διαδραματίσει καίριο ρόλο η επικείμενη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για τα δώρα των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων.
Οπως αναφέρει το «Εθνος», τα διοικητικά δικαστήρια της χώρας βρίσκονται εν αναμονή για την πολυθρύλητη απόφαση, που θα κρίνει την συνταγματικότητα της κατάργησης των δώρων ύψους 1.000 ευρώ ετησίως στους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους.
Ορισμένοι νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως η εν λόγω απόφαση δεν αποκλείεται να επηρεάσει και το έδαφος για τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων. Συγκλίνουσες νομικές απόψεις καταλήγουν πως αν το ΣτΕ «γκρεμίσει» την κατάργηση των δώρων και για τους εν ενεργεία, η πολιτεία μπορεί να συμμορφωθεί επαναφέροντας -για παράδειγμα- δώρα σε οποιοδήποτε ύψος σταθερού ποσού επιτρέπουν οι δημοσιονομικές συνθήκες.
Η απόφαση-βόμβα
Υπενθυμίζεται πως η απόφαση-βόμβα του ΣτΕ του Ιουνίου του 2015 για τους συνταξιούχους όριζε πως οι συνέπειές της άρχιζαν από τη στιγμή της έκδοσης και μετά, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Ακολούθως ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου, σε μια προσπάθεια να συμμορφωθεί το Ασφαλιστικό με το σκεπτικό της απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας.
Πάγια θέση του υπουργείου Εργασίας είναι πως για την περίοδο μετά το 2015 η κυβέρνηση συμμορφώθηκε με την απόφαση του ΣτΕ μέσα από τον νόμο Κατρούγκαλου, ο οποίος οδήγησε στον επανυπολογισμό όλων των παλαιών συντάξεων.
Τα αναδρομικά τριών ταχυτήτων
Το γεγονός πως υπάρχει νέος νόμος από το 2016 αλλάζει το τοπίο και δεν βοηθά τις σημερινές αγωγές να ευδοκιμήσουν.
Αυτό σημαίνει πως όσοι προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη μετά τον Ιούνιο του 2015, δεν δικαιούνται ποσά για την περίοδο 2013 – 2015 για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αλλά οι διεκδικήσεις που εγείρουν βρίσκονται σε «θολά νερά». Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Εθνους» οι διεκδικήσεις οριοθετούνται εντός των εξής τριών ταχυτήτων:
1. Συγκλίνουσες νομικές απόψεις καταλήγουν πως το πλέον βάσιμο χρονικό διάστημα εντός του οποίου εντοπίζεται έδαφος για τις όψιμες αξιώσεις είναι το 10μηνο Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016. Εκεί φαίνεται πως ανιχνεύεται το κυρίαρχο νομικό «κενό». Πρόκειται για το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ και την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016), το οποίο φαίνεται προς το παρόν ως η πλέον «ακάλυπτη» περίοδος. Αν και πρόκειται για μικρό χρονικό διάστημα, το δημοσιονομικό βάρος που απαιτεί είναι αρκετά σημαντικό. Μόνο γι’ αυτή την περίοδο, το κόστος των αναδρομικών για όλους τους συνταξιούχους υπολογίζεται από ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης στα 2,9 με 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,3 δισ. εκτιμάται πως αφορούν τις κύριες συντάξεις και τα 600 εκατ. τις επικουρικές.
2. Η δεύτερη νομική προσέγγιση ενοποιεί τον χρόνο από τον Ιούλιο του 2015 έως και τον Δεκέμβριο του 2018, επειδή οι αντισυνταγματικές περικοπές των νόμων 4051 και 4093 του 2012 συνέχιζαν να επιβάλλονται στις παλαιές συντάξεις μέχρι την «πρεμιέρα» του επανυπολογισμού τον περασμένο Γενάρη. Στο επίμαχο άρθρο 14 του νόμου Κατρούγκαλου, το οποίο ορίζει τη διαδικασία για τον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων με βάση το νέο ενιαίο σύστημα, υπάρχει ειδική ρήτρα, η οποία επιχειρεί να «καλύψει» νομικά την περίοδο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018. Ειδικότερα αναφέρεται πως «μέχρι την 31.12.2018 οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31η Δεκεμβρίου 2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις». Δηλαδή, με άλλα λόγια, η διάταξη ανατρέχει σε χρόνο πριν από την έκδοση της επίμαχης απόφασης-βόμβας του ΣτΕ (η απόφαση δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2015) ώστε να καλύψει τον χρόνο έως την ολοκλήρωση του επανυπολογισμού και την αναπροσαρμογή των συντάξεων από 1/1/2019 στη βάση του αθροίσματος Εθνική – Ανταποδοτική – Επιπλέον Ποσό. Δεν είναι καθαρό αν η συγκεκριμένη ρήτρα θα κριθεί τώρα από το ΣτΕ ώστε να φανεί το εύρος των διεκδικούμενων αναδρομικών. Η τροπολογία πάντως για τα αναδρομικά των συνταξιούχων ενστόλων που ψηφίστηκε αρχές Νοέμβρη αναφέρεται στην εν λόγω ρήτρα, λέγοντας πως ο νομοθέτης έλαβε ως σημείο αναφοράς τις συνταξιοδοτικές διατάξεις όπως ίσχυαν κατά τις 31/12/2014 αποκλείοντας εφεξής κάθε έμμεση τροποποίηση του ύψους του καταβαλλόμενου ποσού. «Η πρόβλεψη αυτή εξυπηρετεί πρωτίστως λόγους δημοσίου συμφέροντος, που συνίστανται στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος» αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας.
3. Η τρίτη νομική προσέγγιση υποστηρίζει πως τα ποσά των αντισυνταγματικών περικοπών έχουν «ενσωματωθεί» στον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς και γι’ αυτό τα διεκδικούμενα αναδρομικά μπορούν να μπουν και στο 2019. Η εν λόγω προσέγγιση υποστηρίζει πως το επιπλέον ποσό που δίνεται από 1/1/2019 ως προσωπική διαφορά θα έπρεπε να προκύψει από τη σύγκριση της νέας σύνταξης με την παλαιά πριν από τις περικοπές του 2012, οι οποίες κρίθηκαν το 2015 αντισυνταγματικές. Σε κάθε περίπτωση, ο μηχανισμός με τον οποίο επανυπολογίστηκαν οι παλαιές κύριες συντάξεις μένει να κριθεί ως προς τη συνταγματικότητά του από το ΣτΕ, όπως επίσης και ο τρόπος υπολογισμού των νέων συντάξεων, πάνω στον οποίο βασίζεται και ο επανυπολογισμός των παλαιών.
4,2 δισ. τον χρόνο ο λογαριασμός αν προστεθούν τα δώρα
Κατά το ίδιο δημοσίευμα, νομικοί κύκλοι επισημαίνουν πως οι επικείμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ για τη μεταρρύθμιση του 2016 μπορεί και να μην ξεκαθαρίζουν ευθέως το τοπίο για τα αναδρομικά. Κι ενώ το δικαστικό θρίλερ συνεχίζεται, τα στοιχεία που έρχονται στο φως για το θηριώδες κόστος των διεκδικούμενων αναδρομικών «δείχνουν» την καρδιά του προβλήματος. Αρκεί να αναφερθεί πως το μηνιαίο κόστος των διεκδικούμενων ποσών -εφόσον επιστρέφονταν σε όλους- φτάνει στα 175 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 2,1 δισ. τον χρόνο, κι αυτό μόνο από τις περικοπές του 2012, που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις (ν. 4051 και 4093).
Αν προστεθούν και τα δώρα που καταργήθηκαν εντελώς το 2012 (περικοπή που επίσης κρίθηκε αντισυνταγματική το 2015), τότε ο λογαριασμός φτάνει στο δυσθεώρητο ποσό των 4,2 δισ. τον χρόνο. Οι μεν περικοπές των συντάξεων αφορούν περίπου 1,2 εκατομμύρια συνταξιούχους, ενώ η κατάργηση των δώρων που είχαν διαμορφωθεί σε σταθερό ποσό 800 ευρώ ετησίως για όλους, αφορά τους πάντες, δηλαδή 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχους.
Ποιοι διεκδικούν τα δώρα των 800 ευρώ
Οσοι είχαν ήδη προσφύγει στη Δικαιοσύνη τον Ιούνιο του 2015, όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση-βόμβα του ΣτΕ, δικαιούνται, σύμφωνα με την τότε απόφαση, αναδρομικά από το 2013.
Εκτοτε ξεκίνησε σταδιακά μια ιστορία που έχει έντονα στοιχεία δικαστικού θρίλερ και απειλητικό παρασκήνιο δημοσιονομικής περιπέτειας…
Στην καρδιά των περικοπών του 2012 που κρίθηκαν το 2015 αντισυνταγματικές βρίσκεται η ολοκληρωτική κατάργηση του Δώρου Χριστουγέννων, του Δώρου Πάσχα και του επιδόματος αδείας.
Τα δώρα ωστόσο δεν δίνονταν το 2012 ολόκληρα, αλλά είχε προηγηθεί το πρώτο «ψαλίδι» του νόμου 3845 του 2010, το οποίο δεν έχει κριθεί αντισυνταγματικό και συνεπώς δεν μπορεί να ανατραπεί.
Το 2010 η 13η και η 14η σύνταξη περιορίστηκαν στα 800 ευρώ τον χρόνο για όλους (400 τα Χριστούγεννα, 200 το Πάσχα και 200 το καλοκαίρι), πλην των συνταξιούχων ΟΓΑ, ανεξάρτητα από το ύψος της σύνταξης.
Τότε τέθηκαν ηλικιακά και εισοδηματικά κριτήρια, ώστε να εισπράττουν τα «ψαλιδισμένα» δώρα μόνο όσοι συνταξιούχοι είναι άνω των 60 ετών και λαμβάνουν άθροισμα συνταξιοδοτικού εισοδήματος έως 2.500 ευρώ. Συνεπώς οι όποιες διεκδικήσεις δεν μπορούν να ανατρέξουν στο παλαιό καθεστώς αλλά στο καθεστώς του 2010.
Αυτοί που δεν δικαιούνται και δεν μπορούν να διεκδικήσουν καθόλου αναδρομικά είναι δύο κατηγορίες συνταξιούχων:
Συνταξιούχοι με άθροισμα εισοδήματος από κύριες, επικουρικές και μερίσματα κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά το 2012 και ταυτόχρονα κάτω των 60 ετών. Κατ’ αρχάς «κλειδί» είναι ο συνταξιούχος να ήταν κάτω των 60 το 2010. Προσοχή, αν η ηλικία των 60 ετών συμπληρώθηκε από το 2012 έως το 2016, τότε ενδέχεται να προκύψει δικαίωμα για την περίοδο από το 2015 και μετά, αλλά είναι κάτι που μένει να διευκρινιστεί.
Συνταξιούχοι με συνολικό μηνιαίο εισόδημα από συντάξεις (κύριες, επικουρικές, μερίσματα, προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, επίδομα απολύτου αναπηρίας αλλά και επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας υπολογιζόμενα σε 12μηνη βάση) από 2.500 ευρώ και πάνω.
Αναδρομικά: Διακόπτει την παραγραφή αξιώσεων η αίτηση σε ΕΦΚΑ & ΕΤΕΑΕΠ
Η υποβολή αίτησης προς τον ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ θεωρείται όχληση και διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων.
Συνεπώς είναι το εργαλείο που δίνει χρόνο στον συνταξιούχο να σταθµίσει όλες τις παραµέτρους για να οδηγηθεί στη σωστή απόφαση, δεδοµένου ότι δεν βρίσκονται ακόµη όλα τα «κλειδιά» πάνω στο τραπέζι. Στην ηλεκτρονική πλατφόρµα του ΕΦΚΑ έχουν υποβληθεί πάνω από 1,5 εκατ. αιτήσεις. Ορισµένοι νοµικοί υποστηρίζουν πως για να έχει η αίτηση διακοπτική ισχύ της παραγραφής, πρέπει να περιλαµβάνει αναλυτικά τα διεκδικούµενα ποσά. Οι αιτήσεις πάντως δεν είναι ένδικο µέσο και δεν γεννούν νοµική υποχρέωση επιστροφής ποσών.
Το εξάµηνο
Για τους συνταξιούχους η παραγραφή αξιώσεων είναι 5ετής. Με την υποβολή της αίτησης η παραγραφή διακόπτεται. Αν το Ταµείο δεν απαντήσει εντός 6µήνου, τεκµαίρεται σιωπηρή άρνηση της αξίωσης. Μετά το 6µηνο ξεκινά νέα 5ετία, εντός της οποίας ο συνταξιούχος µπορεί οποτεδήποτε να υποβάλει αγωγή στα διοικητικά δικαστήρια, διεκδικώντας τα ποσά που εµπίπτουν στην πρώτη 5ετία (την οποία διέκοψε µε την αίτησή του). Για τους συνταξιούχους του ∆ηµοσίου, υπάρχουν νοµικές απόψεις που τοποθετούν την παραγραφή στη 2ετία, δεδοµένου ότι για τους εν ενεργεία δηµοσίους υπαλλήλους η παραγραφή είναι 2ετής.