«Χαϊνί Ζορμπαλίκ» χαρακτήρισε η Υψηλή Πύλη τον ξεσηκωμό των Ελλήνων, «κακόπιστη αποστασία» δηλαδή, όπως περιγράφεται στα επίσημα έγγραφα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς δεν έμοιαζε και μεγάλη φοβέρα για τους Τούρκους.
Κι όμως, σύντομα οι αρχικές και απροσδόκητες επιτυχίες των ελλήνων επαναστατών θα θορυβούσαν τον σουλτάνο, ο οποίος ξαπέστειλε την άνοιξη του 1822 στη Στερεά Ελλάδα το πρώτο ουσιαστικά σημαντικό απόσπασμα για την καταστολή της εξέγερσης.
Επικεφαλής ήταν κάποιος Μαχμούτ Πασάς της Λάρισας, γνωστός και ως Δράμαλης. Γέννημα θρέμμα της Δράμας και ανδρείος πολεμιστής, όπως μας παραδίδεται, διακρίθηκε το 1820 στην πολιορκία εναντίον του Αλή Πασά και το 1821 έπληξε την εξέγερση των Αγράφων. Το 1822 τον βρήκε διοικητή της Λάρισας με τον βαθμό του σερασκέρη (ανώτατου στρατιωτικού αρχηγού), σωστός στρατηγός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με δυο λόγια.
Λένε πως κάλυπτε την έλλειψη στρατηγικού μυαλού με το θάρρος και την παλικαριά του, έτσι γενναίος καθώς ήταν. Τώρα είχε διαταγές να προετοιμάσει την εκστρατεία κατά των Ελλήνων της Ρούμελης και του Μοριά, όπου η επανάσταση των ραγιάδων σημείωνε επιτυχίες τη μία πίσω από την άλλη.
Οργάνωσε πράγματι μια φοβερή για τα δεδομένα του ελλαδικού χώρου στρατιά με 24.000 πολεμιστές (πάνω από 16.000 καβαλάρηδες), 6.000 συνοδούς, 30.000 μουλάρια και 500 καμήλες. Στο επιτελείο του φιγούραραν ακόμα και επιφανείς πολιτικοί και στρατιωτικοί της αυτοκρατορίας, τόσο σίγουροι ήταν για την επιτυχία. Μεταξύ αυτών, ακόμη και ο τέως μεγάλος βεζίρης, Αλή Τοπάλ Πασάς.
Η τρομερή δύναμη ξεκίνησε στα τέλη Ιουνίου του 1822 για να πνίξει στο αίμα τον ξεσηκωμό. Παρά την εύκολη προέλασή του, δεν υπολόγισε έναν βασικό παράγοντα: τον Γέρο του Μοριά! Και τη στρατιωτική του διάνοια. Ως τα τέλη Ιουλίου, όταν παγιδεύτηκε στα Δερβενάκια, η εκστρατεία του θα γινόταν το διαχρονικό συνώνυμο της καταστροφής. Ή της σφαγής, όπως την ονόμασαν οι επαναστάτες. Και το όνομα του αρχιστράτηγου πλέον Κολοκοτρώνη σύμβολο της αδούλωτης ψυχής του Ρωμιού.
Η Επανάσταση του 1821 είχε για άλλη μια φορά σωθεί. Πριν τη λαμπρή νίκη, ο Κολοκοτρώνης εμψύχωσε ως εξής τους άντρες του για να αντιμετωπίσουν τους απειράριθμους του Δράμαλη (όπως τα θυμόταν ο αγωνιστής Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»):
«Έλληνες, τους είπε, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας και για τη δική μας … Απόψε ήλθε στο όνειρο μου η τύχη της πατρίδας μας και μου είπε ότι θα πετύχουμε μεγαλύτερη νίκη από κάθε άλλη στο παρελθόν ή και στο μέλλον. Είμαι τόσο βέβαιος γι’ αυτό που λέω, που σας συμβουλεύω να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρουμε εκείνα των Τούρκων».
Λίγο αργότερα, η καταστροφή του Δράμαλη θα γινόταν δημοτικό τραγούδι: «Της Ρούμελης οι Μπέηδες και του Μωριά οι λεβέντες / Στο Ντερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια»…
Αρχές Ιουλίου του 1822 λοιπόν ένας νέος κίνδυνος εμφανίστηκε για το επαναστατικό κίνημα της 25ης Μαρτίου του 1821, η πρώτη μεγάλης κλίμακας οθωμανική στρατιά που κατευθυνόταν τάχιστα στη βασικότερη εστία, την Πελοπόννησο. Και πράγματι ο Δράμαλης έφτασε ως την ανατολική Στερεά Ελλάδα χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση.
Στις 6 Ιουλίου ήταν στρατοπεδευμένος στην Κόρινθο, τον πρώτο στόχο της εκστρατείας του, και σειρά είχαν μετά το Ναύπλιο, η Τριπολιτσά και κάθε επαναστατική σπίθα τελικά. Είχε ήδη κατακάψει τη Θήβα, παρακάμπτοντας στρατηγικά την Αθήνα, και τα νέα για τον ερχομό του προκαλούσαν τέτοιον τρόμο στους Έλληνες που κατέφευγαν μαζικά σε βουνά και λαγκάδια για να γλιτώσουν.
Ήταν σαφές πως δεν κανείς δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σε μάχη σώμα με σώμα. Το προσπάθησαν στα Γεράνια εξακόσιοι ατρόμητοι Έλληνες του Ρήγα Παλαμήδη και του Θανάση Δεληγιάννη, σε μια αναλογία 50 Τούρκων για έναν Έλληνα, εγκατέλειψαν όμως τις θέσεις τους πριν είναι αργά. Το ίδιο έγινε και στην Κόρινθο, οι κοτζαμπάσηδες παράτησαν άρον-άρον την Ακροκόρινθο και πίσω δεν κοίταξαν.
Πολύ εύκολα ήταν τα πράγματα για τον Δράμαλη, που καταλάμβανε τις θέσεις των επαναστατών χωρίς να ρίξει ούτε μία τουφεκιά. Κι αυτό θα ήταν τελικά το μεγάλο του λάθος. Στις 12 Ιουλίου μπήκε εξίσου ανενόχλητος στο Άργος, περνώντας από τα Δερβενάκια. Δεν το γνώριζε, είχε πέσει όμως στην παγίδα! Όλη η κοιλάδα της Αργολίδας και το Ανάπλι ήταν πιάτο στις ορέξεις του, συνεχίζοντας την επέλασή του αμαχητί.
Κι εδώ μπαίνει στην ιστορία μας ο Γέρος του Μοριά, ο οποίος βρισκόταν στην Πάτρα όταν ξεκίνησε τον Ιούνιο ο Δράμαλης από τη Λάρισα για την Πελοπόννησο. Και ήταν ο πρώτος που διείδε τον κίνδυνο που διαδραμάτιζε η στρατιά του για τον αγώνα. Έσπευσε λοιπόν στην Τρίπολη μέσα στη σύγχυση, σύγχυση που έγινε πανικός όταν μαθεύτηκε η λύση της πολιορκίας του Ναυπλίου.
Κυβέρνηση και βουλευτές αναχώρησαν πανικόβλητοι από το Άργος για τους Μύλους της Αργολίδας, στους οποίους τους πρόλαβε ο Κολοκοτρώνης. Μέσα στην ήδη εγκαθιδρυμένη δυσπιστία μεταξύ προκρίτων, μινίστρων και οπλαρχηγών, ήταν ο Γέρος αυτός που όρθωσε ανάστημα, παραμέρισε τις διαφορές του με τους Δεληγιάννηδες, αψήφησε τα κελεύσματα της κυβέρνησης αναφορικά με το ποιος θα στρατευθεί και κήρυξε ουσιαστικά λαϊκή πανστρατιά.
Στα απομνημονεύματά τους, οι οπλαρχηγοί μάς είπαν πως την έκρηξη εμφυλίου στις τάξεις των Ελλήνων την απέτρεψε μόνο η συνταρακτική είδηση της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Άνθρωποι της στιγμής, μέσα στον γενικευμένο τρόμο και την υποχώρηση, αναδεικνύονται δύο ηγετικές τελικά μορφές του Αγώνα: Κολοκοτρώνης και Υψηλάντης.
Αυτοί παίρνουν ουσιαστικά την παράτολμη απόφαση της άμεσης σύγκρουσης με τον Δράμαλη και προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες. Το σχέδιο του Γέρου, μετά την έγκρισή του από Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, προβλέπει αποκλεισμό όλων των διόδων και περασμάτων γύρω από το Άργος.
Την ώρα που ο Δράμαλης μπαίνει λοιπόν θριαμβευτής στο Άργος, δεν ξέρει πως έχει πέσει στην παγίδα του Κολοκοτρώνη: όλες οι διαβάσεις προς Κόρινθο έχουν αποκλειστεί από τους άντρες του Αντώνη Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα, του Νικηταρά κ.ά. και το μόνο που έχουν να κάνουν οι εξεγερμένοι είναι να περιμένουν.
Τα δαιμόνια μέσα που μεταχειρίστηκε ο στρατάρχης πια Κολοκοτρώνης για να μαζέψει αγωνιστές είναι θρυλικά εδώ. Πέρα από τους πύρινους λόγους του, επιστράτευε ένα σωρό οιωνούς (περιστέρια, κοράκια, ακόμα και αρνιά) που προφήτευαν υποτίθεται τη βέβαιη καταστροφή του Δράμαλη. Αποτέλεσμα; Άντρες έσπευδαν τώρα από παντού στον άτακτο ελληνικό στρατό και οι Μωραΐτισσες μάλιστα έφτασαν να κατσαδιάζουν τους άντρες τους «τρέξτε, γιατί αν δεν πάτε εσείς, θα πάμε εμείς»!
Και πάλι όμως ένα πρόβλημα επέμενε πιεστικότερο από ποτέ: πώς να αντιπαρατεθούν με έναν οργανωμένο στρατό 30.000 αντρών (και 6 κανόνια) μερικές χούφτες γεωργών και κτηνοτρόφων που είχαν ζωθεί τα όπλα παρασυρόμενοι από το πάθος τους για ελευθερία;
Οπλισμένοι κάποιοι με παλιά τουφέκια και σπαθιά και οι περισσότεροι με δρεπάνια, τσουγκράνες και μαχαίρια, κάπου 6.000 επαναστατημένοι τέθηκαν υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη και άλλοι 2.000 συγκεντρώθηκαν για να πάρουν εντολές από τους Υψηλάντη, Παπαφλέσσα και Νικηταρά.
Την ίδια ώρα, το πολυπληθές τουρκικό ασκέρι κατανάλωσε σε μια βδομάδα ό,τι δεν είχαν κάψει οι άντρες του Κολοκοτρώνη στην αργολική πεδιάδα και ο Δράμαλης δεν είχε τώρα παρά δύο επιλογές: ή να κινηθεί προς την Τρίπολη ή να οπισθοχωρήσει προς την Κόρινθο.
Το μεγαλείο του Κολοκοτρώνη ήταν να λάμψει για άλλη μια φορά. Βλέπετε ο οθωμανός πασάς ξαπέστειλε στον Κολοκοτρώνη τον γραμματικό του, κάποιον Παναγιώτη Μανούσο, απαιτώντας υποτίθεται την παράδοση των Ελλήνων. Μόνο που ο Μανούσος έπαθε ξαφνικά κρίση συνειδήσεως και παίρνοντας παράμερα τον Κολοκοτρώνη του εκμυστηρεύεται πως ο Δράμαλης είχε σκοπό να κινηθεί κατά Τρίπολη μεριά.
Θα την πάταγε όμως έτσι εύκολα ο Γέρος; Αφού του έδωσε συχαρίκια για τον πατριωτισμό του και τον έστειλε στην ευχή της Παναγίας, γύρισε στους Έλληνες και τους είπε να βαδίσουν κατά την Κόρινθο! Κατάλαβε πως ο Δράμαλης μπλόφαρε. Και τώρα είχε τον καιρό να στήσει την παγίδα του στην εντέλεια, παρά τις συνεχείς διαφωνίες των προκρίτων, διασκορπίζοντας 2.500 άντρες στο στενό πέρασμα μεταξύ Άργους και Κορίνθου, τα Δερβενάκια, με την αυστηρή υπόδειξη να μην πέσει τουφεκιά μέχρι να μπει και ο τελευταίος Τούρκος στα στενά.
Και στις 26 Ιουλίου 1822 ο πεινασμένος και ταλαιπωρημένος στρατός του Δράμαλη φάνηκε στα στενά. Έλληνας δεν φαινόταν πουθενά, κι έτσι ο βιαστικός πασάς, που αντιμετώπιζε οξύ επισιτιστικό πρόβλημα, όρμησε στα περάσματα. Το τουφεκίδι ήταν ανηλεές, σωστή σφαγή, και ο Δράμαλης διέταξε υποχώρηση, πέφτοντας πάνω στους Έλληνες του Νικηταρά και του Παπαφλέσσα που περίμεναν για να τους πετσοκόψουν.
Το μόνο φως για τη στρατιά του Δράμαλη ήταν ένα ακόμα πιο κακοτράχαλο πέρασμα, μια παράκαμψη που έμοιαζε αφύλακτη. Ο βαλής της Λάρισας διέταξε να πάνε από κει και ο Κολοκοτρώνης δεν θα μπορούσε να το είχε ονειρευτεί καλύτερο: έπεσαν πάνω στον Νικηταρά και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη, που αποτελείωσαν την καταστροφή. Ως το σούρουπο, περισσότεροι από 3.000 Τούρκοι ήταν νεκροί, μεταξύ αυτών και ο πάλαι ποτέ μεγάλος βεζίρης Τοπάλ Πασάς.
Ο Γέρος δεν θα σταματούσε όμως. Την επομένη, 27 Ιουλίου, διέταξε να αποκλειστούν τα στενά στο Αγιονόρι, απ’ όπου περνούσε ο δεύτερος και πιο κακοτράχαλος δρόμος για την Κόρινθο. Μάντεψε και πάλι σωστά, στις 28 Ιουλίου φάνηκαν οι Τούρκοι στην μπούκα των στενών.
Ακολούθησε και δεύτερη σφαγή, ως Μάχη του Αγιονορίου έμεινε γνωστή, με παρόμοιο τρόπο, και οι άντρες του Νικηταρά και του Νικήτα Φλέσσα (αδελφό του Παπαφλέσσα) έκαναν ξανά τη δουλειά τους. Ο Δράμαλης έφτασε τελικά στην Κόρινθο, το ασκέρι του δεν θύμιζε όμως σε τίποτα την παντοδύναμη στρατιά που είχε ξεκινήσει από τη Λάρισα. Μόνο που δεν θα κόπαζαν οι Έλληνες: τον περίμεναν ξανά, τον απέκλεισαν στην πόλη και σκότωσαν όσους είχαν γλιτώσει από τη διπλή σφαγή.
Αποκλεισμένος μέσα στην Κόρινθο και περικυκλωμένος από τους έλληνες επαναστάτες, ο Δράμαλης έμεινε αβοήθητος. Τρεις φορές αποπειράθηκε να διασπάσει τον καλοστημένο ελληνικό κλοιό (Αύγουστος και Σεπτέμβριος) με τα υπολείμματα της στρατιάς του και τρεις φορές απέτυχε. Τον Σεπτέμβριο έσπευσε σε βοήθειά του ο τουρκικός στόλος, αποκρούστηκε όμως με επιτυχία από το ελληνικό ναυτικό.
Έτσι πέθανε ο Δράμαλης στις 26 Οκτωβρίου 1822, παγιδευμένος στην Κόρινθο από παντού και με τον στρατό του να αποδεκατίζεται μάχη τη μάχη, μέρα τη μέρα. Οι επαναστάτες είπαν πως πέθανε από τη λύπη του, έτσι περήφανος καθώς ήταν, αλλά και από τον καημό του για τη νέα ελληνική πολιορκία του Ναυπλίου. Στην πραγματικότητα πέθανε από τον τύφο που είχε χτυπήσει το στράτευμά του. Ήταν 52 χρονών.
Όσο για την παντοδύναμη στρατιά του, ό,τι απόμενε τέλος πάντων, πέρασε τα πάνδεινα από την πείνα και τον κλεφτοπόλεμο των καπεταναίων και μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε με πλοία στην Πάτρα στις αρχές Νοεμβρίου. Δεν ήταν παρά 2-3 χιλιάδες. Ο Κολοκοτρώνης, εμπνευστής, σχεδιαστής και πρωτεργάτης του θριάμβου, αναδείχθηκε δικαιολογημένα σε ηγετική στρατιωτική μορφή.
«Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου, να πας τα χαιρετίσματα ’ς του Δράμαλη τη μάνα / Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες, ‘ς το Δερβενάκι κείτονται, ’ς το χώμα ξαπλωμένοι / Στρώμά ’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη», τραγούδησε ο λαός την πανωλεθρία του Δράμαλη.
Στις στενωπούς των Δερβενακίων γράφτηκε μια από τις πρώτες και λαμπρότερες πολεμικές σελίδες του Αγώνα. Ένα έπος που διασφάλισε πως ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας παραήταν ιερός για να πεθάνει. Η Επανάσταση του 1821 όχι μόνο είχε σωθεί, αλλά πλέον είχε αποκτήσει και ισχυρό λαϊκό έρεισμα…