- Η σορός του είναι τυλιγμένη με τη σημαία του Παναθηναϊκού – Παρών ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός – Χειροκρότησαν τον Σπανούλη: Ήταν τιμή μου που τον γνώρισα – Ομπράντοβιτς: Θα είναι πάντα στην καρδιά μας – «Θανάση σ΄αγαπάμε ποτέ δεν σε ξεχνάμε» φώναζαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού
Σε κλίμα συγκίνησης αποχαιρετούν σήμερα τον Θανάση Γιαννακόπουλο οπαδοί του Παναθηναϊκού, συνεργάτες του, συγγενείς και φίλοι καθώς η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα από τις 8:30 το πρωί στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Παρόντες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, παίχτες του Παναθηναϊκού από τις ομάδες μπάσκετ και βόλεϊ, παλαίμαχοι παίχτες των «πρασίνων» ενώ οι συγκεντρωμένοι οπαδοί του Παναθηναϊκού λίγο πριν να ξεκινήσει η κηδεία άρχισαν να φωνάζουν το σύνθημα: «ΠΑΟ θρησκεια θύρα 13/ Θανάση σ’ αγάπαμε ποτέ δεν σε ξεχνάμε/ατόφιος μάγκας ο πιο ρομαντικος/Θανάσης Γιαννακόπουλος Παναθηναϊκός»
Λίγο πριν τη 1 μετά το μεσημέρι το φέρετρο με τη σορό του Θανάση Γιαννακόπουλο μεταφέρθηκε στην Μητρόπολη όπου θα ψαλεί η εξόδιος ακολουθία.
Στην Μητρόπολη βρίσκονται η κόρη του Θανάση Γιαννακόπουλου, Κατερίνα, ο ανηψιός του Δημήτρης Γιαννακόπουλος και άλλοι συγγενείς.
Στη Μητρόπολη μετέβη λίγο μετά τη 1:30 και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος ενώ λίγη ώρα αργότερα έφτασε και ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.
Ξεχωριστές ήταν οι στιγμές που στο χώρο έφτασε ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Βασίλης Σπανούλης αλλά και ο Δημήτρης Διαμαντίδης.
Ο αρχηγός του Ολυμπιακού έγινε δεκτός με χειροκροτήματα από τους ανθρώπους που περίμεναν στην ουρά για να αποχαιρετήσουν τον «τυφώνα», όπως ήταν το παρατσούκλι του Θανάση Γιαννακόπουλου.
Θερμό ήταν το χειροκρότημα των παριστάμενων και για τον πρώην αρχηγό του Παναθηναϊκού, Δημήτρη Διαμαντίδη.
Από την πλευρά του ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο οποίος είχε δώσει το «παρών» και στο αντίο στον Παύλο Γιαννακόπουλο έκανε λόγο για «μία δύσκολη στιγμή για τον Παναθηναϊκό και το ελληνικό μπάσκετ». «Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος ήταν μία τεράστια προσωπικότητα του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αυτός και τα αδέλφια του μας έμαθαν να αγαπάμε την ομάδα μας, χωρίς να μισούμε τον αντίπαλο. Ο Παναθηναϊκός είναι μία μεγάλη ομάδα με τεράστια ιστορία και θα συνεχίσει την πορεία του παρά την απώλεια των τριών αδελφών που τον έφεραν στην κορυφή. Μπορεί τα τρία αδέλφια να μην είναι ανάμεσά μας, αλλά θα είναι για πάντα στην καρδιά μας» πρόσθεσε ο Σέρβος προποπονητής.
Στις δικές του δηλώσεις ο Βασίλης Σπανούλης επισήμανε ότι «ποτέ δεν χάλασαν οι σχέσεις μας» χαρακτηρίζοντας τον Θανάση Γιαννακόπουλο ως «εξαιρετικό άνθρωπο και εξαιρετικό παράγοντα που βοήθησε τα μέγιστα το ελληνικό μπάσκετ».
«Αγαπούσε παθολογικά αυτο που έκανε και είχε μόνο φίλους. Ήταν τιμή μου που γνώρισα τον κύριο Θανάση και θέλω να πω τα βαθιά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του. Ποτέ δεν χάλασαν οι σχέσεις μας. Πάντα υπήρχε μια ιδιαίτερη αγάπη στο πρόσωπό μου από εκείνον και ένας τεράστιος σεβασμός από μένα προς το μέρος του. Αυτό έμεινε για πάντα μεταξύ μας και δεν θα αλλάξει ποτέ» συμπλήρωσε ο αρχηγός του Ολυμπιακού.
Παρόντες για το τελευταίο αντίο στον Θανάση Γιαννακόπουλο ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, Άδωνις Γεωργιάδης, ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Βασιλειάδης, ο Βασίλης Κικίλιας, ο Κώστης Μπακογιάννης, όλη η ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού, οι πρώην προπονητές της ομάδας Αργύρης Πεδουλάκης και Τσάβι Πασκουάλ, ο προπονητής της ΤΣΣΚΑ Δημήτρης Ιτούδης. ο πρόεδρος της ΕΟΚ, Γιώργος Βασιλακόπουλος, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο Δημήτρης Μελισσανίδης, ο Δημήτρης Σαραβάκος, ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα, ο δικηγόρος Μιχάλης Δημητρακόπουλος, η ομάδα βόλεϊ του Παναθηναϊκού, ο Παναγιώτης Γιαννάκης κ.α.
Μάγκας, ατόφιος, ο πιο ρομαντικός…
Παντού όπου χτυπούσε η καρδιά του Τριφυλλιού ήταν παρών. Στις κερκίδες, στον αγωνιστικό χώρο, στα αποδυτήρια, στο φουαγιέ του γηπέδου, στα γραφεία, στις εκδηλώσεις του συλλόγου. Ζωντανό και αφοσιωμένο κομμάτι της ιστορίας της ομάδας, άρρηκτα συνδεδεμένος μαζί της, χειμαρρώδης, αυθόρμητος, μαχητικός, αλλά και γαλαντόμος, βρισκόταν πάντα δίπλα στον λαό των οπαδών της. «Είμαι ο Θανάσης. Είμαι ένας από εσάς», τους έλεγε οικείος και πρόσχαρος. Και αυτοί μοιράζονταν με τον «Τυφώνα», όπως τον αποκαλούσαν για τα εκρηκτικά ξεσπάσματά του, ενέργεια, συναίσθημα, γλυκό πάθος και εύθυμη τρέλα. Για τον κόσμο του Παναθηναϊκού συμβόλιζε με σεβασμό και περηφάνια τον αδάμαστο υπερασπιστή του πράσινου λάβαρου της ομάδας. Της ίδιας σημαίας που είχε παρακαλέσει, βαθιά συγκινημένος και με ραγισμένη φωνή, να θαφτεί μαζί της όταν πεθάνει.
Ούτε δύο μήνες πριν, στις 18 Ιανουαρίου, οι φίλαθλοι της ομάδας δέχτηκαν αναπάντεχα τα κακά μαντάτα. Στη συνέντευξη Τύπου στο Κάουνας, μετά το τέλος του ευρωπαϊκού παιχνιδιού ανάμεσα στη Ζαλγκίρις και τους πρωταθλητές Ελλάδας, ο προπονητής της λιθουανικής ομάδας και παλιά δόξα του μπασκετικού Παναθηναϊκού Σάρας Γιασικεβίτσιους αποκάλυπτε άθελά του τη μεγάλη περιπέτεια υγείας που περνούσε εκείνες τις ώρες ο Θανάσης Γιαννακόπουλος. Οι αμήχανοι οπαδοί του Τριφυλλιού μετά το απροσδόκητο πρώτο σοκ έμοιαζαν απαρηγόρητοι. Δεν χωρούσε στο μυαλό τους ότι σε λιγότερο από δέκα μήνες, αφότου έφυγαν οριστικά από τον μάταιο τούτο κόσμο μόλις σε 40 μέρες ο Κώστας και ο Παύλος Γιαννακόπουλος, κινδύνευε να κοπεί το νήμα της ζωής και του τελευταίου εν ζωή αδελφού τους, του Θανάση. Αλλοι πάντως, φαν της ομάδας, δεν πίστευαν καν ότι διατρέχει κίνδυνο, καθώς όσοι γνώριζαν την κατάσταση της υγείας του είχαν σιωπήσει σεβόμενοι τις επιθυμίες της οικογένειάς του. Αλλωστε, μόλις έναν μήνα πριν, στα μέσα Δεκεμβρίου του 2018, τον είχαν δει ακμαίο και ανθεκτικό, παρά τα 88 του χρόνια, στο παιχνίδι με την Νταρουσάφακα στο ΟΑΚΑ να φτάνει έξαλλος με την εικόνα της ομάδας ως τον πάγκο, κάνοντας έντονες συστάσεις για αγωνιστική συμμόρφωση προς τον πρόεδρο της ΚΑΕ Μάνο Παπαδόπουλο, αγνοώντας τον προπονητή Τσάβι Πασκουάλ. Ηταν μια από τις γνωστές παρορμητικές εφόδους του ιστορικού «πράσινου» παράγοντα οι οποίες δεν προμήνυαν τίποτε από όσα θλιβερά θα ακολουθούσαν σύντομα. Δυστυχώς η πικρή αλήθεια ήταν αμείλικτη. Ο δικός τους άνθρωπος -τον οποίο φίλοι και αντίπαλοι αποκαλούσαν σκέτα με το μικρό του όνομα λόγω του ήθους, της απλόχερης δοτικότητας και του σχεδόν παιδικού ενθουσιασμού του- τραβούσε καταβεβλημένος χοντρά ζόρια. Είχε υποστεί καρδιακό και εγκεφαλικό επεισόδιο το απόγευμα της Τετάρτης 16 Ιανουαρίου και είχε διακομιστεί εσπευσμένα στη μονάδα εντατικής θεραπείας του ιδιωτικού νοσοκομείου «Υγεία». Πάλεψε γενναία για δύο μήνες έως ότου διαπιστώθηκε ότι η κατάστασή του ήταν απολύτως μη αναστρέψιμη. Εκλεισε διά παντός τα μάτια του το ξημέρωμα της περασμένης Τρίτης αφήνοντας, ως ο τελευταίος ρομαντικός παράγοντας, δυσαναπλήρωτο κενό στον ομαδικό αθλητισμό.
Αιώνια πίστη στο Τριφύλλι
Και ποιος δεν γνώριζε τη μικρόσωμη, αεικίνητη και νευρώδη φιγούρα του Σπαρτιάτη, με καταγωγή από τη Σελλασία Λακωνίας, Θανάση Γιαννακόπουλου… Πανταχού παρούσα επί δεκαετίες στο κλειστό και στο ανοιχτό του ΟΑΚΑ, στον «Τάφο του Ινδού» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο Κλειστό Γυμναστήριο Γλυφάδας, στις ευρωπαϊκές μπασκετικές αρένες. Θεωρούσε ασύλληπτο να μη δώσει το «παρών» στα ματς της ομάδας, καθώς, όπως είχε εξομολογηθεί δημοσίως, «το να μην πάω στο γήπεδο όταν παίζει ο Παναθηναϊκός είναι σαν να λείψει ο παπάς από την κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία». Δεν ήταν αυτο-εγκωμιασμός, αλλά δήλωση αιώνιας πίστης.
Εξίσου ανοιχτή, οικεία και διαθέσιμη ήταν η παρουσία του άλλα τόσα χρόνια στα παλιά γραφεία, στα 60s, της ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ (Φάρμακα Γιαννακόπουλου), στην οδό Σωκράτους, κατόπιν στην έδρα της ΒΙΑΝΕΞ στον πύργο «Atrina» της λεωφόρου Κηφισίας και τέλος στις εγκαταστάσεις της φαρμακοβιομηχανίας στη Βαρυμπόμπη. Πάντα ο ίδιος άνθρωπος με την ίδια εγκαρδιότητα στην ίδια διαδρομή: σπίτι, δουλειά, Παναθηναϊκός και τούμπαλιν. Ευθύς, δεκτικά προσιτός και απροκάλυπτα εκδηλωτικός, ξεκαθάριζε ότι αυτός και τα αδέλφια του, μέλη μιας πολύ σφιχτά δεμένης οικογένειας, απέφευγαν τις χλιδάτες κοσμικότητες, δεν είχαν πολυτελή ψυχαγωγικά πάρεργα, ούτε διήγαν μεγάλη ζωή. Το μόνο χόμπι τους ήταν ο Παναθηναϊκός. Ηταν τόσο συνεπαρμένοι και αφοσιωμένοι στην ομάδα, που όταν κέρδιζε φωταγωγούσαν μέχρι και την ταράτσα της πολυκατοικίας που διέμεναν στα 70s επί της οδού Μάρνη κοντά στο Μουσείο. Αντίθετα, όταν έχανε, περίπου με την απελπισία του πιστού στρατιώτη του οποίου η διμοιρία ηττήθηκε απρόσμενα στη μάχη, δεν άναβαν ούτε το κοινόχρηστο φως στις σκάλες. Παρέδιδαν μελαγχολικά όλο το σπίτι στο σκοτάδι που βάραινε. Ως την επόμενη, φυσικά, ολόλαμπρη νίκη. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν μετακόμισαν στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς, το παιχνίδι ενθουσιασμού – απόγνωσης διά του αναβοσβησίματος των φώτων περιορίστηκε, αλλά η λατρεία και η προσήλωσή τους στην ομάδα συνέχισαν να μη γνωρίζουν όρια. Σε αυτή τη δεύτερη οικογένειά τους είχαν αφιερώσει την καρδιά τους. Με τον Θανάση να στήνει μονίμως συζητήσεις για τον Παναθηναϊκό με φίλους, αντιπάλους ή αδιάφορους για τα αθλητικά, όπου κι αν βρισκόταν. Χιουμορίστας, επιρρεπής στις πλάκες και ανεκτικός στην καζούρα την οποία επεδίωκε ώστε να την ανταποδώσει, γινόταν άμεσα επίκεντρο κάθε φίλαθλης παρέας.
«Δεν φοβήθηκα ποτέ»
Στις καλοκαιρινές διακοπές, που τις περνούσε με τη σύζυγο του Ιωάννα και τη μονάκριβη κόρη του Κατερίνα -που του χάρισε την εγγονή του, τη μικρή Ιωάννα- παλιότερα στην Κυλλήνη και κατόπιν στο Νυδρί της Λευκάδας, σχεδόν ξημεροβραδιαζόταν σε ατελείωτες κουβέντες με τους παραθεριστές. Δίχως καμία προστασία ή σωματοφύλακες, ολόκληρος μεγαλοβιομήχανος άραζε στην παραλία με ένα πακέτο εφημερίδων ασφαλής, αφού, όπως είχε δηλώσει: «Δεν φοβήθηκα ποτέ γιατί μια ζωή προσπαθώ να κάνω μόνο φίλους. Μπράβους έχουν εκείνοι που τους έχουν ανάγκη. Εμείς, ως οικογένεια, δεν τους έχουμε». Απλός, άνετος και φιλικός, φορώντας ένα παρδαλό μακό μπλουζάκι και βερμούδα, ξεδίπλωνε τις αναμνήσεις του σε όσους τον πλησίαζαν. Για το πώς ήρθαν ο Νίκος Γκάλης, ο Παναγιώτης Γιαννάκης και ο Φάνης Χριστοδούλου, ο Δημήτρης Σπανούλης, ο Δημήτρης Διαμαντίδης και ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο Ντίνο Ράτζα και ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα στον Παναθηναϊκό. Να μην ξεχάσω τον Ζέλικο Ρέμπρατσα και τον Μπάιρον Σκοτ που έγινε προπονητής στους Λέικερς. Και δώσ’ του οι διηγήσεις για το πώς στράβωσε η μεταγραφή του Αρβιντας Σαμπόνις, τον οποίο είχε κλείσει ο Παύλος επί κόουτς Κώστα Πολίτη. Πώς η θανάσιμη τραγωδία του Ντράζεν Πέτροβιτς στην άσφαλτο και το τραγικό τέλος του «Μότσαρτ του ευρωπαϊκού μπάσκετ» γκρέμισε τα όνειρα της ομάδας να τον εντάξει στο ρόστερ της, δεδομένου ότι είχαν συμφωνήσει σε όλα μαζί του, αν και δεν είχαν πέσει οι οριστικές υπογραφές. Πώς ακόμη δεν κάθισε στον πάγκο της ομάδας ο Γιάννης Ιωαννίδης, τον οποίο ο ίδιος είχε προσεγγίσει και ήθελε διακαώς, αλλά αρνούνταν κατηγορηματικά ο μεγαλύτερος αδελφός του. Και βέβαια από τις παραστατικές αφηγήσεις του δεν απουσίαζε η ιστορική άφιξη του Ντομινίκ Γουίλκινς στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, το καλοκαίρι του 1995. Τότε που μέσα στον γενικό χαμό οι οπαδοί της ομάδας χοροπηδούσαν πάνω στη Mercedes που μετέφερε τον παίκτη και οδηγούσε ο ίδιος ο Θανάσης. Από σεμνότητα στην περιστασιακή θερινή ομήγυρη δεν ανέφερε ότι κρατώντας γερά το τιμόνι παρότρυνε μέσα στον πανικό τους φιλάθλους: «Σπάστε το αυτοκίνητο, δεν με πειράζει, αυτή η ημέρα είναι δική σας».
80 χρόνια στις κερκίδες
Χωρίς καυχησιές και περιαυτολογίες περιέγραφε περιστατικά από ιστορίες ικανές να γεμίσουν αμέτρητες σελίδες και σκληρούς ψηφιακούς δίσκους τεράστιας χωρητικότητας. Σαν αυτή του τελικού με τη Μακάμπι στο Final Four του Απριλίου του 2000 στη Θεσσαλονίκη, όταν η διοργανώτρια αρχή δεν είχε προβλέψει θέση για τον ίδιο. Πλήρωσε, τότε, 300.000 δραχμές για τρία εισιτήρια από κάτι Τούρκους της Εφές Πίλσεν, που έχασε στον ημιτελικό. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι έγινε τότε στην Πυλαία. Καθόμουν εγώ στην 28η σειρά και η Μαρινέλλα πρώτο τραπέζι πίστα». Μετά από τρανταχτά γέλια, αφού πλήρωνε στο φινάλε τον λογαριασμό όλης της παρέας στην παραλία, έβαζε τα γυαλιά του με τον χρυσό συρμάτινο σκελετό, έμπαινε με τις σαγιονάρες στην Jaguar και οδηγούσε ως το ξενοδοχείο. Με την προσμονή να τελειώσουν επιτέλους οι διακοπές, για να ξαναγυρίσει με λαχτάρα στα γήπεδα. Με παρκέ, γκαζόν ή πλαστικό αγωνιστικό χώρο, αδιάφορο. Εξάλλου, από τις κερκίδες τους δεν έλειψε επί σχεδόν 80 χρόνια. «Επειδή ήμουν αριστούχος μαθητής αλλά και δούλευα ως πιτσιρικάς στο μαγαζί», διηγούνταν αφοπλιστικά, «το μόνο που ζητούσα από τον πατέρα μας ήταν να πάω γήπεδο. Μου έδινε, λοιπόν, ένα ταλιράκι, έπαιρνα μια γκαζόζα, ένα κουλούρι και δέκα καραμέλες Τσάρλεστον και με τα ρέστα πήγαινα στους όρθιους της κερκίδας με 2,5 δραχμές».
Από εκείνο το μηδαμινό ποσό για εισιτήριο, το ξεχασμένο πλέον φτηνό «φοράκι», έως τον πακτωλό των χρημάτων που διέθεσε απλόχερα η οικογένεια Γιαννακόπουλου στην ομάδα του μπάσκετ του Τριφυλλιού υπάρχει αστρονομικό χάος. Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ αμελητέα και η συνδρομή της στα υπόλοιπα τμήματα του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού στον οποίο τόσο ο Παύλος όσο και ο Θανάσης διετέλεσαν πρόεδροι. Η μεγάλη καψούρα και των δύο όμως ήταν το ποδόσφαιρο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, που μπλέχτηκαν οικειοθελώς με το μικρόβιο του παραγοντισμού στην αγαπημένη τους ομάδα, υπήρξαν βασικοί οικονομικοί αιμοδότες της ομάδας πριν αυτή γίνει ΠΑΕ. Στο διοικητικό ρεφενέ εκείνης της προ επαγγελματισμού εποχής τα επιτυχημένα οικονομικά πλέον αδέλφια πρωτοστατούσαν βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη. Μαζί με τον Απόστολο Νικολαΐδη, τον ανιψιό του Τζακ Νικολαΐδη, τον Μάνο Μαυροκουκουλάκη, τον Αντώνη Μαντζεβελάκη και τον Αχιλλέα Μακρόπουλο, οι φουριόζοι Παύλος και Θανάσης τσόνταραν αφειδώς. Με δικές τους πυρετώδεις πρωτοβουλίες, όπως λέγεται, τα έσκασαν χοντρά για να κλείσουν και να φέρουν τον Χρήστο Τερζανίδη από τον ΠΑΟΚ και τον Οσκαρ Αλβάρες από τον ΠΑΣ Γιάννινα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Είναι επίσης εξακριβωμένο ότι οι δυο τους έδωσαν περισσότερα από τα μισά χρήματα που δαπάνησε συνολικά η ομάδα για να ντύσει στα πράσινα το καλοκαίρι του 1978 τον τότε παίκτη-σύμβολο του Ολυμπιακού Γιώργο Δεληκάρη. Φημολογείται ακόμη ότι εκείνα τα φεγγάρια μόνος του ο φλογερά ενθουσιώδης Θανάσης διαπραγματεύτηκε και πλήρωσε από την τσέπη του τη μεταγραφή του Αργεντινού Αρτέμιο Γκραμάχο από τη Ροσάριο Σεντράλ στον Παναθηναϊκό. Αθεράπευτα αισιόδοξος, διαρκώς ατόφιος μάγκας και ο πιο ρομαντικός, όπως ακριβώς έλεγε το σύνθημα που δονούσε την ατμόσφαιρα του ΟΑΚΑ στον αγώνα του Παναθηναϊκού με την Μπασκόνια, υπενθυμίζοντας τις αρετές του ιστορικού διοικητικού ηγέτη της ομάδας.
Ηταν όλοι τους παιδιά του
Ανέκαθεν, άλλωστε, ο ειλικρινής και ευαίσθητος Θανάσης δενόταν με παίκτες για τους οποίους εκτιμούσε πως άξιζαν να λογαριάζονται μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του που αποτελούσε η ομάδα. Αρκούσε, πέρα από την αγωνιστική τους προσφορά, να τρέφουν αισθήματα αγάπης, εκτίμησης και σεβασμού προς τον ίδιο και τον αδελφό του. Ηταν ζήτημα αρχής για τον ίδιο να τους αγκαλιάσει με τρυφερότητα ακόμη και όταν αυτοί δεν είχαν κλείσει και… συμφωνία με την εμπιστοσύνη που πλουσιοπάροχα τους χάριζε. Ηταν αυτός που διατήρησε μισθωμένο το διαμέρισμα και το αυτοκίνητο του Βασίλη Σπανούλη, τον καιρό που ο παίκτης είχε φύγει για τους Χιούστον Ρόκετς στο ΝΒΑ. Πίστευε πως θα ξαναγύριζε και αρνιόταν πεισματικά να παραχωρήσει όσα ήταν δικά του. Ακόμη, χάρη στη δική του επιμονή λέγεται ότι δρομολόγησε -αν δεν πλήρωσε εξ ολοκλήρου από την τσέπη του- τη μεταγραφή του Αλεσάντρο Τζεντίλε στην ομάδα, παρότι κανείς από το τεχνικό τιμ δεν καιγόταν να τον αποκτήσει. Στον Θανάση δεν χωρούσε σκεπτικισμός. Μετρούσαν οι οικογενειακές καταβολές όσο και η αξιοπρέπεια του Νάντο Τζεντίλε, πατέρα του παίκτη, ο οποίος μεσουράνησε επί τρία χρόνια στον Παναθηναϊκό.
Ζεστός άνθρωπος ο Θανάσης και κυριευμένος από την επιθυμία να προκόψει η ομάδα του, αντιμετώπιζε τους περισσότερους παίκτες σαν παιδιά του. Δενόταν μαζί τους. Ανησυχούσε γι’ αυτούς λες και ήταν έφηβοι σε σχολική εκδρομή και όχι ολοκληρωμένοι επαγγελματίες με σεβαστά συμβόλαια. Τις παραμονές κρίσιμων αγώνων βίωνε αναστατωμένος τον αναβρασμό του γονιού που το παιδί του οδεύει προς σκληρή δοκιμασία. Στριφογύριζε πριν το τζάμπολ νευρικά σαν λιοντάρι στο κλουβί έξω από την αίθουσα του ξενοδοχείου όπου γευμάτιζε η ομάδα, τραβούσε διστακτικά την κουρτίνα, έριχνε μια γρήγορη ματιά μέσα και γύριζε ανακουφισμένος από το έντονο στρες το κεφάλι στους συνομιλητές του λέγοντας: «Ευτυχώς, ωραία, εντάξει, εντάξει. Τρώνε, τρώνε τα παιδιά».
Αβρότητα και φιλευσπλαχνία
Αυτοδημιούργητος άνθρωπος ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, δεν του χαρίστηκε τίποτε, ούτε τα βρήκε όλα έτοιμα στη ζωή. Αυτός και τα αδέλφια του ξεκίνησαν πιτσιρίκια από χαμηλά με σλόγκαν το «η ισχύς εν τη ενώσει», δούλεψαν σκληρά, ρίσκαραν, έχτισαν λιθαράκι-λιθαράκι την περιουσία τους και, κυρίως, έμαθαν να σέβονται με ρεαλισμό, αβρότητα και ευσπλαχνία τον καθένα. Επώνυμο ή ανώνυμο. Πλούσιο ή φτωχό. Ουρές σχηματίζονταν έξω από το γήπεδο για να του ζητήσουν κάποιο βοήθημα ή ένα μικρό χαρτζιλίκι, αφού όλοι γνώριζαν ότι ο κοσμαγάπητος Θανάσης ήταν αδιανόητο να αρνηθεί οποιαδήποτε προσφορά στους οικονομικά ανήμπορους. Δεν τον ένοιαζε αν πιθανόν προσποιούνταν οι καθημερινοί άνθρωποι που του ζητούσαν βοήθεια ή έστω ελεημοσύνη. Δεν ήθελε καμία καχυποψία να τον βασανίζει. Του αρκούσε ότι έκανε το σωστό και είχε ήσυχη τη συνείδησή του. Ετσι κι αλλιώς, είτε αληθινά είτε ψεύτικα τα εκάστοτε αιτήματα, αυτός πάντα έβαζε το χέρι στην τσέπη και μοίραζε απλόχερα χωρίς να ζητήσει καν ένα ευχαριστώ, με μοναδικό όρο να μη μαθευτεί η οικονομική συμβολή του. Δεν ήθελε λεζάντα στην εκάστοτε προσφορά του, την οποία ποτέ δεν φιλτράριζε μέσα από οπαδικά γυαλιά. Στην τραγωδία της Θύρας 7, το 1981, κίνησε γη και ουρανό για να δωρίσει στο Τζάνειο Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύονταν δεκάδες νεαροί τραυματίες, άφθονο ιατροφαρμακευτικό υλικό και όλο το πλάσμα αίματος που υπήρχε στα ψυγεία της οικογενειακής φαρμακοβιομηχανίας. Ο ίδιος είχε ακόμη αναλάβει τα νοσήλια του άτυχου μπασκετμπολίστα του Πανιωνίου Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, καθώς και του Αττίλιο, κατά κόσμον Βασίλη Δουρίδα, ένθερμου οπαδού-σύμβολο του Ολυμπιακού και τρομπετίστα της ερυθρόλευκης κερκίδας στο «Καραϊσκάκη». Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την αιώνια αντιπαλότητα των δύο συλλόγων, όλο το ΣΕΦ στον πρόσφατο αγώνα Ολυμπιακού – Μπάγερν για την Ευρωλίγκα στάθηκε όρθιο κρατώντας ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Ηταν ελάχιστος φόρος τιμής όχι μόνο προς έναν ανταγωνιστικά διεκδικητικό αθλητικό παράγοντα που σεβόταν τον αντίπαλο και αποδεχόταν την ήττα, αλλά προς έναν άνθρωπο με κεφαλαίο Α.
Ο Παύλος, ο Θανάσης, ο Κώστας
Δεν υπήρξε ποτέ ξιπασμένος επειδή μαζί με τα αδέλφια του γιγαντώθηκε επιχειρηματικά και εκτοξεύτηκε οικονομικά. Οι τρεις τους αντιπροσώπευαν τις αξίες μιας παλιότερης γενιάς επιχειρηματιών, που έδινε έμφαση στη σπουδαιότητα της δουλειάς και βαρύτητα στην εντιμότητα. Πορεύτηκαν με τη συμβουλή του πατέρα τους Δημήτρη (διατηρούσε από το 1924 ένα από τα πρώτα φαρμακεία της Αθήνας στην οδό Πειραιώς) που τους έλεγε: «Αν δεις στον δρόμο σου μυρμήγκι, μην το πατήσεις. Μπορεί κάποτε να το χρειαστείς». Και παράλληλα δρομολόγησαν τον επαγγελματικό βίο τους σύμφωνα με τη παροιμία της μητέρας τους Κατερίνας: «Τον δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικά μην κάνεις». Δύο χρόνια μεγαλύτερός του ο Παύλος και δύο χρόνια μικρότερός του ο Κώστας, ο συναισθηματικά εκδηλωτικός Θανάσης, που βρισκόταν ιεραρχικά στη μέση της οικογένειας, συνδύαζε τη σπαρτιάτικη εγκράτεια με την αρχοντική γενναιοδωρία και συνάρθρωνε τη διαρκή νοικοκυρεμένη σύνεση με τη στιγμιαία παρορμητικότητα. Μέσες-άκρες, και τα τρία αδέλφια, παρότι ιδιοσυγκρασιακά διαφορετικά, χάρη στους ακλόνητους οικογενειακούς τους δεσμούς ήταν αχώριστα, διατηρώντας μια απίστευτα λειτουργική ισορροπία. Στη δουλειά τους οι ρόλοι ήταν προκαθορισμένοι και σεβαστοί από όλους. Ο Παύλος είχε τη γενική επίβλεψη και τον τελευταίο λόγο, ο Θανάσης τα οικονομικά και ο Κώστας τα εργοστάσια. Στα αθλητικά και τα διαδικαστικά, πάντως, δεν έλειπαν οι διαφωνίες, οι αντιπαραθέσεις και οι τσακωμοί μεταξύ τους. Και εκεί που ο ανίδεος παρατηρητής των διαξιφισμών τους νόμιζε πως δεν επρόκειτο να ξαναμιλήσει ο ένας στον άλλον, στο τέλος της ημέρας, ό,τι κι αν είχε προηγηθεί, προσέρχονταν παγίως και οι τρεις στο σπίτι της μικρότερης αδελφής τους για καφέ. Η Βασιλική, η οποία απεβίωσε πριν από δύο χρόνια, είχε αναλάβει και εκπλήρωνε με επιτυχία έναν ρόλο που παρέπεμπε σε κάποιον ανάμεσα σε κυανόκρανο και ειδικό διαπραγματευτή του ΟΗΕ. Στο ουδέτερο έδαφος, σε στυλ Ελβετίας, σπίτι της λύνονταν όλες οι διαφορές.
Αδελφικές πλάκες
Το μόνο ίσως απόγευμα που δεν προσήλθαν εκεί ήταν μετά τον οξύτατο διαπληκτισμό τους το πασχαλιάτικο βράδυ του 2002 μέσα στο αεροπλάνο της επιστροφής τους από την Μπολόνια, εκεί όπου η ομάδα τους είχε μόλις κατακτήσει το τρίτο της ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ. Οι τρεις τους είχαν προαποφασίσει ψύχραιμα να μην μπουν ποτέ μαζί σε αεροπλάνο για λόγους οικογενειακής ασφάλειας και διαφύλαξης της επιχειρηματικής τους κληρονομιάς σε περίπτωση ατυχήματος. Μέσα στο ντελίριο του ενθουσιασμού, όμως, παραβίασαν την από κοινού δέσμευσή τους. Μόλις το συνειδητοποίησαν έγιναν μαλλιά-κουβάρια, αλλά βαθμιαία ηρέμησαν και σε κλίμα γενικευμένης ευφορίας τραγούδησαν με το τρόπαιο στα χέρια τον ύμνο του Παναθηναϊκού. Αφότου έφτασαν ασφαλείς στην Αθήνα, έκριναν περιττή την ειρηνευτική διαμεσολάβηση της αδελφής τους. Παρ’ όλα αυτά, ο γαλαντόμος Θανάσης με τα φιλοδωρήματά του που ήταν ολόκληροι μισθοί, παρότι δεν πετούσε άσκοπα τα λεφτά, συνήθιζε με τα χουβαρνταλίκια του να πικάρει περιπαιχτικά τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ετρεχε ο Παύλος να δωρίσει μια μπάλα με το σήμα του Παναθηναϊκού σε ένα παιδάκι, έσπευδε ο Θανάσης να βγάλει από το πορτμπαγκάζ και να του χαρίσει άλλες δύο πανομοιότυπες, ένα ζεστό μεσημέρι όπου συνέτρωγαν στην Ταβέρνα του Λουιζίδη της Βουλιαγμένης όπου ξεκαλοκαίριαζαν. Εδινε ο Παύλος στον ταξιτζή ένα πενηντάρικο για μια διαδρομή 3 ευρώ, πρόσθετε ο Θανάσης ένα κατοστάρικο, καθώς πήγαιναν αμφότεροι στο γήπεδο ενός επαρχιακού τουρνουά που συμμετείχε και η ομάδα τους. Ο Θανάσης δεν το έκανε για αυτοπροβολή, ούτε ήταν αλαζονικός, του άρεσαν όμως οι ενδοοικογενειακές πλάκες και ανέβαζε το ποντάρισμα για να διασκεδάσει αθώα με τις αντιδράσεις. Διαδιδόταν πως όταν ο μπασκετμπολίστας Γιώργος Καλαϊτζής, που αγωνιζόταν τότε στη Στεφανέλ Μιλάνο, διαπραγματευόταν με τον Παύλο Γιαννακόπουλο και τον Τάκη Μπαλτάκο,το συμβόλαιό του με τον Παναθηναϊκό, ο παρών Θανάσης τού έλεγε: «Κοίτα, παιδί μου, μη σε κοροϊδέψουν αυτοί οι σκληροί, να ζητήσεις κι άλλα χρήματα…». Εκνευρισμένος τότε, ο διόλου σφιχτοχέρης αδελφός του ζήτησε από το «ζιζάνιο» της οικογένειας να τον αφήσει να κάνει με ηρεμία τη δουλειά του. Ο Θανάσης βγήκε από το γραφείο και ύστερα από λίγο άνοιξε την πόρτα λέγοντας: «Μην ξεχάσετε τα πριμ του παιδιού!». Με συγγενικά τσιγκλίσματα, πειράγματα και κουρδίσματα, όμως, έστηναν μαζί μια ομάδα που θα κεντούσε έξι ευρωπαϊκά αστέρια στη φανέλα της.
Στην ψυχή του απλού φιλάθλου
Για πολλά χρόνια τα αδέλφια έφεραν σχεδόν βαρέως την απώλεια του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού, τον οποίο απέκτησε το 1979 η οικογένεια Βαρδινογιάννη, όταν η ομάδα έγινε ανώνυμη εταιρεία. Τους είχε στοιχίσει που μετά από τόση ανιδιοτελή προσφορά, τη δεκαετία του ’70, δεν έγιναν ιδιοκτήτες της ομάδας. Την ατυχή έκβαση της υπόθεσης τη χρέωναν στους χειρισμούς του τότε προέδρου Απόστολου Νικολαΐδη. Παρ’ όλα αυτά παρέμειναν αενάως κοντά στην ποδοσφαιρική ομάδα υπό τη διαμορφωμένη πεποίθησή τους περί ενιαίου και αδιαίρετου Παναθηναϊκού.
Φυσικά και συνέχισαν τις επόμενες δεκαετίες να προσφέρουν όσο διακριτικά μπορούσαν και όσο τους επιτρεπόταν στην ποδοσφαιρική ομάδα, αλλά τα ποσά που διέθεσαν δεν συγκρίνονταν με εκείνα που έδωσαν στο μπάσκετ για να δημιουργήσουν μια χρυσή αυτοκρατορία που μεγαλούργησε στο παρκέ. Με εκκίνηση το 1992 από τον «Τάφο του Ινδού» όταν η ομάδα μπάσκετ αυτονομήθηκε και αυτή ως επαγγελματική με τον Παύλο και τον Θανάση να αναλαμβάνουν τη διοίκησή της. Οταν μετά από δεκαετίες οι ποδοσφαιρικές κερκίδες διατράνωναν την προτίμησή τους στον Παύλο Γιαννακόπουλο -και ενώ ο ίδιος από σεμνότητα ή προς αποφυγή παρεξηγήσεων με την ποδοσφαιρική διοίκηση επιχειρούσε κατευνασμό της φρενίτιδας των φιλάθλων- ο Θανάσης, πάντα δίπλα του, ενθάρρυνε όρθιος με εμψυχωτικές χειρονομίες τα συνθήματα. Ηταν σίγουρο ότι στο «Παύλο θεέ» συμπεριλάμβανε τον εαυτό του, όπως και όλη την οικογένειά τους. Ετσι κι αλλιώς, είχε πλέον καταχωριστεί στο συλλογικό ασυνείδητο των «πράσινων» φιλάθλων λαμβάνοντας για την αυταπάρνησή του μυθικές διαστάσεις ως «ο Θανάσης, η ψυχάρα, η Παναθηναϊκάρα». Απολύτως δικαιολογημένα αφού, ξεχειλίζοντας πάθος για την ομάδα, μετέδιδε σε όλους αίσθηση περηφάνιας. Οπως περήφανος ήταν ο ίδιος.
Τα πάντα για την ομάδα
Πάντα πρόθυμος να υπερασπιστεί την ομάδα του και έτοιμος να παλέψει για το δίκιο της. Ποιος άλλος θα πάθαινε ισχαιμικό επεισόδιο στο Ζάγκρεμπ, το 2000, στο ματς με την Τσιμπόνα πριν από το Ευρωπαϊκό της Θεσσαλονίκης, θα μεταφερόταν στο νοσοκομείο και μόλις συνερχόταν η πρώτη του κουβέντα στους γιατρούς θα ήταν: «Πόσο ήρθαμε, ρε παιδιά; Κερδίσαμε, κερδίσαμε;»… Ποιος άλλος με τα χάπια για την καρδιά στην τσέπη θα πήγαινε αιφνιδιαστικά το πρωί στη συνέντευξη Τύπου πριν από τον τελικό της Μπολόνια, να τα πει ζωντανά, έξω από τα δόντια, στους ισχυρούς άνδρες της διοργάνωσης Πορτέλα και Μπερτομέου κράζοντάς τους, «thieves, thieves, thieves», και απειλώντας ότι δεν θα κατεβάσει την ομάδα στον τελικό. Την ίδια στιγμή, η γνωστή μελιτζανί απόχρωση του Ομπράντοβιτς είχε γίνει κίτρινη μη τυχόν και ακυρωθεί ο τελικός του Παναθηναϊκού με την Κίντερ. Ξεσήκωνε τον κόσμο στις αδικίες που υφίστατο η ομάδα του, όταν κατέβαινε τρέχοντας από τις θέσεις των VIP -πριν τοποθετηθούν οι πολυθρόνες στις γραμμές του αγωνιστικού χώρου- στο παρκέ να διαμαρτυρηθεί για την εχθρική διαιτησία. Μιλούσε στην ψυχή του απλού φιλάθλου, παρά τα λάθη, τις παραλείψεις και κάποιες γκάφες του φυσικά. Οπως έξαλλος, μετά τη λήξη του τελικού της Ευρωλίγκας με την ΤΣΣΚΑ στο Βερολίνο, το 2009 πέταγε 100ευρα στα πόδια του Ισπανού διαιτητή Χουάν Κάρλος Αρτεάγκα και στα μούτρα του Τζόρντι Μπερτομέου, χαρακτηρίζοντας τον πρώτο «αλήτη» και τον δεύτερο «μαφία» επειδή επιχείρησαν το μεγαλύτερο «χειρουργείο» όλων των εποχών για να κλέψουν το Κύπελλο από τον Παναθηναϊκό. Παρά την απαράδεκτη συμπεριφορά του τότε, για την οποία μετάνιωσε, εκατοντάδες οπαδοί του Τριφυλλιού έσπευσαν να του σφίξουν το χέρι για εκείνα τον ακαταμάχητο τσαμπουκά που γελοιοποίησε τα «λαμόγια».
Στα μάτια τους φάνταζε ως ο ηρωικά άκαμπτος σπόνδυλος της ραχοκοκαλιάς της μπασκετικής ομάδας. Ενας γνήσιος κύριος, ένας αυθεντικός τζέντλεμαν με λουλουδάτες, κατά παραγγελία, μεταξωτές γραβάτες, που έγραψαν στο ευρωπαϊκό μπάσκετ ιστορία αντίστοιχη με εκείνη του προπονητή-θρύλου των Σέλτικς Ρεντ Αουερμπαχ και των διάσημων πούρων του Hoyo de Monterrey. Η αλήθεια είναι ότι ο «αλύγιστος» Θανάσης Γιαννακόπουλος δεν επιδίωξε να κλέψει από κανέναν την παράσταση. Πραγματικά αξιοπρεπής, δεν έσκυψε το κεφάλι του σε κανέναν, αλλά ούτε απαίτησε να σκύψει κανείς το κεφάλι του σ’ αυτόν. Ζηλωτής του fair play, ήταν αφεντικό της θέλησής του και υπηρέτης της συνείδησής του. Γι’ αυτό κέρδισε τη συμπάθεια όλων, γι’ αυτό και θα μείνει ζωντανός στη μνήμη και τις συζητήσεις των φιλάθλων πέρα από οπαδικές προτιμήσεις.