Σήμερα, το μόνο που απομένει είναι μερικά ετοιμόρροπα κτίσματα, σαν ξεδοντιασμένα στόματα, με τις μισές οροφές να λείπουν και τους τοίχους να στέκουν σαν σταυρόλεξα, μισοί όρθιοι, μισοί γκρεμισμένοι. Όσα κτίρια επιβιώνουν ακόμα γίνονται βορρά στους θυελλώδεις ανέμους που μαστιγώνουν το νησί, με τις φώκιες να τα παρατηρούν ατάραχες να κλυδωνίζονται. Οι επισκέπτες είναι πια μόνο επιβάτες κρουαζιερόπλοιων, που διοργανώνουν εξορμήσεις σε αυτή την άκρη του κόσμου, λίγο πάνω από την Ανταρκτική.
Βρισκόμαστε στον όρμο Stromness, στο νησί South Georgia. Η σημερινή του εικόνα, αυτή της εγκατάλειψης και της ερήμωσης, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πολυτάραχο και εντελώς αιματοβαμμένο παρελθόν του. Έναν αιώνα πριν, το Stromness ήταν μέρος μιας πολύ επικερδούς- και συγκλονιστικά βάναυσης- βιομηχανίας, που είχε αναδείξει το South Georgia στην πρωτεύουσα της φαλαινοθηρίας του Νότιου Ατλαντικού.
Το νησί αποτελεί βρετανική επικράτεια. Ο Ernest Shackleton έφτασε στο Stromness το 1961, μετά την εκπληκτική περιπέτεια των 1.300 χιλιομέτρων της διαφυγής του από το νησί Elephant, στα Νησιά Νότια Σέτλαντ, βόρεια της Ανταρκτικής, όπου το πλοίο του αρχικά παγιδεύτηκε και στη συνέχεια διαλύθηκε από τον πάγο. Για τον εξερευνητή των πόλων, ο σταθμός φαλαινοθηρίας που λειτουργούσε στο νησί ήταν η ανακουφιστική υπενθύμιση του πολιτισμού (εντελώς οξύμωρο βέβαια…). Σήμερα όπως η φύση ανακτά τον έλεγχο. Φώκιες, αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι, και θαλασσοπούλια τσαλαβουτούν στο νερό της θάλασσας, που κάποτε είχε χρώμα κόκκινο, βαμμένο από το αίμα δεκάδων χιλιάδων φαλαινών, που σφαγιάζονταν εδώ.
Η αφιλόξενη γη των παγετώνων, των βουνών και των φιόρδ είναι ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη στη Γη. Ο πιο κοντινός κατοικημένος «γείτονας» της South Georgia είναι τα νησιά Φώκλαντ, σε απόσταση 1.400 χιλιομέτρων. Και φυσικά η πρόσβαση γίνεται μόνο από θαλάσσης. Η πλειονότητα των σχεδόν 18.000 ταξιδιωτών που επισκέπτονται το νησί κάθε χρόνο είναι επιβάτες κρουαζιέρων στην Ανταρκτική. Το νησί καλύπτει 3.755 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το μισό του είναι μόνιμα καλυμμένο από πάγο. Αν και, λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως σημειώνει το BBC, οι παγετώνες του μειώνονται δραστικά.
Παρά την απομόνωση και τις ακραίες συνθήκες, η South Georgia ήταν κάποτε ζωτικό κομμάτι της τότε παγκόσμιας οικονομίας. Η πρώτη καταγραφή του έγινε το 1675, από τον Λονδρέζο έμπορο Antoine de la Roché, και το ακατοίκητο νησί ανακηρύχθηκε βρετανικό έδαφος από τον James Cook το 1775. Οι περιγραφές του για μεγάλους πληθυσμούς φώκιας κίνησαν το ενδιαφέρον τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις ΗΠΑ. Σε διάστημα μικρότερο του αιώνα, οι φώκιες του νησιού κυνηγήθηκαν τόσο πολύ που έφτασαν στο χείλος της εξαφάνισης. Στις αρχές του 1900, το κυνήγι φώκιας δεν ήταν πια βιώσιμο αλλά γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια άλλη εξίσου βάναυση και αιματοβαμμένη όμως δραστηριότητα.
Το Grytviken είναι το σημείο όπου λειτούργησε ο πρώτος σταθμός φαλαινοθηρίας στο νησί. Σήμερα απομένει μόνο ο πυρήνας του οικισμού, όπου ζουν οι περισσότεροι από τους 15 έως 30 κατοίκους της South Georgia, κυρίως επιστήμονες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Στο μικρό κοιμητήριο του Grytviken είναι θαμμένος και ο Shackleton ενώ στο σημείο αυτό λειτουργεί και το μουσείο του νησιού (το οποίο, ας έχουν υπόψη τους οι ενδιαφερόμενοι, αναζητεί επιμελητή). Κατά μήκος των ακτών έχουν ξεβραστεί σκάφη σε διάφορα στάδια φθοράς και διάλυσης, που η θάλασσα έχει εναποθέσει σε διάφορες γωνίες και κλίσεις. Στο λασπώδες έδαφος ξεχωρίζουν κομμάτια οστών φάλαινας.
Το 1902, ο Νορβηγός εξερευνητής Carl Anton Larsen σταμάτησε στη South Georgia και ατένισε το όμορφο φυσικό λιμάνι, που αργότερα ονομάστηκε Grytviken, αποδίδοντας στα νορβηγικά τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή του ελαίου από το λίπος της φάλαινας. Μόνο που τότε, όποιος κοιτούσε στο νερό έβλεπε εκατοντάδες φάλαινες. Ήταν η εποχή που η φαλαινοθηρία στο βόρειο ημισφαίριο είχε πάρει την κατιούσα, λόγω της δραματικής συρρίκνωσης των πληθυσμών του άτυχου κητώδους θηλαστικού, κι έτσι ο Larsen δεν άργησε να αξιοποιήσει την «εμπορική ευκαιρία» που ανακάλυψε στο νησί. Επέστρεψε στο Grytviken τον Νοέμβριο του 1904 και έστησε σταθμό φαλαινοθηρίας, ο οποίος απέφερε γρήγορα καρπούς. Έως το 1912 λειτουργούσαν ήδη ακόμα έξι τέτοιοι σταθμοί στο νησί- ανάμεσά τους και αυτός στον όρμο Stromness.
Στο σημείο απομένει ακόμα κι ένα φαλαινοθηρικό. Με τη μεγάλη για την εποχή ισχύ του, το ενισχυμένο σκαρί του και το καμάκι του, το Petrel μπορούσε να πιάσει ακόμα και 14 φάλαινες σε ένα ταξίδι. Πίσω στο Grytviken, οι φάλαινες τοποθετούνταν σε μία γλιστερή ράμπα- γλιστερή από το αίμα και το λίπος. Οι εργάτες φορούσαν μπότες με καρφιά για να μην γλιστρούν. Είχαν ένα ειδικό μαχαίρι, μακρύ και με κοφτερή λεπίδα, με το οποίο αφαιρούσαν το λίπος. Χρειάζονταν περίπου είκοσι λεπτά για κάθε φάλαινα.
Αρχικά οι φαλαινοθήρες ενδιαφέρονταν μόνο για το λίπος, αλλά αργότερα οι κανονισμοί τους υποχρέωσαν να χρησιμοποιούν όλο το ζώο. Το κρέας και τα οστά τους πωλούνταν για να γίνουν ζωοτροφές ή λίπασμα και πάντα το λίπος ήταν το πραγματικό κέρδος. «Τα καλύτερα έλαια από το λίπος της φάλαινας χρησιμοποιούνταν σε προϊόντα διατροφής όπως η μαργαρίνη και το παγωτό» εξηγεί στο BBC ο Finlay Raffle, υπεύθυνος του μουσείου του νησιού. «Τα δεύτερης διαλογής υποπροϊόντα χρησιμοποιούνταν σε σαπούνια και καλλυντικά και τα πιο υποτιμημένα σε βιομηχανικές διαδικασίες». Από το λίπος της φάλαινας γινόταν και η παραγωγή της γλυκερόλης, που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή εκρηκτικών, αλλά και υψηλής ποιότητας λιπαντικά για όπλα, χρονόμετρα και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό. Έτσι, η ζήτησή του εκτοξεύτηκε στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.
Στο ζενίθ του, στο Grytviken ζούσαν 450 άνδρες, οι οποίοι εργάζονταν σε 12ωρες βάρδιες, επτά ημέρες την εβδομάδα, σε θερμοκρασίες που έπεφταν κάτω κι από τους μείον δέκα βαθμούς. Ο Larsen είχε φτιάξει και μία εντυπωσιακή νεογοτθικη εκκλησία, αλλά φαίνεται πως υπήρχε μεγαλύτερη προτίμηση για το σινεμά, το γήπεδο ποδοσφαίρου και την πίστα σκι- από τα οποία σήμερα δεν απομένουν παρά μερικά μισοδιαλυμένα και μισοθαμμένα απομεινάρια. Η κοινότητα του Grytviken διέθετε και το δικό της κατάστημα, όπου δημοφιλέστερο προϊόν ήταν ο καπνός αλλά και η κολόνια.
Ο Larsen δεν επέτρεπε το αλκοόλ, οπότε οι άνδρες της περιοχής έπιναν κολόνια, όπως εξηγεί ο Raffle. Έπιναν ακόμα και το βερνίκι για τις μπότες τους, το οποίο με κάποιο τρόπο επεξεργάζονταν με ψωμί για να βγάλει κάποιο είδος αλκοόλ που περιείχε. «Οτιδήποτε για να περνούν τον χρόνο τους» προσθέτει.
Σύμφωνα με στοιχεία του μουσείου του νησιού, μεταξύ 1904 και 1965 τουλάχιστον 175.250 φάλαινες πέθαναν μαρτυρικά και «αξιοποιήθηκαν» εμπορικά στο νησί. Τελικά και η βιομηχανία αυτή έπεσε σε μαρασμό λόγω της υπεραλιείας αλλά και των εξελίξεων στην πετροχημική βιομηχανία.
Εάν υπολογίσει κανείς συνολικά την περιοχή της Ανταρκτικής και συμπεριλάβει και τα πολλά «πλοία-εργαστήρια», όπου η επεξεργασία των φαλαινών γινόταν εν πλω, σχεδόν 1,5 εκατομμύριο φάλαινες θανατώθηκαν μεταξύ 1904 και 1978, όταν τερματίστηκε το κυνήγι του είδους.
Σύμφωνα με το BBC, ο πληθυσμός των φαλαινών ακόμα δεν έχει ανακάμψει από το ανελέητο κυνήγι δεκαετιών. Οι γαλάζιες φάλαινες έχουν μειωθεί από 200.000 σε «μερικές λίγες χιλιάδες», όπως άλλα είδη. Στο νότιο ημισφαίριο εκτιμάται πως έχουν απομείνει 60.000 μεγάπτερες φάλαινες, αριθμός μικρότερος ακόμα και από αυτόν της προ – φαλαινοθηρίας εποχής.
Αυτή θλιβερή και βάρβαρη σφραγίδα στην ιστορία του νησιού είναι ανεξίτηλη. Με την απαγόρευση της φαλαινοθηρίας ωστόσο, η South Georgia αναδείχθηκε σε υπόδειγμα προστασίας του περιβάλλοντος. Στην περιοχή δημιουργήθηκε το 2012 ένα από τα μεγαλύτερα θαλάσσια καταφύγια στον κόσμο, το South Georgia and South Sandwich Islands Marine Protected Area, προστατεύοντας έκταση μεγαλύτερη του ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ευτυχώς ο πληθυσμός της φώκιας έχει καταγράψει πολύ καλύτερες επιδόσεις, ενώ στο νησί ζουν και 30 εκατομμύρια θαλασσοπούλια. Στον όρμο St Andrews διαβιούν 400.000 αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι, ένα από τα τέσσερα είδη πιγκουίνων που εντοπίζονται στο νησί.
Πέρσι, η South Georgia ανακηρύχθηκε περιοχή ελεύθερη από τρωκτικά, έπειτα από ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα εξολόθρευσής τους, κίνηση που οι αρχές ελπίζουν να βοηθήσει τα πουλιά, μεταξύ αυτών και δύο ενδημικά είδη, να αναπαραχθούν και να αυξηθούν.
Η ματιά στο παρελθόν παίρνει κόκκινη απόχρωση, από το αίμα που πλημμύρισε αυτή τη γωνιά της Γης. Το παρόν είναι πιο «πράσινο» καθώς η φύση παίρνει πίσω αυτά που ο άνθρωπος επιχείρησε να της στερήσει. Και υπενθυμίζει πως ο άνθρωπος χρειάζεται τη φύση, και όχι το αντίστροφο.