Δύσκολα μπορείς να συναντήσεις κάποιον που ακούει λαϊκή μουσική και να μη γνωρίζει το «που ‘σαι Θανάση» το οποίο πρωτοτραγούδησε ο σπουδαίος Γιώργος Ζαμπέτας. Όλοι το έχουν σιγοτραγουδήσει, όλοι έχουν διασκεδάσει με αυτό και όλοι έχουν αναπολήσει παλιές, καλές ημέρες ακούγοντάς το.
Οι περισσότεροι νομίζουν πως το τραγούδι είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται. Ένας «ύμνος» δηλαδή στη φιλία δυο ανδρών οι οποίοι στο πέρασμα του χρόνου χάθηκαν και πλέον δεν βλέπονται για να διασκεδάσουν όπως παλαιότερα. Είναι έτσι, όμως; Πράγματι, δηλαδή, ο Ζαμπέτας τραγουδούσε για κάποιον φίλο του;
Η αλήθεια είναι πως όχι… Το τραγούδι αυτό δεν είναι αυτό που φαίνεται. Είναι και αυτό ένα σπουδαίο δείγμα για το πως οι ρεμπέτες εκείνης της εποχής προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τους… άγρυπνους φρουρούς της λογοκρισίας και να μιλήσουν για αυτά που ήθελαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους καταλαβαίνουν μόνο αυτοί που έπρεπε να τους καταλάβουν.
Αν ακούσεις το τραγούδι τότε είσαι σίγουρος πως μιλάει για κάποιον Θανάση ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Κάποιος φίλος που χάθηκε. Αυτό έχει επικρατήσει. Για την ακρίβεια, μάλιστα, το πιο πιθανό είναι πως αν βρεθείτε σε κάποια παρέα και ανοίξει η κουβέντα για το συγκεκριμένο τραγούδι τότε θ’ ακούσετε την ιστορία για έναν Θανάση ο οποίος ήταν θαμώνας στο κέντρο που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Ο Θανάσης, λοιπόν, σύμφωνα με αυτό το σενάριο, πήγαινε στο νυχτερινό κέντρο σχεδόν κάθε βράδυ για ν’ ακούσει τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού. Τον έβλεπε, κουβέντιαζαν για λίγο και μετά καθόταν σε κάποιο τραπέζι και απολάμβανε την αγαπημένη του μουσική. Σχεδόν κάθε φορά, μάλιστα, υποτίθεται πως έλεγε στον Ζαμπέτα «α, ρε Γιώργαρε και να ήξερες από πού έρχομαι κάθε βράδυ για να σε ακούσω». Κάποια στιγμή, ωστόσο, μυστηριωδώς, ο Θανάσης έπαψε να πηγαίνει στο νυχτερινό κέντρο. Χάθηκε από προσώπου γης. Κανείς δεν τον ξαναείδε.
Υποτίθεται, λοιπόν, πως ο Ζαμπέτας κάθε φορά που κοίταζε τα τραπέζια και δεν έβλεπε τον φίλο του μονολογούσε «που ‘σαι Θανάση». Αυτή την ατάκα άκουσε και ο Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας» και έγραψε τους στίχους. Όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως, αν και ωραία ιστορία η παραπάνω, αν κάποιος ακούσει προσεκτικά ή ακόμα καλύτερα διαβάζει τους στίχους θα διαπιστώσει πως… κάτι δεν κολλάει και πως πιθανότατα πως η πραγματικότητα απέχει πολύ.
Ποιος είναι πραγματικά ο «Θανάσης»;
«Θα πάρω σβάρνα μια βραδιά
όλες τις συνοικίες
δε θέλω πολυτέλειες
και πολυκατοικίες.
Είχα έναν παλιόφιλο
τα ίχνη του έχω χάσει
σ’ ένα στέκι απόμερο
το στέκι του Θανάση
Πού `σαι Θανάση
Πού `σαι Θανάση
Ήθελα να σ’ αντάμωνα… η γρουσουζιά να σπάσει
Εκεί θα βρω της νιότης μου
τα φίνα τα ωραία
Το Μάνθο το Θεμιστοκλή
και την παλιά παρέα
Δίπλα θα καθίσουμε
σαν πρώτα στο τραπέζι
και μαζί θ’ ακούσουμε
γλυκιά πενιά να παίζει».
Είναι σχεδόν προφανές πως ο Βασιλειάδης δεν έγραψε αυτούς τους στίχους για κάποιον φίλο του Ζαμπέτα. Ο σπουδαίος ρεμπέτης στιχουργός ήθελε να πει κάτι άλλο και το καμουφλάρισε με έναν εξαιρετικά έξυπνο τρόπο. Ο Θανάσης δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Για την ακρίβεια είναι ένα… αντικείμενο.
Η αλήθεια στο ερώτημα «ποιος είναι ο Θανάσης» βρίσκεται στο βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου. Εκεί ο συγγραφέας μας λέει πως οι χασισοπότες του μεσοπολέμου ονομάζουν τον ναργιλέ, «μάπα», «καλάμι», ή… «Θανάση»! Το ίδιο αναφέρεται και στο βιβλίο «Τοξικομανία» των Α. Δαβαρούκα και Γ. Σουρέτη, όπου «Θανάσης» ή «ο Θανάσης με το τρύπιο κεφάλι» είναι ναργιλές στην αργκό που είχαν υιοθετήσει οι ρεμπέτες, οι χασισοπότες και οι μάγκες της εποχής.
Και κάπως έτσι οι στίχοι αποκτούν άλλο νόημα και η αλήθεια αποκαλύπτεται μπροστά μας. Το πρώτο τετράστιχο μιλάει για στέκια υπόγεια και κρυφά, μακριά από τις γειτονιές τις καθωσπρέπει, όπως ακριβώς δηλαδή ήταν «κρυμμένοι» και οι τεκέδες. Αυτό δηλαδή που περιγράφει και το δευτερο τετράστιχο: ένα στέκι απόμερο. Επίσης, το ότι ο φίλος που ψάχνει τον Θανάση θέλει να πάνε σε ένα μαγαζί όπου θα συναντήσουν μόνο άνδρες (τον Μάνθο και τον Θεμιστοκλή) είναι ένα ακόμα «σημάδι» πως πρόκειται για τεκέ καθώς εκεί απαγορευόταν να μπαίνουν οι γυναίκες.
Επίσης στον στίχο «τα φίνα, τα ωραία» ή στο «στέκι το απόμερο» ο Ζαμπέτας συνήθιζε να κάνει μια ιδιαίτερη κίνηση που έδειχνε πως υπάρχει κάποιο… κρυφό νόημα. Στο τελευταίο τετράστιχο περιγράφει το πως κάθονταν στα τραπέζια, έχοντας δίπλα τους το ναργιλέ και ακούγοντας μουσική. Τέλος, σε ότι αφορά το στίχο που λέει «τα ίχνη του έχω χάσει» είναι κάτι που δείχνει την αλλαγή του τρόπου που διασκέδαζαν οι ρεμπέτες και οι χασισοπότες καθώς την εποχή που γράφτηκε το τραγούδι (το 1972) οι τεκέδες που είχαν απομείνει ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα.
Ποιος ήταν ο Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας»
Δημιουργός του τραγουδιού, όπως ήδη έχει αναφερθεί ήταν ο Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας». Είχε γεννηθεί το 1907 στην ασιατική πλευρά του Ελλήσποντου. Ο Βασιλειάδης ήταν ίσως η πιο ιδιαίτερη περίπτωση στιχουργού στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Το παρατσούκλι ο «Τσάντας» του κόλλησε επειδή συνέχεια κυκλοφορούσε έχοντας μαζί του μια τσάντα η οποία ήταν γεμάτη με χαρτιά με γραμμένους στίχους.
Ο Βασιλειάδης είναι επίσης γνωστός και ως ο πιο διάσημος… άγνωστος στιχουργός του ελληνικού τραγουδιού και αυτό γιατί στην προσπάθεια του να γίνει γνωστός έδωσε πολλά τραγούδια του έναντι μικρού χρηματικού ποσού ή και εντελώς δωρεάν σε γνωστούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες προκειμένου να τα τραγουδήσουν εκείνοι και μετά αυτός με τη σειρά του να γίνει γνωστός. Την φήμη που επεδίωκε, ωστόσο, την κατέκτησε μετά θάνατον καθώς τότε αποδείχθηκε πως έχει γράψει πάνω από 1400 τραγούδια!
Ο «Τσάντας» έχει γράψει (εκτός από το «που ‘σαι Θανάση) πολλά ακόμα πολύ γνωστά λαϊκά τραγούδια, όπως «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Άναψε το τσιγάρο δωσ’ μου φωτιά», «τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει», «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», «Ένας μάγκας στο Βοτανικό», «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» και άλλα.
Ο Βασιλειάδης πέθανε στη Ν. Φιλαδέλφεια στις 16 Μαη του 1972. Όπως ο ίδιος ο Ζαμπέτας έχει πει, αμέσως μετά το θάνατό του πήγε στο σπίτι της χήρας του στιχουργού προκειμένου να τη συλλυπηθεί και να ρωτήσει λεπτομέρειες για το πως έφυγε από τη ζωή. Τότε εκείνη έβγαλε ένα χαρτί και του το έδωσε, λέγοντάς του, πως λίγο πριν πεθάνει ο Μπάμπης της το έδωσε για να το δώσει στον Ζαμπέτα με σκοπό εκείνος να το «ντύσει» με τη μουσική του και να το τραγουδήσει εκείνος. Οι στίχοι αυτοί, ήταν οι στίχοι του «που ‘σαι Θανάση»…