Χελοπόταμος Ληξουρίου (28-04-2019) -Κιτρινοσουσουράδα (Motacilla flava)
Πηγη: Christos MaroulisΒιοποικιλότητα της Κεφαλονιάς – Biodiversity of Cephalonia island
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Η Κιτρινοσουσουράδα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σεισοπυγιδών, μία από τις σουσουράδες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Motacilla flava και περιλαμβάνει 17 υποείδη.[i][1][2]
- Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Motacilla flava feldegg Michahelles, 1830,[3] ως το σημαντικότερο αναπαραγωγικό taxon, αλλά κατά τις μεταναστεύσεις παρατηρείται ανάμιξη διαφορετικών πληθυσμών και, πολλές φορές, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθοριστεί η ταυτότητα των κατά τόπους υποειδών, δεδομένης της -ούτως ή άλλως- περίπλοκης συστηματικής τους (βλ. Συστηματική Ταξινομική και Πίνακες υποειδών). Πολυπληθέστεροι διαβατικοί πληθυσμοί κατά τις μεταναστεύσεις, ανήκουν –πέραν του M. f. feldegg– στα υποείδη M. f. flava και M. f. thunbergi, αλλά έχουν παρατηρηθεί περισσότερα, αρκετά από τα οποία αποτελούν ενδιάμεσους υβριδικούς πληθυσμούς (βλ. και Μετανάστευση στην Ελλάδα).[4]
- Η κιτρινοσουσουράδα, με τους πολυποίκιλους χρωματισμούς του πτερώματός της, ιδιάιτερα στην περιοχή του κεφαλιού, αποτελεί δυσεπίλυτο ταξινομικό γρίφο για τους επιστήμονες. Δεκάδες (sic) taxa έχουν περιγραφεί ως υποείδη, το στάτους των οποίων δεν έχει διευκρινιστεί και έντονες διαφωνίες έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, και πολλοί ερευνητές τα αναβαθμίζουν σε διακριτά είδη. Η κατάσταση έχει περιπλακεί ακόμη περισσότερο μετά την εισαγωγή των μοριακών δεδομένων.
- Η επιστημονική ονομασία του γένους, Motacilla, είναι λατινική και έχει ως ρίζα το ρήμα moto «κινώ», με σαφή αναφορά στη χαρακτηριστική κίνηση του οπισθίου τμήματος του πτηνού.[6] Αυτό ισχύει και για την αγγλική ονομασία wagtail «κινώ την ουρά».
Η ίδια σημασία αποδίδεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία «σουσουράδα», με ενδιαφέρουσα ετυμολογία: [ΕΤΥΜ. < σεισουράδα (με προληπτ. αφομοίωση) < σεισούρα (< σείω, πβ; αόρ. έ-σεισ-α, + ουρά) + παραγ. επίθημα -άδα]. [7] Επίσης, η λόγια ονομασία του πτηνού «σεισοπυγίς», έχει τα ίδια εννοιολογικά χαρακτηριστικά: [ΕΤΥΜ. < μτγν. σεισοπυγίς, -ίδος < σεισο- (< αρχ. σείω, πβ. αόρ. σεΐσ-ai) + – πυγίς < αρχ. πυγή «οπίσθια».[8]
Ο όρος flava στην επιστημονική ονομασία του είδους, καθώς και οι λαϊκές ονομασίες του στην αγγλική (Yellow wagtail) και ελληνική γλώσσα παραπέμπουν στο χαρακτηριστικό κίτρινο πτέρωμα του πτηνού.
- Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο (Ν. Σουηδία, 1758), υπό την σημερινή του ονομασία. Αποτελεί «πρόκληση» για την επιστήμη της Συστηματικής Ταξινομικής, καθώς παρουσιάζει πολλά και αλληλοσυνδεόμενα, μεταξύ τους, προβλήματα. Η κατάσταση περιπλέκεται από τις διασταυρώσεις των υπαρχόντων πληθυσμών, τις διαφορές μεταξύ των φύλων, την ύπαρξη δύο πτερωμάτων στα αρσενικά (αναπαραγωγικό και μη), τα ελλιπή στοιχεία -σε κάποιες περιπτώσεις- και την είσοδο των μοριακών δεδομένων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι σχέσεις μεταξύ των επί μέρους taxa παραμένουν, κατά μεγάλο μέρος, αδιευκρίνιστες και περαιτέρω δεδομένα κρίνεται απαραίτητο να συλλεχθούν.
Πιθανόν, σχηματίζει υπερείδος με το Μ. citreola ή το Μ. capensis, ή με τα δύο αυτά μαζί με το Μ. flaviventris, αλλά οι πρόσφατες μελέτες μοριακής γενετικής δείχνουν ότι, ουδεμία από αυτές τις υποθέσεις ευσταθεί. Πρόσφατες μελέτες μιτοχονδριακού DNA, υποδηλώνουν ότι όλα τα taxa μπορεί να αντιπροσωπεύουν μόνον 3 ξεχωριστά «είδη»: ένα στα βορειοανατολικά του φάσματος κατανομής (με βάση την «φυλή» tschutschensis), ένα στα απώτατα νοτιοανατολικά (με βάση τις «φυλές» taivana και macronyx) και το τρίτο στα δυτικά και κεντρικά (με βάση την «φυλή» flava). Επιπλέον, οι μοριακές μελέτες υποδηλώνουν ότι, η πρώτη «φυλή» συγγενεύει με τους πληθυσμούς του Μ. citreola που απαντούν στα ανατολικά (Μ. c. citreola), ενώ η δεύτερη είναι πιο κοντά στους πληθυσμούς του Μ. citreola που απαντούν στα δυτικά (Μ. c. werae). Ωστόσο, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι τα συγκεκριμένα δύο υποείδη του Μ. citreola είναι αδιαχώριστα από μορφολογική άποψη. Επιπλέον, αρκετοί πληθυσμοί (ιδιαίτερα των υποειδών lutea, feldegg και taivana), συχνά, αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά είδη από κάποιους ερευνητές. Όπως προαναφέρθηκε, η ταξινομική περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, ορισμένοι πληθυσμοί υβριδοποιούνται ανά αρκετά τακτά χρονικά διαστήματα, συγχέοντας έτσι την εικόνα σε σχέση με τα όρια κατανομής τους. Αυτό έχει συμβεί με τα προταθέντα taxa, superciliaris, dombrowskii και perconfusus, τα οποία θεωρούνται υβρίδια.
Το υποείδος Μ. f. tschutschensis διασπάστηκε από τα υπόλοιπα το 2004, από την AOU, θεωρηθέν ως διακριτό είδος (Μ. tschutschensis), αλλά η συγκεκριμένη αντιμετώπιση δεν υιοθετήθηκε από την ταξινομική ομάδα εργασίας του BirdLife λόγω των ανεπίλυτων σχέσεων σε διάφορα άλλα υποείδη στην «ομάδα» της flava, πράγμα που σημαίνει ότι τα γεωγραφικά και ταξινομικά όρια δεν μπορούν, ακόμη, να τεθούν στα δύο taxa, εφόσον έχουν ταξινομηθεί ως ξεχωριστά είδη.[9]
- Χαρακτηριστικό της περιπλοκότητας της συστηματικής του είδους αποτελεί το γεγονός ότι, η κιτρινοσουσουράδα είναι από τα ελάχιστα πτηνά που τα υποείδη της έχουν διαφορετική λαϊκή ονομασία στην αγγλική γλώσσα –με δεδομένο ότι, οι Άγγλοι ορνιθολόγοι, λόγω των αποικιών τους, είχαν ανέκαθεν τεράστια πείρα στην έρευνα σχετικά με τα πτηνά (βλ. Πίνακα ΙΙ).
Εν αναμονή περαιτέρω ερευνών και έχοντας κατά νου τα προαναφερθέντα στοιχεία, η συστηματική του είδους παραμένει σε εξαιρετικά «δυναμική» κατάσταση και, αυτή που ακολουθείται σήμερα, είναι η πλέον «παραδοσιακή» με 17 υποείδη να αναγνωρίζονται (βλ. Πίνακες Ι και ΙΙ).[i][10]
√ Η συνέχεια του αρθρου εδω : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B1