4 γαστρονομικές αυταπάτες στην Ελλάδα – «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Όπως έγραψε ο Πιραντέλλο στο γνωστό του έργο, δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, παρά μόνο ένα παιχνίδι ρόλων και «η ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας δημιουργώντας μια πραγματικότητα μια για τον καθένα και ποτέ την ίδια για όλους, που αποδεικνύεται κάθε τόσο μάταιη και φανταστική».
Το φαγητό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας μας, είναι μια από τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, τηλεοπτικά είναι ίσως το πιο δημοφιλές προϊόν μαζί με τον αθλητισμό, επαγγελματικά καταξιωμένο και χωρίς ανεργία, αισθητικά αναβαθμισμένο, κυριαρχεί στα social media. Όλοι έχουν άποψη για το φαγητό, ακόμη και για πράγματα που δεν γνωρίζουν, κυρίως θα έλεγα για πράγματα που δεν γνωρίζουν.
Αναπόφευκτα λοιπόν το ακολουθούν και οι μύθοι, που καθιστούν κυρίαρχη τη βεβαιότητα της άγνοιας και της επιπολαιότητας, αλλά πολλές φορές και επικίνδυνη.
Δεν ξέρω ποια είναι η δική σας αγαπημένη αυταπάτη, οι δικές μου όμως αγαπημένες είναι αυτές:
1. Το αίμα στο κρέας
Ίσως ένας από τους πιο δυνατούς μύθους που συνδέεται με την άγνοια είναι αυτός του άψητου κρέατος και του αποκρουστικού αίματος σε αυτό. Σε μια χώρα που δεν έμαθε ποτέ να τρώει σωστά ψημένο κρέας, η θέα του «αίματος» αποτέλεσε το πλέον καθοριστικό άλλοθι για την κατανάλωση κακής ποιότητας κρέατος, που έκρυβε την αδυναμία του κάτω από το παραψημένο, γεμάτο μπαχαρικά μανδύα του.
Τι και αν αποδείχτηκε πως το κόκκινο υγρό δεν ήταν αίμα αλλά νερό και μυοσφαιρίνη, δηλαδή η πρωτεΐνη που δίνει το χρώμα στο κρέας. Εμείς εκεί, να επιμένουμε πως το κρέας πρέπει να ψήνεται πολύ για να μην έχει αίμα. Και ενώ για όλον τον κόσμο το ζουμερό κόκκινο κρέας, ψημένο σωστά, έτσι ώστε να διατηρεί όλη του την τρυφερότητα και τη βουτυράδα ήταν το ζητούμενο, εμείς επιλέξαμε τα στεγνά και παραψημένα κρεατικά μου μυρίζουν κάρβουνο και καπνό, αποθεώνοντας το ξύγκι.
Ευτυχώς το κόκκινο υγρό δεν είναι αίμα και δεν κάνει κακό.
Εάν θέλετε να συνεχίσετε να πιστεύετε πως είναι αίμα, τι να πω; Έτσι είναι αν έτσι πιστεύετε.
2. Το μέλι ζαχαρώνει
Υπάρχουν καταναλωτές που επιλέγουν συνειδητά μέλι το οποίο δεν ζαχαρώνει και κάποιοι που ακόμη το επιστρέφουν πίσω ως χαλασμένο. Γενεές ολόκληρες μεγάλωσαν με την εικόνα του μελιού να ρέει παχύρρευστο να συναντήσει το ψωμί, πώς να ανεχθούν τα ζαχάρωμα του, αυτή την απαξιωτική κατάσταση αλλοίωσης της υφής.
Κανένας δεν βρέθηκε να πει σε αυτές τις γενεές πως το κρυστάλλωμα του μελιού είναι μια φυσική κατάσταση που υποδηλώνει την καλή ποιότητα του. Η γλυκόζη είναι ο βασικός παράγοντας που κάνει ένα μέλι να κρυσταλλώσει σε συνδυασμό με την υγρασία και αποτελεί φυσική εξέλιξη του προϊόντος εφόσον αυτό είναι αγνό. Το μέλι που δεν κρυσταλλώνει είναι συνήθως το μέλι από κωνοφόρα δέντρα που περιέχει γλυκόζη σε χαμηλά ποσοστά. Έτσι, μέλι με μεγαλύτερα ποσοστά γλυκόζης όπως αυτό από ρείκι ή τα ανθόμελα, κρυσταλλώνουν γρηγορότερα σε σχέση με τα υπόλοιπα, δηλαδή σε μερικούς μήνες. Το θυμαρίσιο μέλι ας πούμε που έχει χαμηλότερη περιεκτικότητα σε γλυκόζη μπορεί να ζαχαρώσει μετά από 2 ή 3 χρόνια.
Εάν λοιπόν έχουμε ένα κρυσταλλωμένο μέλι θα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι γιατί πρόκειται για αγνό μέλι και αν μας ενοχλεί δεν έχουμε παρά να το ζεστάνουμε λίγο σε χαμηλή θερμοκρασία.
Αν τώρα θέλετε να συνεχίσετε να πιστεύετε πως το νοθευμένο μέλι που δεν ζαχαρώνει είναι καλύτερο, τι να πω; Έτσι είναι αν έτσι πιστεύετε.
3. Το χρώμα του ελαιολάδου
Ίσως μια από τις πιο στερεότυπες πεποιθήσεις του λαού μας είναι η αδιαμφισβήτητη υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου η οποία βασίζεται σε ένα άλλο αδιαμφισβήτητο παράγοντα το έντονα πράσινο και διαυγές χρώμα του. Γιαυτό και τα μπουκάλια μας είναι διάφανα, να φαίνεται, γιαυτό και όταν θέλουμε να πείσουμε το υψώνουμε στο φως, για να μην το αμφισβητήσει κανείς. Τι και αν παγκοσμίως οι αξιολογήσεις ελαιολάδου γίνονται σε ουδέτερου χρώματος ποτηράκια [μπλε ή ερυθρωπά], ώστε το χρώμα να μην επηρεάζει την αξιολόγηση. Τι και αν όλοι οι ειδικοί επιμένουν πως το χρώμα δεν είναι κριτήριο αξιολόγησης, και δεν δηλώνει τίποτα για το εάν ένα ελαιόλαδο είναι εξαιρετικό παρθένο χωρίς ελαττώματα. Εμείς, επιμένουμε σθεναρά να διατυμπανίζουμε το χρώμα του ελαιολάδου μας [όχι όλοι].
Η οργανοληπτική αξιολόγηση του ελαιολάδου περιλαμβάνει την αξιολόγηση του πικρού, του πικάντικου και του φρουτώδους, καθώς και την ανίχνευση ελαττωμάτων και αλλοιώσεων. Η χημική ανάλυση μας υποδεικνύει αρκετές πληροφορίες για την παραγωγή και τη θρεπτική αξία του προϊόντος. Το χρώμα δεν επηρεάζει καμία από αυτές.
Αν εσείς εξακολουθείτε να πιστεύετε πως καλό είναι να επιλέγετε ελαιόλαδο με βάση το χρώμα, τι να πω; Έτσι είναι αν έτσι πιστεύετε.
4. Το gourmet είναι ακριβό
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παρατηρώ με ανησυχία τη συστηματική αλλοίωση βασικών εννοιών με σκοπό την απενοχοποίηση της άγνοιας και του εύπεπτου τρόπου ζωής. Στη σφαίρα της δημόσιας συζήτησης η απαξίωση της gourmet κουζίνας καταλήγει πάντα στο ίδιο συμπέρασμα.
-Εγώ θέλω να φάω φαγητό, όχι γκουρμεδιές που τις πληρώνω ένα σκασμό λεφτά. Παιδάκια, μπιφτέκια, μπριζόλες.
Σας έχω νέα. Αν ποτέ έχετε δοκιμάσει μια ταπεινή πατσαβουρόπιτα στα Γιάννενα, όπως τη φτιάχνουν εκεί με αγνά υλικά, τότε αυτή ήταν γκουρμέ. Αν έχετε φάει σαρδέλα Καλλονής, δίπλα στο κύμα με λίγο ούζο, τότε έχετε κάνει ένα γκουρμέ pairing. Εάν στο πιάτο σας βρέθηκε ένα κατσικάκι Κρήτης σιγομαγειρεμένο σε φωτιά, τότε μάλλον είστε πολύ γκουρμέ. Γκουρμέ, σημαίνει νόστιμο, με αγνά υλικά καλής ποιότητας και αυθεντικές τεχνικές παρασκευής. Το γκουρμέ δεν είναι απαραιτήτως ακριβό, όπως η ταπεινή Ηπειρώτικη πίτα. Μπορεί τα υλικά του κάποιες φορές να κοστίζουν περισσότερο από ένα βιομηχανοποιημένο προϊόν, όμως αυτό που πληρώνουμε το παίρνουμε πίσω σε μια τίμια σχέση ποιότητας/τιμής, αυτό είναι γκουρμέ. Παραγνωρίζοντας την έννοια αυτή διολισθαίνουμε στις εξής δύο επιλογές:
Αφενός να ταυτίσουμε το γκουρμέ με το premium και να το απαξιώσουμε, αφετέρου να επιλέξουμε ένα χαμηλής ποιότητας προϊόν όπως π.χ. μια κακοψημένη αλλά μεγάλη μπριζόλας αντικειμενικής αξίας 1,8 ευρώ την οποία πληρώνουμε 12.
Αναρωτιέμαι τότε, αυτό που δεν είναι γκουρμέ, δεν είναι ακριβό; Αν θέλετε να πιστεύετε πως όχι, τότε τι να πω; Έτσι είναι αν έτσι πιστεύετε.