Μια κότα έσπασε δύο αβγά κι άρχισε να κλαίει και να βογκάει. «Αμάν, πώς θα της το πω της άλλης κότας πως έσπασα πάλι τ’ αβγά; Θα φωνάζει και θα ‘χει και δίκιο», συλλογιζόταν και βάδιζε πέρα-δώθε αναστατωμένη.
Μα, όταν η άλλη έφτασε, η κότα, με πολύ συναίσθημα, άρχισε να της λέει: «Κότα μου, κοτούλα μου, πόσο μου ‘χεις λείψει, καλή μου». Κι έπειτα «Μα, για να σε δω, σαν να φούσκωσαν τα φτερά σου; Ω, πόσο σου πάνε, αγαπητή μου!».
Κι ύστερα, της έστρωσε με προσοχή τα άχυρα και την έβαλε να καθίσει στα μαλακά και κάθε τόσο τη ρωτούσε αν είναι άνετα και μήπως επιθυμεί τα άχυρα να ‘ναι πιο πολλά. Κι αφού την περιποιήθηκε καλά-καλά, άρχισε να λέει κι αστεία και να επαναλαμβάνει με νόημα: «Τι ωραία που περνάμε και χα χα χα και χα χα χα».
Και πάνω σ’ ένα «τι ωραία που περνάμε», η κότα πρόσθεσε: «Ξέρεις, το μεσημέρι έσπασα δυο αβγά» και συνέχισε πάλι τα χάχανα. Κι η άλλη κότα μπορεί να έβραζε μέσα της για τον χαμό των αβγών, μα, ωστόσο, ήταν πια τόσο ευχάριστη η ατμόσφαιρα που δεν μπορούσε να επιμείνει σ’ αυτό το δυσάρεστο γεγονός και να την καταστρέψει. Κι έτσι, μήτε μομφή δεν άκουσε η κότα για τα αβγά που έσπασε.
Σαν αυτή την κότα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς πολλές φορές, κι όταν κάνουμε κάτι κακό, αρχίζουμε να καλοπιάνουμε τον σύντροφό μας, προκειμένου να τον κάνουμε να μη δώσει σημασία στην αξιόμεμπτη πράξη μας και να μη μας κατακρίνει γι’ αυτήν.
Όπως η κότα, λοιπόν, προσπάθησε να δημιουργήσει μια τόσο ευχάριστη ατμόσφαιρα, προκειμένου να μην της πάει της άλλης η καρδιά να τη χαλάσει και να της θυμώσει για τα αβγά, έτσι κι εμείς φτιάχνουμε ένα ωραίο κλίμα για τον σύντροφό μας, ώστε να του είναι δύσκολο να μας μιλήσει μετά για κάτι αρνητικό. «Μα πρέπει να ‘μαι πολύ παράξενος, για να χαλάσω τώρα αυτήν την τόσο ωραία ατμόσφαιρα», θέλουμε να τον κάνουμε να σκεφτεί και ν’ αποσιωπήσει, έτσι, το δυσάρεστο γεγονός.
Επιπλέον, όταν καλοπιάνουμε τον σύντροφό μας, δεν μπορεί παρά να καταλαβαίνει πως το κάνουμε επίτηδες, για να αποφύγουμε τις μομφές του. Ωστόσο, υποθέτουμε πως θα σκεφτεί: «Εντάξει, έχει κάνει κάτι κακό και με καλοπιάνει για να μη νευριάσω. Όμως, θα ‘χει, φαίνεται, καταλάβει πως είχε λάθος και θα προσέχει παραπάνω από ‘δώ και πέρα». Κι έτσι, θα πιστεύει ότι τον καλοπιάνουμε, γιατί είμαστε τρομοκρατημένοι, τάχα, με το λάθος μας κι επειδή θέλουμε να του δείξουμε πως μετανιώσαμε και πως δε θα το ξανακάνουμε.
Τέλος, η κότα έσπασε, μεν, τα αβγά, μα, ωστόσο, δες τι καλή που είναι και τι ευχάριστη, που λέει αστεία και τι περιποιητική, που στρώνει τα άχυρα. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, καλοπιάνουμε τον σύντροφό μας, ώστε να μη θεωρήσει πως δεν είμαστε καλοί εξαιτίας μιας άσχημης πράξης μας. Είναι σαν να του λέμε, επομένως, πως «Έχω κάνει το τάδε αξιοκατάκριτο, μα βλέπεις πόσα άλλα καλά στοιχεία έχω πάνω μου και πόσο ωραία σου φέρομαι και με πόση περιποίηση, ώστε είναι παράλογο να σταθείς σ’ αυτό το ένα, το κακό χαρακτηριστικό που έδειξα».
Και μπορεί, λοιπόν, η κότα να τη γλύτωσε αυτήν τη φορά για τα σπασμένα αβγά, μα τα ‘σπασε, έπειτα, ξανά και ξανά και ξανά. Και, τότε, ό,τι καλή κουβέντα κι αν επιστράτευσε για να καλοπιάσει την κότα, πήγε χαμένη κι αναγκάστηκε, τελικά, να μην μπορεί να πάει ποτέ ξανά κοντά στα αβγά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη