Χριστούγεννα: η γιορτή του “όλα πολύ”
Μπάλες κόκκινες και χρυσές. Λαμπιόνια ν’ αναβοσβήνουν και γιρλάντες. Κάτω απ’ το δέντρο μια φάτνη και λίγο πιο κει ένας Άγιος Βασίλης ίσα με το μπόι της. Ένας μήνας πριν τα Χριστούγεννα κι η Στεφανία είχε ήδη στολίσει το σπίτι. Κι είχε ακόμα τόσα πολλά να κάνει. Να στολίσει τα χριστουγεννιάτικα κηροπήγια, να απλώσει το πράσινο κόκκινο τραπεζομάντηλο στο τραπέζι. Πού να την έβαλε κι εκείνη την ταμπέλα ο Αντρέας με το ” Merry Christmas” ;
Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Αχ, κι εκείνες οι χριστουγεννιάτικες πιατέλες με τους χιονάνθρωπους, τι όμορφες που ήταν. Γυάλισαν τα μάτια της μόλις τις είδε σ’ εκείνη τη βιτρίνα. Θα τις αγόραζε μια από τις επόμενες μέρες. Κι άμα τις αγόραζε; Τι θα έβαζε πάνω; Έπρεπε οπωσδήποτε να περάσει κι απ’ το ζαχαροπλαστείο να πάρει κουραμπιέδες και μελομακάρονα να χει να κεράσει τον κόσμο που θα ερχόταν σπίτι.
Αμάν! Καταστροφή! Ξέχασε να καλέσει τον Ανέστη και τη Δήμητρα στο ρεβεγιόν. Ήταν και το μενού. Ακόμα να τ’ οργανώσει. Τι θα έτρωγε ο κόσμος; Το τραπέζι της έπρεπε να είναι εκπληκτικό. Έπρεπε να βάλει όλη της την τέχνη για να τους εντυπωσιάσει όλους. Κι εκείνο το κέικ με τα φρούτα και το γλάσο σοκολάτας είχε μεγάλη επιτυχία πέρυσι. Έπρεπε να ξεθάψει τη συνταγή και να το ξαναφτιάξει.
Και τα ψώνια; Πότε θα έκανε τα ψώνια; Έπρεπε να πάρει άδεια απ’ τη δουλειά για να τα προλάβει δώρα. Άσε που τι δώρο του Αντρέα ήθελε πολύ χρόνο για να είναι το καλύτερο. Ίσως ένα ρολόι, ίσως κι εκείνο το παλτό που είχε δει και του άρεσε. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα.
Στο διπλανό διαμέρισμα έμενε η κυρία Δέσποινα. Στόλισε το δέντρο της τελευταία στιγμή κι ούτε θα στόλιζε, αν δεν ερχόταν η κόρη της με τα παιδιά από την Αθήνα. Ίσα ίσα να βλέπανε το σπίτι στολισμένο και μετά θα τα έβαζε όλα πίσω στις κούτες να πάνε στην καλή ευχή να μην τα βλέπει. Κάθε χρόνο, ο Δημήτρης έβαζε το αστέρι στην κορυφή. Τώρα η κυρία Δέσποινα δε φτάνει. Δε βαριέσαι, χωρίς αστέρι. Μόνο να φτιάξει μερικούς κουραμπιέδες που αρέσουν στα εγγόνια της.
Δώρα δεν θα τους πάρει φέτος, θα τους δώσει χρήματα. Πού να βγαίνει χρονιάρες μέρες στους δρόμους. Κόσμος, χαμόγελα, τραγούδια, λαμπιόνια. Την ησυχία της ήθελε μόνο, ούτε φώτα ούτε φωνές. Την απώλεια του Δημήτρη την είχε συνηθίσει, μα όχι και τα Χριστούγεννα χωρίς εκείνον.
Ίδια εποχή, ίδια πολυκατοικία. Το ένα διαμέρισμα στολισμένο, χαρούμενο και γιορτινό. Το άλλο σιωπηλό, σκοτεινό και θλιμμένο. Από τη μια ο θόρυβος της ευτυχίας, ο έρωτας, η χαρά που έχει διάπλατα ανοίξει τα χέρια της κι έχει αγκαλιάσει ολόκληρο το σπίτι της Στεφανίας και του Αντρέα. Από την άλλη, η εκκωφαντική δυστυχία, η μοναξιά, η λύπη που δε στριμώχνεται πια κι απλώθηκε στο πρόσωπο της κυρίας Δέσποινας.
Έτσι είναι τα Χριστούγεννα. Όλα πολύ. Τα επικρατέστερα συναισθήματα βγαίνουν στην επιφάνεια, θρονιάζονται στις ανθρώπινες ψυχές και πλημμυρίζουν τα σπίτια.