Εμένα τώρα (που είμαι ανάποδος) μου αρέσει πολύ το ξεντρέλιαστο δέντρο μας στην πλατεία του Αργοστολίου. Δεν το λέω ειρωνικά. Κυριολεκτώ. Όχι ότι δεν μου αρέσανε οι παλιές οι γκλαμουριές. Καλές ήταν. Ό,τι ομορφαίνει τη ζωή μας και κάνει κάποιους ανθρώπους και κυρίως τα παιδιά να περνάνε καλά, καλώς καμωμένο.
Αλλά κάπως μέσα σε όλη την “κανονικότητα” που ζούμε μ’ αρέσει που αυτή η λατρεμένη αροκάρια του Αργοστολίου έριξε πρόχειρα μερικά φωτάκια πάνω της και ξαμολήθηκε στην πλατέα. Και βγάζει τη γλώσσα της σε όλες τις ευθείες γραμμές, τους φωτοσωλήνες, τα κορδελάκια και ό,τι άλλο μας βασανίζει μέχρι να το κάνουμε να ισιώσει… για να καταλάβουμε στο τέλος ότι πάλι ίσιο δεν είναι και πάλι πρέπει να στραβολαιμιάσουμε για να δούμε την ευθεία.
Σου λέει η αροκάρια: “Βωρές, εμέ θα πάτε να κογιονάρετε; Για τηράξετε ένα γύρω να δείτε άλλες ομορφιές. Τ’ αμέντε σας μονάχα, μη γκρεμοτσακιστείτε στο Λιθόστρατο, μη ντέσετε σε κανένα ξηλωμένο πλακάκι ή κανένα τραπεζοκάθισμα και χάσετε και κανα τακούνι. μην κουτρήσετε σε κανένα τριπλοπαρκαρισμένο, μην μπανιάρετε στσι λίμπες του Μαΐστράτου και τση Αγοράς και του Θεάτρου, μην σας έρτει στο δόξα πατρί κανένα καγιάκ στο ποτάμι τση Ρακατζής, μη σας εύρει κανένα φαστίδιο από τσου σάρτους που κάνει το αμάξι στσι λακούβες.”. Αυτά λέει η αροκάρια…. και σιάζει λίγο τα λαμπάκια που της τα πήρε ο αέρας, ως άλλη Μέριλιν Μονρόε στο γνωστό ενσταντανέ.
Μια χαρά είναι η αροκάριά μας. Ξεντρέλιαστη, φρίσταϊλ και ακανόνιστη. ΚΟΥΚΛΑ. Κάπου κάπου, το έχουμε ανάγκη και αυτό το λίγο χύμα, λίγο πού να τρέχω τώρα για στολίδια, έχω δυο πλυντήρια για σίδερο, λίγο ψάξαμε στο πατάρι αλλά τα στολίδια μας τα είχανε φάει οι κουτσούροι, λίγο να κι αν σας αρέσω να κι αν δεν, και του χρόνου να μαστε καλά…. και να σκάσουν οι οχτροί μας τα δέντρα τα σεστάδα τα ψόφια. Εμείς είμεθα ακόμα ζωντανοί, σαν την αροκάριά μας.
Εγώ αροκάριά μου σ’ αγαπώ. Γι’ αυτό που είσαι.Η αροκάριά μου η χίπισσα. Μέρι Κρίστμας, γουόρ ιζ όβερ!