Γιατρέ μου, γιατί θα ξαναχάσω στις εκλογές;

330

Στον ΣΥΡΙΖΑ αυτή την εποχή λαμβάνουν χώρα δύο παράλληλες διαδικασίες «διεύρυνσης» (τα εισαγωγικά είναι για τη δεύτερη), οι οποίες είναι τελείως ασύνδετες μεταξύ τους. Η πρώτη συνίσταται στο άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, σε εγγραφή νέων μελών, που έρχονται στον ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό που είναι και που μπορεί να είναι: ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που απευθύνεται στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, με σκοπό να τους προσφέρει την προοπτική μιας διεξόδου από τη νέα αθλιότητα που προδιαγράφεται για το μέλλον της χώρας μετά την επάνοδο της Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία. Η δεύτερη «διεύρυνση» επισυμβαίνει σε επίπεδο «κορυφής».

Δημιουργούνται νέα όργανα, στελεχωμένα από πρόσωπα που -εκτός εκείνων του ΣΥΡΙΖΑ- επελέγησαν «ένας Θεός ξέρει» από ποιους και με τι διαδικασίες και που στην πλειονότητά τους προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ – από διαφορετικές φάσεις της ταραχώδους πορείας και μετεξέλιξής του (για ορισμένα από αυτά δεν είναι καν βέβαιο τι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές).

Ταυτόχρονα, από τα νεότευκτα «όργανα», η Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» τείνει (στην πράξη, δεν έχει ειπωθεί ακόμα τίποτα) να υποκαταστήσει την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, και το Πολιτικό Συμβούλιο της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης τείνει (στην πράξη, δεν έχει ειπωθεί ακόμα τίποτα) να υποκαταστήσει την Πολιτική Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής. Το δε συνέδριο, του οποίου ανακοινώθηκαν κιόλας οι ακριβείς ημερομηνίες (14–17 Μαΐου 2020), άγνωστο αν θα είναι συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ή συνέδριο του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία». Στη δεύτερη περίπτωση, θα έχουμε ένα μάλλον πρωτοφανές φαινόμενο στην ιστορία της Αριστεράς: αυτοκατάργηση ενός κόμματος χωρίς απόφαση συνεδρίου ή διάσπαση. Μέχρι και το ΠΑΣΟΚ έκανε «δικό του» συνέδριο πριν αποφασίσει την αυτοκατάργησή του.

Οσο πιο επιτυχημένο είναι ένα ιδεολόγημα τόσο πιο πολύ βιώνεται ως αυτονόητο. Σύμφωνα με τον Λουί Αλτουσέρ, η ίδια η ιδεολογία εν γένει στηρίζεται στην αίσθηση του «αυτονόητου». Κάτι λοιπόν που έχει επικρατήσει ως «αυτονόητο», περισσότερο στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας αλλά και παλαιότερα, είναι η «αναπόφευκτη» διάκριση μεταξύ «συνέπειας» και «προσγείωσης στην πραγματικότητα». Θα επανέλθω λοιπόν σε πράγματα που έχω ήδη υποστηρίξει με διαφορετικούς τρόπους, στην προσπάθειά μου να ανατρέψω αυτό το «αυτονόητο». Δουλειά μου είναι άλλωστε.

Σύμφωνα με αυτή την «αυτονόητη» παραδοχή, όσοι/ες διαμαρτύρονται για τούτο το ομολογουμένως εντυπωσιακό «καπέλωμα», που υφίσταται τώρα ολόκληρο το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και που συνίσταται στην οφθαλμοφανή παραμέληση στοιχειωδών δημοκρατικών κανόνων, είναι «συνεπείς» μεν, «αιθεροβάμονες» δε. Ενώ οι άλλοι, οι σχεδιαστές του «καπελώματος» και όσοι το αποδέχονται, είναι οι «κυνικοί» μεν, «προσγειωμένοι στη σκληρή πραγματικότητα» δε: αυτοί που μέσα στον κυνισμό τους «ορθά» κρίνουν πως η «πολυτέλεια» των δημοκρατικών διαδικασιών οφείλει να θυσιαστεί μπροστά στην προτεραιότητα της νίκης στις επόμενες εκλογές. Ο «κυνικός ρεαλισμός» επομένως επιβάλλει μια «διεύρυνση» με συνοπτικές διαδικασίες σε επίπεδο κορυφής, από προσωπικότητες που με το κύρος τους θα εξασφαλίσουν την εισροή των μαζών που αναμένεται πως θα ακολουθήσουν, είτε εντασσόμενες στο ίδιο το κόμμα είτε ως μελλοντικοί ψηφοφόροι.

Το ότι τούτη η εκτίμηση στηρίζεται σε μια ελιτίστικη σύλληψη της πολιτικής που ουδεμία σχέση έχει με αριστερή ανάλυση και στρατηγική είναι το λιγότερο σημαντικό. Πιο πρακτικά και συγκεκριμένα, η άποψη που βλέπει τις «προσωπικότητες» να ακολουθούνται από μάζες οπαδών που θα προσχωρούν στον «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» θυμίζει την κλασική σκηνή με τον Ντόναλντ Ντακ που βαδίζει στο κενό και το συνειδητοποιεί με καθυστέρηση. Οι «οπαδοί» των πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ έχουν ήδη φύγει – είτε έχουν ήδη έρθει στον ΣΥΡΙΖΑ είτε ψήφισαν άλλα κόμματα ή απείχαν. Κι αν έχει κάποια επίπτωση στους δεύτερους η στελέχωση του «ανασυγκροτημένου» ΣΥΡΙΖΑ με πρώην πασόκους, αυτή σίγουρα θα είναι αρνητική.

Γιατί να εισρεύσουν στον ΣΥΡΙΖΑ που θα τους θυμίζει το κόμμα που εγκατέλειψαν; Στην ανάμνηση ποιανού παλιού αγαπημένου ΠΑΣΟΚ; Του ανδρεο-παπανδρεϊκού της διαφθοράς και του σκανδάλου Κοσκωτά; Του σημιτικού της νεοφιλελευθεροποίησης και της πάση θυσία ένταξης στην ευρωζώνη; Του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου που μας έφερε το ΔΝΤ και τα μνημόνια; Ή μήπως του βενιζελικού που δεν ήταν παρά το δεκανίκι της κυβέρνησης Σαμαρά; Για πόσους πια μετράει εκείνη η υπερβολικά εξιδανικευμένη στα μυαλά μερικών τετραετία 1981-1985; Είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσους γεμίζουν το σαλόνι ενός κεντρικού ξενοδοχείου;

Το θλιβερό λοιπόν δεν είναι μόνον η απο-ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρείται με αδιαφανείς διαδικασίες. Είναι και το ότι οδηγεί σε αποτέλεσμα μάλλον αντίθετο προς το επιδιωκόμενο.

Κύρκος Δοξιάδης* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις