Γράφει ο Γιώργος Σκαφιδάς
Αδόκητη και από πολλές απόψεις πρωτοφανής, εθνική αλλά και παγκόσμια, υγειονομική αλλά και πολυδιάστατη, η κρίση λόγω κορονοϊού έρχεται να δοκιμάσει τις αντοχές κυβερνήσεων, επιχειρηματικών κολοσσών και διεθνών οργανισμών, ανατρέποντας όσα μέχρι πρότινος θεωρούσαμε δεδομένα ή αδιαπραγμάτευτα. «Είναι κάτι που κανείς δεν περίμενε… που ήρθε από το πουθενά… που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα αποτελούσε πρόβλημα», θα δήλωνε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την αλαζονική ολιγωρία με την οποία εκείνος στάθηκε αρχικά απέναντι στην υγειονομική απειλή (Τραμπ είναι αυτός).
Ταυτόχρονα ωστόσο, ο Αμερικανός ηγέτης θα αποτύπωνε και μια πραγματικότητα, δυσάρεστη μεν αλλά ορατή. Διότι όσο και αν ισχυρίζονται κάποιοι ότι είχαν «δει» την πανδημία να έρχεται, σχεδόν τέσσερις μήνες έπειτα από το πρώτο κρούσμα… αυτό που κάνει η υφήλιος είναι να βλέπει τους νεκρούς από τον ιό να πολλαπλασιάζονται χωρίς να έχει – προς το παρόν τουλάχιστον – κανένα άλλο μέσο άμυνας πέρα από την… καραντίνα, τις απαγορεύσεις (κυκλοφορίας, συναθροίσεων κ.ά.) και τα (προσωρινά ή όχι, μένει να φανεί) λουκέτα.
Η κρίση με τον COVID-19 είναι ουσιαστικά η τρίτη πραγματικά μεγάλη δοκιμασία που καλείται να διαχειριστεί η παγκόσμια κοινότητα κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο. Είχαν προηγηθεί τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και η οικονομική κρίση του 2008.
Σχεδόν 12 χρόνια έπειτα από την κατάρρευση της Lehman Brothers, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται εκ νέου διεθνώς και μάλιστα απότομα, με το μεγαλύτερο μέρος κυρίως του ανεπτυγμένου κόσμου να επιστρέφει σε τροχιά ύφεσης. Όταν η Κίνα νοσεί άλλωστε, τότε νοσεί μαζί της και η υπόλοιπη υφήλιος. Γιατί; Επειδή η Κίνα των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων είναι σήμερα η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έπειτα από εκείνη των ΗΠΑ, μια οικονομία που πέρασε τα τελευταία 30 χρόνια καλπάζοντας με μέση ταχύτητα/ανάπτυξη κοντά στο 10% ετησίως για να εξελιχθεί στην πορεία σε γραμμή εφοδιασμού ολόκληρης της υφηλίου, απορροφώντας η ίδια ως εισαγωγέας-αγοραστής μεγάλο μέρος της παγκόσμιας ενεργειακής παραγωγής και των πρώτων υλών.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν ο κορονοϊός είχε περιοριστεί εντός των κινεζικών συνόρων, η υφήλιος σε έναν βαθμό θα επηρεαζόταν. Και τώρα που ο COVID-19 διέσχισε τα σύνορα αποκτώντας χαρακτηριστικά πανδημίας, η κρίση βρίσκεται πλέον να «ενδημεί» εντός κάθε περιοχής χωριστά (συρρίκνωση οικονομικής δραστηριότητας, μείωση βιομηχανικής παραγωγής, κατάρρευση της ζήτησης, απώλεια θέσεων εργασίας κ.ά.) αλλά και στις σχέσεις των χωρών μεταξύ τους (κλειστά σύνορα, διακοπές στην αεροπορική διασύνδεση κ.ά.).
Τα τέσσερα σενάρια της ύφεσης
Η οικονομία είναι πλέον το πρώτο θύμα, εάν εξαιρέσει κανείς φυσικά τις ίδιες τις ανθρώπινες απώλειες, με τους οικονομολόγους να διερωτώνται όχι εάν θα υπάρξει ύφεση αλλά ποια ακριβώς πορεία θα μπορούσε να ακολουθήσει η… γενόμενη ύφεση στο δρόμο προς την πολυπόθητη ανάκαμψη: Το σχήμα V (ξαφνική και ραγδαία πλην όμως προσωρινή ύφεση τώρα, ακολουθούμενη από ραγδαία ανάκαμψη το 2021); Το σχήμα U (ύφεση με μεγαλύτερη διάρκεια ακολουθούμενη από μια πιο σταδιακή ανάκαμψη); Το σχήμα W (με τις διαδοχικές μεταπτώσεις από τη συρρίκνωση στην ανάπτυξη και αντιστρόφως) ή μήπως το σχήμα L (με την ύφεση να διαιωνίζεται και την ανάκαμψη να καθυστερεί);
Οι επιπτώσεις από τον κορονοϊό δεν περιορίζονται, ωστόσο, μόνο στον χώρο της οικονομίας. Αντιθέτως, μέσω της οικονομίας επηρεάζουν την ενέργεια, το εμπόριο, τις μετακινήσεις/μεταφορές και συνεπακόλουθα τις διακρατικές και διεθνείς σχέσεις, ανατρέποντας όσα μέχρι αντιμετωπίζονταν ως δεδομένα.
Η στάση της Κίνας ως βαρόμετρο των εξελίξεων
Ειδικά από τη στάση του Πεκίνου, δε, θα κριθούν πολλά το προσεχές διάστημα σε επίπεδο γεωπολιτικό. Διότι εάν το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ επιλέξει τώρα, προκειμένου να μπορέσει να τακτοποιήσει τα οίκου του, να ακολουθήσει πορεία απομονωτισμού (έστω πρόσκαιρου, μερικού) ή αναστολής της κινεζικής υπερεξάπλωσης (βλέπε «Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος» κ.ά.), τότε θα ανατραπούν και οι πολυπολικές ισορροπίες διεθνώς, κατά πάσα πιθανότητα σε βάρος χωρών όπως είναι η Ρωσία, το Ιράν, η Βενεζουέλα, ακόμη και η Τουρκία. Κερδισμένες από μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσαν να βγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά σε μια χρονιά προεδρικών εκλογών όπως είναι η τρέχουσα… με τη διαφορά ωστόσο ότι και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με πολύ σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό λόγω κορονοϊού.
Δοκιμάζονται οι σχέσεις Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας
Με τις επιχειρήσεις να κατεβάζουν ρολά, τις μεταφορές να περιορίζονται, τα αεροπλάνα να παραμένουν καθηλωμένα ή άδεια και τους καταναλωτές/επιχειρηματίες/επενδυτές να «μένουν σπίτι», η ζήτηση προφανώς και υποχωρεί διεθνώς. Και όταν η ζήτηση υποχωρεί, τότε μαζί της υποχωρούν και οι τιμές της ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πετρελαϊκά παράγωγα κ.ά.) που κάνει τις βιομηχανίες και τα ΜΜΜ να κινούνται. Και όταν οι τιμές πέφτουν, τότε οι χώρες που εξάγουν ενέργεια προβληματίζονται και… ερίζουν καθώς αναζητούν τρόπους να περιορίσουν τις όποιες απώλειες εσόδων. Κάπως έτσι φτάσαμε και στη σύγκρουση της Ρωσίας με τη Σαουδική Αραβία, με τις δύο χώρες να διαφωνούν για το εάν θα έπρεπε ή όχι να μειωθεί η παραγωγή πετρελαίου προκειμένου να κρατηθούν οι τιμές ψηλά ή τουλάχιστον όχι πολύ χαμηλά.
Οι Σαουδάραβες (ως η δύναμη που de-facto ελέγχει τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών-OPEC) αποφάσισαν να μειώσουν την παραγωγή κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Οι Ρώσοι από την άλλη (που δεν ανήκουν μεν στον OPEC αλλά συνεργάζονταν με τη Σαουδική Αραβία από το 2016 συνδιαμορφώνοντας τις εξελίξεις στον χώρο του πετρελαίου στο πλαίσιο ενός ατύπως διευρυμένου OPEC καλούμενου OPEC+) αρνήθηκαν να ακολουθήσουν. Οι Σαουδάραβες ωστόσο θα σήκωναν το γάντι… κάνοντας τελικώς τα ακριβώς αντίθετα από όσα αρχικά πρότειναν: αυξάνοντας δηλαδή την παραγωγή και ανακοινώνοντας εκπτώσεις για το πετρέλαιο που θα εξάγεται σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική…
Σημαντική σημείωση Νο 1: οι Σαουδάραβες τυγχάνουν σύμμαχοι των Αμερικανών και οι Αμερικανοί ανταγωνιστές της Ρωσίας. Σημαντική σημείωση Νο 2: Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε κυρώσεις στη μεγαλύτερη ρωσική πετρελαϊκή, την κρατική Rosneft, ως «αντίποινα» επειδή εκείνη επιμένει να συνεργάζεται με το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Σημαντική σημείωση Νο 3: Ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου σήμερα στον κόσμο δεν είναι ούτε η Σαουδική Αραβία (που βρίσκεται στη θέση νούμερο 2 της παγκόσμιας κατάταξης), ούτε η Ρωσία (που βρίσκεται στη θέση νούμερο 3) αλλά οι… ΗΠΑ χάρη στη σχιστολιθική παραγωγή.
Τούτου δοθέντος, η Μόσχα θα το ήθελε να πληγεί η αμερικανική παραγωγή και εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε όντως να συμβεί εάν οι τιμές κρατηθούν επί μακρόν κάτω από τα 40 ή ακόμη και τα 30 δολάρια το βαρέλι. Οι Αμερικανοί παραγωγοί έχουν όμως πλέον και άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσουν: εν προκειμένω την παράλυση της αμερικανικής αγοράς στο εσωτερικό λόγω κορονοϊού αλλά και τα τεράστια χρέη (των συνολικά 86 δισεκατομμυρίων δολαρίων που πρέπει να έχουν αποπληρωθεί ή αναχρηματοδοτηθεί έως το 2024) με τα οποία βρίσκονται φορτωμένοι πολλοί εξ αυτών, χρέη στα οποία βρίσκονται εκτεθειμένες και ουκ ολίγες αμερικανικές τράπεζες (BOK Financial, Bank7 Corp κ.ά.).
Τι θα γίνε με EastMed και ενεργειακά project στην Ανατολική Μεσόγειο;
Καθώς οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου κατρακυλούν, διερωτάται εύλογα κανείς εάν και κατά πόσο επηρεάζονται όλα εκείνα τα project που ήδη τρέχουν ή επρόκειτο να τρέξουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι εξελίξεις, πάντως, δεν επιτρέπουν αισιόδοξες προβλέψεις. Η αμερικανική ExxonMobilγια παράδειγμα, που δραστηριοποιείται στην κυπριακή ΑΟΖ, ανακοίνωσε δραστικές περικοπές στις δαπάνες, έχοντας προηγουμένως δει την αξία της μετοχής της να υποχωρεί σε χαμηλό 17ετίας.
Ο Κρίστιαν Μάλεκ, εκ των επικεφαλής αναλυτών της JP Morgan, προβλέπει ότι ειδικά η ιταλική ΕΝΙ (που επίσης δραστηριοποιείται στην κυπριακή ΑΟΖ) πρόκειται να βρεθεί σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση (μαζί με τις Repsol και OMV) εάν οι τιμές της ενέργειας παραμείνουν μακροπρόθεσμα σε χαμηλά επίπεδα. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι πολλές πλέον οι εταιρείες που αναγκάζονται να προχωρήσουν σε περικοπές δαπανών αναθεωρώντας παράλληλα και κάποια από τα σχέδιά τους. Σε σχετικές ανακοινώσεις έχουν προβεί ενδεικτικά τις τελευταίες ημέρες οι: Chevron, ExxonMobil, Equinor, Gulf Keystone, Kosmos Energy, Oil Search, Premier Oil, Santos, Saudi Aramco και Tullow Oil μεταξύ άλλων.
Θα μπορούσε ένα ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο project όπως είναι για παράδειγμα ο προτεινόμενος αγωγός φυσικού αερίου EastMed, που θα ξεκινά από τη λεκάνη της Λεβαντίνης νοτίως της Κύπρου και θα καταλήγει στις ακτές της ανατολικής Ιταλίας μέσω Κύπρου, Κρήτης και ηπειρωτικής Ελλάδας, να προχωρήσει μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον περικοπών και μειούμενων τιμών;
Στον αέρα κάθε διεύρυνση, άνοιγμα και νέα διεθνή συμφωνία
Αλλά και πέρα από τον χώρο της ενέργειας, υπό το βάρος της ασύμμετρης απειλής του κορονοϊού, οι χώρες της Γηραιάς Ηπείρου πλέον οχυρώνονται πίσω από καλά φυλασσόμενα συνοριακά τείχη μπαίνοντας σε καραντίνα. Εκ των πραγμάτων όλα εκείνα τα σχέδια περί διεύρυνσης που ήταν σε εκκρεμότητα το πιθανότερο είναι να παραμείνουν σε εκκρεμότητα μέχρι νεωτέρας. Η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίωνμπαίνει, με άλλα λόγια, στον πάγο. Κανείς δεν μπορεί να μιλάει για διεύρυνση της Σένγκεν σε μια περίοδο κατά την οποία όσα προβλέπει η Σένγκεν έχουν επί της ουσίας ανασταλεί. Συνακόλουθα, σε δεύτερη μοίρα μπαίνουν πλέον και οι προτάσεις Μακρόν για αλλαγές στη διαδικασία της ευρωπαϊκής διεύρυνσης.
Η Σύνοδος ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων που ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί στο Ζάγκρεμπ τον ερχόμενο Μάιο βρίσκεται και εκείνη επί της ουσίας στον αέρα, αν και προς το παρόν λέγεται ότι θα πραγματοποιηθεί. Καλές οι τηλεδιασκέψεις αλλά και περισσότερο «ευάλωτες» στην ολιγωρία ή την αναβλητικότητα, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που δεν θεωρούνται επί του παρόντος πρώτης προτεραιότητας. Μέσα σε όλα αυτά, αναβλήθηκε και η επίσκεψη που ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιήσει στο Πεκίνο η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τέλη Μαρτίου για επαφές με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κεκιάνγκ. Και αυτό, σε μια χρονιά όπως το 2020 που αντιμετωπιζόταν ως καθοριστική για το μέλλον σινο-ευρωπαϊκών σχέσεων.
Υπό το βάρος της κοινής πρόκλησης του COVID-19 οι χώρες θα μπορούσαν βέβαια να αναπτύξουν και νέες πρωτοβουλίες κοινής δράσης ή να αναθεωρήσουν/ανανεώσουν κάποια από τα ήδη υπάρχοντα μοντέλα της μεταξύ τους συνεργασίας. Η καραντίνα ωστόσο συνοδεύεται εκ των πραγμάτων από εσωστρέφεια, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται το έδαφος και για μια σειρά από νέα πεδία ανταγωνισμών. Η προσπάθεια για παράδειγμα του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να εξαγοράσει γερμανική εταιρεία (την CureVac) που εργάζεται πάνω σε εμβόλιο για τον κορονοϊό προκειμένου να έχει εκείνος πρώτος και κατά αποκλειστικότητα την πρόσβαση σε ένα ενδεχόμενο εμβόλιο για λογαριασμό των ΗΠΑ είναι ενδεικτική… ενώ αξιοσημείωτο είναι και ένα άλλο στοιχείο: το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των αντιβιοτικών, των βιταμινών (vitamin C) και σειράς φαρμάκων (ibuprofen, hydrocortisone, acetaminophen) που κυκλοφορούν σήμερα στις ΗΠΑ εισάγεται από την Κίνα…
Θα αλλάξει ο κορονοϊός την Ευρώπη για πάντα;
Οι συνθήκες μπορεί να είναι έκτακτες, ό,τι συμβαίνει ωστόσο τώρα δημιουργεί αυτομάτως και ένα προηγούμενο… προς μελλοντική «χρήση» σε άλλες συνθήκες, παρόμοιες ή διαφορετικές. Ανεξάρτητα από την όποια αιτία της τρέχουσας κρίσης, είναι δεδομένο πλέον ότι κάποια πράγματα πάει… έγιναν… όπερ σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν, εάν υπάρχει βέβαια και η σχετική πολιτική βούληση. Τα σύνορα για παράδειγμα στην Ευρώπη έκλεισαν, όχι μόνο τα εξωτερικά αλλά και τα εσωτερικά. Θεωρητικώς, κάποια στιγμή θα πρέπει να ανοίξουν και πάλι, αν και η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, δεν φαίνεται να είναι σίγουρη ότι όντως θα γίνει τέτοιο όταν η κατάσταση βελτιωθεί. Η ίδια περιορίστηκε απλώς στο να εκφράσει την «ελπίδα» ότι τα σύνορα θα ξανανοίξουν, δίνοντας έτσι με την «ελπίδα» της τροφή και σε όλους εκείνους που διερωτώνται «εάν ο κορονοϊός πρόκειται να αλλάξει την Ευρώπη για πάντα;».