Tελικά, πόσο κοντά στο «χείλος του γκρεμού» ήταν η ΔΕΗ το περασμένο καλοκαίρι; Και πόσο έχει απομακρυνθεί απ’ τον γκρεμό στους δέκα μήνες «διάσωσής» της από την κυβέρνηση της Ν.Δ. και τη νέα της διοίκηση;
Πριν από μερικές μέρες ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του Ομίλου για το 2019. Για λόγους καθαρά λογιστικούς και όχι ταμειακούς μπορεί κανείς να τα δει σαν ένα ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Φυσικά, ο υπουργός Ενέργειας και η διοίκηση της ΔΕΗ επέλεξαν το μισογεμάτο ποτήρι, παρότι οι συνθήκες της πανδημίας έχουν αδειάσει όλα τα ποτήρια. Επειτα από μια πολύμηνη καταστροφολογία για επικείμενη κατάρρευση της (ουσιαστικά) μεγαλύτερης επιχείρησης της χώρας, παρουσίασαν το «επίτευγμα» της εξάμηνης «διάσωσης»: τα κέρδη EBITDA (προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων) του 2019 διαμορφώθηκαν στα 333 εκατ. ευρώ, από 404 εκατ. του 2018.
Τόσο ο πρόεδρος της ΔΕΗ κ. Στάσσης όσο και ο κ. Χατζηδάκης απέφυγαν τη σύγκριση σε ετήσια βάση (λογικό, όταν το 333 είναι μικρότερο του 404) και προτίμησαν να συγκρίνουν το «καταστροφικό» α’ εξάμηνο με το «εξυγιαντικό» δεύτερο εξάμηνο του 2019. Στάθηκαν ιδιαίτερα στο «μαγικό» δ’ τρίμηνο στη διάρκεια του οποίου «χτίστηκαν» κέρδη EBITDA 236 εκατ. έναντι 44 εκατ. το δ’ τρίμηνο του 2018 (αύξηση 429%! πανηγύρισαν τα σχετικά δελτία Τύπου).
Η Ν.Δ., η κυβέρνησή της και ο κ. Χατζηδάκης προσωπικά (για λόγους που, πέραν του νεοφιλελεύθερου ζήλου του, δεν έχουν σε βάθος διακριβωθεί) έχτισαν το αφήγημά τους για τη ΔΕΗ πάνω σε λογιστικές ταχυδακτυλουργίες. Τις παραμονές των εκλογών του Ιουλίου διέρρευσε ηλεκτρονικό μήνυμα των οικονομικών υπηρεσιών της ΔΕΗ προς την τότε διοίκησή της στο οποίο προτεινόταν επειγόντως η «λήψη πρόσθετων μέτρων για αύξηση κερδοφορίας, ύψους τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.
Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν και αυτόματο μηχανισμό μετακύλισης στα τιμολόγια…». Πράγμα που μεταφραζόταν σε αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος τουλάχιστον 8%. Η Ν.Δ. έκανε σημαία αυτή τη διαρροή. Ο κ. Χατζηδάκης επένδυσε και προσωπικά σε ακόμη μια ένδειξη «κατάρρευσης» της ΔΕΗ και, μετεκλογικά, ως υπουργός πλέον, μιλούσε με κάθε ευκαιρία για ζημιές 1,6 δισ., για επιχείρηση που δεν έχει να αγοράσει ούτε κολόνες και την οποία «μόνο ένας τρελός θα αγόραζε».
Αυτή η επιθετική ρητορική δεν ήταν παρά η προετοιμασία του εδάφους για την επιβολή των αυξήσεων 15%-19% στα τιμολόγια και για μείωση στην έκπτωση συνεπούς πελάτη στο 5%, όπως ανακοινώθηκαν τον Σεπτέμβριο. Η υποτιθέμενη διάσωση της ΔΕΗ διά των υπέρογκων αυξήσεων εξελίχθηκε σε εξόφθαλμη πριμοδότηση των ιδιωτικών εταιρειών ρεύματος, που σε κάθε απαξιωτική αναφορά του κ. Χατζηδάκη για τη ΔΕΗ πλημμύριζαν τα κανάλια με διαφημιστικά μηνύματα και οργάνωναν τηλεφωνικά «πογκρόμ» στους πελάτες της ΔΕΗ.
Πού θα ήταν, όμως, τα κέρδη της εταιρείας χωρίς το χαράτσι σε περίπου 6 εκατ. νοικοκυριά; Βάσει της γαλάζιας δημιουργικής λογιστικής, η ΔΕΗ θα κατέγραφε καθαρές (όχι λογιστικές) ζημιές. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που επιμελώς αποκρύφθηκε από τη νέα διοίκηση του Ομίλου η εκτίμηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών τον περασμένο Αύγουστο, που, σε αντίθεση με την προεκλογική διαρροή, προέβλεπε ότι χωρίς καμιά αύξηση στα τιμολόγια η εταιρεία θα εξασφάλιζε κέρδη EBITDA 286 εκατ. πέρσι.
Το ηλεκτρονικό μήνυμα ενημέρωσης της διοίκησης της ΔΕΗ από την οικονομική διεύθυνση (με ημερομηνία την… αποφράδα 29η Μαΐου) με το οποίο ζητούνταν «πρόσθετα μέτρα 300 εκατ.», ήτοι αυξήσεις, η Ν.Δ. το έκανε προεκλογικά σημαία κατάρρευσης της ΔΕΗ. Τη μετεκλογική, επίσημη εκτίμηση της ίδιας υπηρεσίας που προέβλεπε κέρδη 286 εκατ. χωρίς καμιά αύξηση στα τιμολόγια, την απέκρυψαν επιμελώς. Αντ’ αυτής, διακινούνταν κινδυνολογικά η αναμενόμενη έκθεση της Ernst&Young που θα αποτύπωνε τη χρεοκοπία της ΔΕΗ. Τελικώς, ούτε αυτή η κασσανδρική προφητεία επαληθεύτηκε, επομένως το ερώτημα είναι γιατί και κυρίως υπέρ ποιων η κυβέρνηση οργάνωσε την εκστρατεία απαξίωσης της ΔΕΗ και περαιτέρω ιδιωτικοποίησης των ενεργειακών δικτύων
Η ΔΕΗ, άλλωστε, αποτελεί στόχο ενός λιγότερο συζητημένου άρθρου του νομοσχεδίου. Στο άρθρο 104 τροποποιούνται διατάξεις του ν. 4533/2018 με τον οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση δρομολόγησε την «απολιγνιτοποίηση» της ΔΕΗ, πριν η κυβέρνηση της Ν.Δ. αποφασίσει να την επισπεύσει. Η πρώτη αλλαγή είναι εκ πρώτης όψεως θετική, αφού δίνει τη δυνατότητα στη μονάδα Μεγαλόπολη 5 να παράγει πλέον στο μέγιστο της ισχύος της (811 MW), καθώς εξασφαλίστηκε ότι η γραμμή μεταφοράς ρεύματος της Πελοποννήσου έχει πια την απαιτούμενη χωρητικότητα. Ωστόσο, στο ίδιο άρθρο 104 του νομοσχεδίου αποκαλύπτεται η κυβερνητική υποκρισία της απολιγνιτοποίησης: Με τον νόμο του 2018 είχε θεσπιστεί το «ειδικό τέλος δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης λιγνίτη», το οποίο οριζόταν σε 1,40 ευρώ ανά μεγαβατώρα, χωρίς όμως να υπολογίζεται στο μεταβλητό κόστος των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ.
Αυτό το λιγνιτικό τέλος θα αποδιδόταν στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου ως αντιστάθμισμα για την περιβαλλοντική επιβάρυνση που υφίστανται, ιδιαίτερα οι περιοχές Κοζάνης, Πτολεμαΐδας και Μεγαλόπολης. Με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη καταργείται η ρήτρα μη υπολογισμού του τέλους στο μεταβλητό κόστος ηλεκτροπαραγωγής, με αποτέλεσμα η τιμή προσφοράς που υποχρεούται να κάνει η ΔΕΗ ανά μεγαβατώρα να είναι επιβαρυμένη κατά 2,5%-3%, άρα μη ανταγωνιστική σε σχέση με τις προσφορές ιδιωτών παραγωγών. Αυτό σημαίνει ότι η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή της ΔΕΗ κινδυνεύει να μείνει στα αζήτητα ή να πουληθεί κάτω του κόστους και επί ζημία της επιχείρησης, ενώ και οι Περιφέρειες υπέρ των οποίων θεσπίστηκε το λιγνιτικό τέλος μπορεί να χάσουν έναν πόρο τουλάχιστον 12 εκατ. κατ’ έτος, διόλου ασήμαντο για τη μετάβαση στη μετά λιγνίτη εποχή.
Εκτός εάν, όπως δικαιολογημένα υπαινίχθηκε στην τηλε-ακρόαση στην Επιτροπή Εμπορίου της Βουλής ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ Γ. Αδαμίδης, σκοπός της διάταξης του νομοσχεδίου δεν είναι η απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής γενικώς, αλλά της ΔΕΗ ειδικώς. Δηλαδή, η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της σε ιδιώτες, όπως ήταν παλαιότερο σχέδιο κυβερνήσεων της Ν.Δ. «Μας προβληματίζει η γενική αναφορά σε παραγωγούς ενέργειας με χρήση λιγνίτη», επισήμανε ο Γ. Αδαμίδης, και δεν είχε άδικο να αναρωτιέται.