Μια απίστευτη ιστορία με διαμάντια, σμαράγδια, ρουμπίνια αλλά και «υφαρπαγή» ακινήτων εκτυλίσσεται στο Εφετείο Αθηνών σε δύο παράλληλες δίκες με βασικό αδίκημα την τοκογλυφία. Η πρώτη δίκη αναμένεται να ξεκινήσει στις 16 Ιουνίου, ενώ κεντρικοί πρωταγωνιστές της είναι ένας έμπορος πολύτιμων λίθων και ένας επιχειρηματίας που τα τελευταία χρόνια ζει στην κοσμοπολίτικη Νίκαια της Γαλλίας.
Ο τελευταίος κατηγορείται για τοκογλυφία, στο πλαίσιο της οποίας φέρεται να υπεξαίρεσε πολύτιμους λίθους αξίας 600.000 ευρώ από τον έμπορο και μηνυτή του. Στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που εκδόθηκε για τη συγκεκριμένη υπόθεση περιγράφονται γλαφυρά διαφόρων ειδών συναλλαγές, ενώ οι δικαστές κάνουν ειδική αναφορά στα θύματα της τοκογλυφίας, που σε πολλές περιπτώσεις μπαίνουν σε ρόλο θύτη ή «αχυρανθρώπου» του τοκογλύφου προκειμένου να γλιτώσουν από τις πιέσεις που δέχονται. Σύμφωνα με τις περιγραφές του μηνυτή και θύματος στα δικόγραφα, ο ίδιος διατηρούσε ατομική επιχείρηση πολύτιμων λίθων από το έτος 1988. Ο αντίδικός του -που κατηγορείται για τοκογλυφία- τον περιγράφει ως έναν άνθρωπο που «σύχναζε στα καφέ του Κολωνακίου για να βρει πελάτες».
Η γνωριμία του φερόμενου τοκογλύφου με τον έμπορο πολύτιμων λίθων έγινε το 2002, ενώ το 2003 ο πρώτος φέρεται να ζήτησε από τον δεύτερο την κατασκευή κοσμήματος για να το προσφέρει ως δώρο στη σύζυγό του. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο έμπορος και η επιχείρησή του περιήλθαν σε δεινή οικονομική θέση, καθώς πλέον δεν μπορούσε να καλύψει τρέχουσες υποχρεώσεις, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει. «Απευθύνθηκα στον κατηγορούμενο γιατί γνώριζα ότι δραστηριοποιείται επί σειρά ετών σε τέτοιου είδους διευκολύνσεις, καθώς φαίνεται ότι ήταν γνωστός για τον δανεισμό χρημάτων σε τρίτους αντί αδρών τοκογλυφικών ανταλλαγμάτων» υποστηρίζει.
Ο έμπορος εμφανίζεται να έλαβε από τον κατηγορούμενο 179.800 ευρώ από το 2003 έως και το 2011, ενώ σε αυτό το διάστημα του κατέβαλε το 40.640 ευρώ μόνο για τόκους
Η συμφωνία φαίνεται πως έκλεισε ανάμεσα στα δύο μέρη και ο έμπορος εμφανίζεται να έλαβε από τον κατηγορούμενο από το 2003 έως και το 2011 ποσά συνολικού ύψους 179.800 ευρώ, ενώ σε αυτό το διάστημα του κατέβαλε ποσό 40.640 ευρώ που αντιστοιχούσε μόνο σε τόκους, αφού το επιτόκιο δανεισμού κυμαινόταν από 5% έως 7% μηνιαίως, «ποσοστό που υπερέβαινε κατά πολύ το νόμιμο και θεμιτό ποσοστό επιτοκίου δανεισμού, καθώς ανερχόταν σε ετήσια βάση σε ποσοστό 60% έως 84%», όπως σημειώνεται στο επίμαχο βούλευμα.
Εξασφάλιση με σμαράγδια
Τον Μάιο του 2011 ο έμπορος βρέθηκε στην ανάγκη για νέο δανεισμό από τον κατηγορούμενο, που του «προσέφερε» το χρηματικό ποσό των 50.800 ευρώ, με τόκο 5% μηνιαίως. Ωστόσο, για να εξασφαλισθεί περαιτέρω φέρεται, σύμφωνα με το βούλευμα, να ζήτησε από τον έμπορο να του παραδώσει ως ενέχυρο διάφορους πολύτιμους λίθους. Συγκεκριμένα, ο μηνυτής φέρεται να παρέδωσε στον κατηγορούμενο πολύτιμους λίθους συνολικής αξίας 602.000 ευρώ! Ειδικότερα πρόκειται για 1 σμαράγδι βάρους 6,80 ct και αξίας 23.000 ευρώ, 1 σμαράγδι βάρους 7,10 ct και αξίας 25.000, 1 διαμάντι βάρους 7,63 ct και αξίας 300.000, 2 σμαράγδια βάρους 12,12 ct και αξίας 10.000, 2 σμαράγδια βάρους 9,90 ct και αξίας 14.000, 3 σμαράγδια βάρους 15,10 ct και αξίας 22.000, 2 σμαράγδια βάρους 12,12 ct και αξίας 10.000, 1 σμαράγδι βάρους 27,13 ct και αξίας 16.000, 3 σμαράγδια βάρους 32,35 ct και αξίας 100.000 και 1 ρουμπίνι βάρους 160 ct και αξίας 80.000 ευρώ.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Ιουνίου 2011, ο κατηγορούμενος απαίτησε από τον έμπορο να του μεταβιβάσει και απαίτηση που διατηρούσε κατά του ελληνικού Δημοσίου, ύψους 42.750 ευρώ από ληξιπρόθεσμη οφειλή μισθωμάτων, προκειμένου να του επιστρέψει τα κοσμήματα που είχε λάβει. Γι’ αυτόν τον λόγο κατήρτισαν μεταξύ τους σύμβαση εκχώρησης. Ωστόσο, αν και ο μηνυτής του μεταβίβασε την απαίτησή του, ο κατηγορούμενος ουδέποτε του επέστρεψε τα κοσμήματα.
Στην απίστευτη ιστορία μπήκε και τρίτο πρόσωπο, φίλος του εμπόρου πολύτιμων λίθων, το οποίο τον Δεκέμβριο του 2010 προέβη στην έκδοση δύο μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών, συνολικού ύψους 460.000 ευρώ, τις οποίες παρέδωσε στον φερόμενο τοκογλύφο ως εγγύηση για τα ποσά με τα οποία είχε δανείσει τον μηνυτή. Τον επόμενο μήνα καταρτίστηκε σύμβαση με την οποία το φιλικό πρόσωπο του μηνυτή, ως εκπρόσωπος μιας τεχνικής εταιρείας, ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στον κατηγορούμενο ένα οικόπεδο στην Καλλιθέα αντί τιμήματος 460.000 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος φέρεται να προσπάθησε να υφαρπάξει οικόπεδο στην Καλλιθέα από φίλο του μηνυτή, ο οποίος, εξέδωσε επιταγές 460.000 ευρώ ως εγγύηση για τα δανεικά
Με άλλα λόγια, όπως περιγράφουν οι δικαστές, «ο κατηγορούμενος πίεσε και εξανάγκασε το φιλικό πρόσωπο να εκδώσει τις δύο επιταγές, στις οποίες είχαν ενσωματωθεί οι απαιτήσεις του τοκογλύφου σε βάρος του μηνυτή. Στη συνέχεια πίεσε το ίδιο πρόσωπο ώστε να συναινέσει διά της συμφερόντων του πωλήτριας εταιρείας στην κατάρτιση του ως άνω προσυμφώνου πώλησης, το τίμημα του οποίου εξοφλήθηκε με την οπισθογράφηση των δύο ίδιων επιταγών. Ετσι πέτυχε να εμφανίζεται ότι έχει εξοφλήσει το τίμημα, ενώ η πωλήτρια εταιρεία από δυστροπία εμφανιζόταν να μη συναινεί στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου μολονότι έχει προεισπράξει το τίμημα. Απώτερος στόχος ήταν προφανώς η απόκτηση του ακινήτου, το οποίο θα καρπωνόταν έχοντας καταβάλει ως τίμημα δύο επιταγές, η έκδοση και οπισθογράφηση των οποίων υπήρξε προϊόν απειλών και εξαναγκασμού εκ μέρους του κατηγορουμένου». Ωστόσο, η υπόθεση αποκαλύφθηκε σε σχετικό δικαστήριο και πλέον ο φερόμενος ως τοκογλύφος αντιμετωπίζει και το αδίκημα της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω.
Με απειλές υποχρέωναν τα θύματα να γίνονται «αχυράνθρωποι»
Στο σκεπτικό του βουλεύματος αποτυπώνονται οι αλλαγές στις συμπεριφορές των εμπλεκομένων, ενώ σκιαγραφείται λεπτομερώς ο τρόπος λειτουργίας των τοκογλύφων. Αρχικά, σε τέτοιου είδους δοσοληψίες «οι συμφωνίες δανεισμού καταρτίζονται προφορικά, και ο εγκαλών λάμβανε σε μετρητά τα ποσά των δανείων και παράλληλα παρέδιδε στον κατηγορούμενο μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, που ενσωματώνουν τους τοκογλυφικούς τόκους, ενώ όταν έφτανε ο χρόνος λήξης των επιταγών, αυτές είτε εξοφλούνταν εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα του δανειολήπτη, είτε αντικαθίσταντο από άλλες νεότερες που ενσωματώνουν τους παλιούς και νέους τόκους».
Την κατάσταση φέρονται να επιβεβαιώνουν και μάρτυρες που δανείστηκαν από τον κατηγορούμενο με ίδιους ή παραπλήσιους όρους. Ομως, οι δικαστές δεν διστάζουν να επισημάνουν και τις αλλαγές σε καταθέσεις των εμπλεκομένων, τονίζοντας ότι έγιναν αρχικά υπό το καθεστώς του φόβου, ενώ συχνά ο δανειζόμενος από τον τοκογλύφο μπαίνει στη συνέχεια σε ρόλο «αχυρανθρώπου» για να αποφύγει τις πιέσεις. «Είναι βέβαια γεγονός ότι ορισμένα από τα πρόσωπα, που ενώ στα πλαίσια της παρούσας δικογραφίας παρουσιάζονται να περιγράφουν αταλάντευτα τις μεθοδεύσεις και παράνομες πρακτικές του κατηγορουμένου έναντι των οφειλετών του, έχουν κατά το παρελθόν υιοθετήσει διαφορετικές εκδοχές για τα ίδια ή παραπλήσια γεγονότα. Ωστόσο, αν και εκ πρώτης όψεως η διαπίστωση αυτή ξενίζει και αποδυναμώνει την αξιοπιστία των προσώπων αυτών, εντούτοις κρίνουμε ότι η επαμφοτερίζουσα πρακτική που έχει ακολουθηθεί από ορισμένους μπορεί να αποδοθεί στην προφανή κατάσταση ανάγκης, στην οποία βρίσκονται.
«Ο κατηγορούμενος εκτόξευσε απειλές για τη ζωή μελών της οικογένειάς του. Με τον τρόπο αυτόν τον υποχρέωνε να του παρέχει συνδρομή προς διευκόλυνση της εγκληματικής του δραστηριότητας» αναφέρει μάρτυρας στην υπόθεση και πατέρας πασίγνωστης κυρίας της σόουμπιζ
Πράγματι είναι εύλογο να υποτεθεί ότι πρόσωπα που έχουν δανειστεί μεγάλα ποσά με δυσβάστακτους όρους και ήδη υφίστανται την πίεση του δανειστή τους με την επαπειλούμενη επιβολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των ίδιων και της περιουσίας τους, είναι ευεπίφορα σε πιέσεις κάθε είδους ώστε να ενδώσουν, καταθέτοντας για γεγονότα ή προσυπογράφοντας έγγραφα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με σκοπό να επιτύχουν τη χαλάρωση των καταδιωκτικών μέτρων του δανειστή τους».
Η αναφορά των δικαστών δεν είναι τυχαία, αφού εκκρεμεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ακόμη μία δίκη (σ.σ.: αναμένεται να παραγραφεί λόγω της αλλαγής στον ΠΚ) με κατηγορούμενο το ίδιο πρόσωπο για τοκογλυφία, ενώ στην αρχική μήνυση κατηγορούνταν και ο έμπορος πολύτιμων λίθων ως συνεργάτης του φερόμενου ως τοκογλύφου, αλλά απαλλάχθηκε από την κατηγορία αφού τόσο οι μηνυτές άλλαξαν τις καταθέσεις τους λέγοντας πως εκβιάστηκε για να βοηθήσει τον φερόμενο ως τοκογλύφο, όσο και οι δικαστές έκριναν ότι από φόβο έγινε για κάποιο διάστημα «μπροστινός» του τοκογλύφου.
«Την τοκογλυφική δραστηριότητα του κατηγορουμένου τη βίωσα και προσωπικά όταν το 2008 βρέθηκα και εγώ στην ανάγκη να δανειστώ χρήματα από αυτόν. Συνολικά γνωρίζω ότι ο κατηγορούμενος σταδιακά οδήγησε τον έμπορο πολύτιμων λίθων σε οικονομική εξαθλίωση, αφού το ένα δάνειο διαδεχόταν το άλλο, πάντα με όρους απάνθρωπους. Από το σημείο εκείνο ο κατηγορούμενος αρχικά απείλησε τον έμπορο ότι θα κινήσει δικαστική διαδικασία σε βάρος του, ενώ στη συνέχεια εκτόξευσε απειλές για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή μελών της οικογένειάς του. Με τον τρόπο αυτόν τον εκβίαζε και τον υποχρέωνε να του παρέχει συνδρομή προς διευκόλυνση της εγκληματικής του δραστηριότητας σε βάρος πολλών ανθρώπων» αναφέρει σε κατάθεσή του μάρτυρας στην υπόθεση και πατέρας πασίγνωστης κυρίας της σόουμπιζ.
Το κλεμμένο Rolex
Πάντως, ο κατηγορούμενος εμφανίζει τον εαυτό του ως ευυπόληπτο επιχειρηματία, ο οποίος υποστηρίζει πως τον Νοέμβριο του έτους 2012 έπεσε θύμα του εμπόρου πολύτιμων λίθων: «Οταν η σύζυγός μου βρισκόταν σε καφέ του Κολωνακίου με παρέα της τη σύζυγο του μηνυτή μου, εκείνος εμφανίστηκε εκεί και παρατήρησε ότι το λουράκι του ρολογιού της γυναίκας μου είχε χαλάσει και προσφέρθηκε ο ίδιος, ως ειδικός, να το πάρει και να το αντικαταστήσει. Η γυναίκα μου θεωρώντας τον αξιόπιστο, φερέγγυο και φίλο μου τον εμπιστεύτηκε, το παρέδωσε και τότε εξαφανίστηκε και ο ίδιος και το ρολόι» φέρεται να υποστηρίζει ο κατηγορούμενος. Μάλιστα αρνείται οποιαδήποτε παράνομη πράξη, περιγράφοντας τον εαυτό του ως επιτυχημένο επιχειρηματία, με έφεση στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, και -όπως επεσήμανε- μια επιτυχημένη κίνησή του το 2009 του απέφερε κέρδη 1,4 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, ο ίδιος επικαλέστηκε φορολογική δήλωση του 2000 όπου το δηλωθέν εισόδημά του ανερχόταν στο 1 δισ. δραχμές, δηλαδή 3 εκατ. ευρώ, και κατά συνέπεια δεν είχε ανάγκη για τέτοιου είδους πρακτικές.