Ο ερχομός του καλοκαιριού, οι ανοιχτοί χώροι και η καλή επιδημιολογική εικόνα της χώρας μετά την καραντίνα, έδωσαν σε πολλούς την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι τα δύσκολα του κορονοϊού πέρασαν. Η αύξηση των κρουσμάτων όμως τις τελευταίες μέρες, μας θύμισε πως τίποτα δεν έχει τελειώσει, σε συνδυασμό με τους επιστήμονες που δεν έπαψαν στιγμή να κρούουν των κώδωνα του κινδύνου.
ΓΡΑΦΕΙ: ΜΑΡΙΑ ΣΑΟΥΛΙΔΟΥ
Ανάμεσα σε αυτούς και η Αθηνά Λινού, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντολογικής και Εργασιακής Ιατρικής Prolepsis, που μίλησε στο theΤΟC για την πορεία της πανδημίας στην Ελλάδα.
“Οι αριθμοί είναι λίγο μεγαλύτεροι από ότι θα περίμενε κανείς αλλά εκείνο που είναι ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι τα κρούσματα βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα και σε περιοχές στις οποίες δεν υπήρχαν πριν. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει πετύχει η καραντίνα και κινδυνεύουμε να έχουμε πολύ μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων σύντομα” είπε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι αν τα ημερήσια μη εισαγόμενα κρούσματα ξεπεράσουν τα 50, τότε θα χρειαστούν νέα μέτρα, όπως η “επιβολή διά νόμου της μάσκας παντού”.
Η ίδια “βλέπει” έξαρση, θεωρεί ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας θα έρθει, ενδεχομένως και νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο και γι’αυτό τονίζει τη σημασία της τήρησης των μέτρων -αποστάσεις, μάσκες και πλύσιμο χεριών- που έχουν αρχίσει από πολλούς να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
“Δυστυχώς τώρα υπάρχει πολύ μεγάλη άνεση στο να κυκλοφορούμε. Να πηγαίνουμε σε καταστήματα χωρίς μάσκες, οι εργαζόμενοι να μη φοράνε μάσκες και έχει σταματήσει σχεδόν πλήρως η εξ αποστάσεως εργασία. Όλα αυτά συνεισφέρουν στη διασπορά του ιού και αυξάνει δραματικά την πιθανότητα να νοσήσει μεγάλο τμήμα του πληθυσμού” ανέφερε η κα. Λινού.
Αν δεν είχαμε χαλαρώσει, όσοι τουρίστες και να ερχόντουσαν δεν θα υπήρχε διασπορά
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Επιδημιολογίας, τα σύνορα έπρεπε να ανοίξουν αλλά με αυστηρότερους κανόνες. “Δηλαδή να μην μπορεί να μπει κανείς στην είσοδο του αεροδρομίου χωρίς μάσκα. Να μην μπορεί κανείς να μπει μέσα στο αεροδρόμιο απλώς για να περιμένει τους ανθρώπους του. Θα μπορούσε να τους περιμένει στο σπίτι ή με το αυτοκίνητό του απ’έξω. Έτσι θα είχαμε μικρότερη πιθανότητα διασποράς και θα περνάγαμε και το μήνυμα. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα καλύτερο σύστημα αποβίβασης από το αεροπλάνο και να μην μπορεί να κυκλοφορήσει κανείς στον χώρο χωρίς μάσκα”.
Ωστόσο, τονίζει ιδιαιτέρως τη χαλάρωση της τήρησης των μέτρων από τον εγχώριο πληθυσμό που ευνόησε τη διασπορά στην κοινότητα. “Αν δεν είχαμε χαλαρώσει, όσοι τουρίστες και να ερχόντουσαν δεν θα υπήρχε διασπορά διότι θα έμενε ο ιός σε αυτούς τους ανθρώπους”.
Σημειώνει δε ότι οι φετινές διακοπές των Ελλήνων θα πρέπει οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουν πάρα πολύ λίγους ανθρώπους και μάλιστα τους ίδιους.
Το κακό σενάριο
Ευχή όλων είναι να μην “έχουμε μια εικόνα όπως κάποιες πολιτείες της Αμερικής ή η Σερβία” και τόσο μεγάλη αύξηση των περιστατικών που δεν θα μπορούν να νοσηλευτούν λόγω μη διαθέσιμων κλινών. “Αυτό είναι το δραματικό σενάριο” λέει η κα. Λινού.
“Αν το δεύτερο κύμα είναι αντίστοιχο του πρώτου, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα αντέξει. Και ίσως αν έχουμε μια αύξηση στα κρούσματα που θα χρειαστούν νοσηλεία κατά 30-40% από αυτά που είχαμε την άνοιξη πάλι θα τα καταφέρουμε. Αν όμως έχουμε πενταπλάσια κρούσματα που το απεύχομαι, τότε πώς να τα καταφέρουμε; Δεν θα μπορέσουμε. Δεν εξαρτάται δηλαδή από το σύστημα υγεία μόνο. Εξαρτάται από τον ιό και από το πόσο θα μπορέσουμε να τον απομονώσουμε” δήλωσε στο TheTOC η καθηγήτρια επιδημιολογίας.
Χρειάζεται νέα καμπάνια ενημέρωσης
Η Αθηνά Λινού εκτιμά πως η πολιτεία θα πρέπει να βάλει σε εφαρμογή καινούργια προγράμματα ενημέρωσης “από ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις διάφορες ηλικίες”.
“Αλλιώς θα πάει το μήνυμα στον έφηβο, αλλιώς στον νέο άνθρωπο που στα 20 ή στα 25 θέλει να διασκεδάσει και διαφορετικό θα είναι το μήνυμα στον οικογενειάρχη που και αυτός θα θέλει να κάνει τις διακοπές του, να χαρεί με τα παιδιά του το καλοκαίρι”.
Κατά τη γνώμη της “χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια με μηνύματα δοκιμασμένα, τα οποία δηλαδή θα δοκιμάζαμε πρώτα, θα ξέραμε ότι επηρεάζουν και σε τι ποσοστό επηρεάζουν και παράλληλα με τα μηνύματα μια αυστηροποίηση της εφαρμογής των μέτρων”.
Στην καλύτερη περίπτωση θα ξέρουμε για τα εμβόλια τον Νοέμβριο
Την ώρα που η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα αναζητά το εμβόλιο που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό η κα. Λινού εξηγεί σε όλους τους τόνους ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
“Τελική απάντηση για το αν δουλεύουν τα εμβόλια θα έχουμε στην καλύτερη περίπτωση για κάποια από αυτά τον Νοέμβριο. Και μετά μέχρι να παραχθούν και να χορηγηθούν, αναγκαστικά θα μπούμε στην αρχή του 2021. Δηλαδή έχουμε μπροστά μας σίγουρα έξι μήνες πολύ έντονης προσπάθειας για να φτάσει το εμβόλιο σε ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού αλλά αποκλείεται να μπορέσουμε να εμβολιάσουμε τον παγκόσμιο πληθυσμό σε λιγότερο από ένα χρόνο από τώρα”.