Του Θανάση Σκαμνάκη
Ανταπόκριση από τις πρώτες γραμμές του μετώπου του Ιουλίου.
Όχι του κρίσιμου και βασικού μετώπου, εκείνου της πρωτεύουσας όπου ο Κούλης και ο Χρυσοχοϊδης δουλεύουν το νεοφιλελευθερισμό στις ακραίες εκδοχές του με δάνεια, όχι μόνο συμβολικά, από χούντα.
Αλλά του άλλου, εκείνου της θαλάσσιας χώρας και των διακοπών.
Ακόμα οι μέρες δεν έχουν καψώσει. Μερικά σύννεφα καιροφυλακτούν και κάποιες μπόρες αλλάζουν το χρώμα και την οσμή της ημέρας ενώ η θάλασσα αμφιβάλλει αν θέλει να γίνει φιλική. Το κυριότερο όμως είναι η περιρρέουσα απορία. Όχι μόνο του καιρού, αλλά, κυρίως, των ανθρώπων. Από εδώ, από το προκεχωρημένο φυλάκιο των διακοπών των Ελλήνων, ως πρωτοπορία, θέλω να αναφέρω πως ξένοι τουρίστες υπάρχουν σε δείγματα. Αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες δεν βρίσκεις όσο κι αν ψάχνεις. Μόνο Μονεμβασιά (περνάς τα σοκάκια της και σχεδόν δεν διασταυρώνεσαι με άλλον)και Ελαφόνησο (όπου βρίσκεις όσες ελεύθερες ξαπλώστρες θέλεις) ακούστηκαν κάποιες ξένες γλώσσες, κυρίως γαλλικά και γερμανικά, όσο για αγγλικά τα λένε μεταξύ τους οι έλληνες μήπως και συνεννοηθούν κι οι μαγαζάτορες που εξασκούνται αντί να κυνηγάνε τις μύγες!..
Οι Ιταλοί που γέμιζαν τα ξενοδοχεία άλλες χρονιές, όπως λένε οι άνθρωποι που ξέρουν εδώ, δεν έχουν κάνει, κι ούτε θα κάνουν την εμφάνισή τους. Ξενοδοχεία, τα περισσότερα κλειστά.
Οπότε μένουν παππούδες και γιαγιάδες στα εξοχικά με τα εγγόνια, συνταξιούχοι, μανάδες που δεν δουλεύουν με τα μικρά τους και μαθητές που κλείσαν τα σχολεία τους και ξαμολύθηκαν.
Είναι νωρίς ίσως. Κι άλλες χρονιές, τόσο νωρίς, είχαν γεμίσει οι λεγόμενοι προορισμοί. Κυρίως με ξένους. Και έλληνες εξ Αμερικής, Καναδά, Αυστραλία.
Μπορεί να είναι και καλύτερα, θα πεις. Επί τέλους μόνοι. Χρόνια τώρα γκρινιάζαμε, πηγαίναμε διακοπές και δεν βρίσκαμε μέρος να σταθούμε, ν’ απλώσουμε πετσέτα και σώματα, να φάμε στην ώρα μας και χωρίς ταλαιπωρία, να κυκλοφορήσουμε σαν άνθρωποι κι όχι ο ένας πάνω στον άλλον.
Αλλά από την άλλη, εκείνα τα γκαρσόνια της Ευρώπης, που πρόβλεπε ο Χατζηδάκις ότι θα γίνουμε οι έλληνες, πανικοβάλλονται με την έλλειψη. Έγινε ζήτημα επιβίωσης. Χωρίς πελάτες, άνεργα τα γκαρσόνια και η χώρα προς πτώχευση! Αυτά είναι τα χαΐρια τόσων χρόνων διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Εμείς την εξυπηρέτηση!
Μας τσάκισε ο τουρισμός με την παρουσία του, τόσα χρόνια. Τώρα μας τσακίζει με την απουσία του.
Όταν το χωριό μας ήταν δέκα σπίτια, ήξερες που πήγαινες, ήξερες τι θάβρισκες και όλα είχαν το μέγεθος του μικρού χωριού. Τώρα χτίσανε το χωριό τριπλάσιο, τετραπλάσιο, πολλαπλάσιο, άπλωσαν ξαπλώστρες, ξενώνες, εστιατόρια, μπαρ, μαγαζιά και μαγαζάκια. Κι είναι άδεια. Δεν προλαβαίνεις να αισθανθείς τη χαρά της αποκλειστικότητας και έρχεται η θλίψη του έρημου. Σαν μια μεγάλη εξοχική έπαυλη που φύγαν οι ένοικοί της, και κατοικείται μόνο το ένα πίσω δωμάτιο. Σαν πάρτι που ήταν άλλοτε γεμάτο και τώρα μένουν μερικά ζευγάρια να χορεύουν στα υπόλοιπα!..
Σαν παρακμή.
Όσοι έχουν μείνει, αγωνιούν για τι τους περιμένει. Απορούν με το παρόν και δεν μπορούν να νιώσουν τη χαρά του, πολύ περισσότερο να αισιοδοξήσουν για το άμεσο μέλλον. Σα να έχουμε αναδυθεί μόλις από το βυθό, να παίρνουμε ανάσες και να ετοιμαζόμαστε για τον επόμενο.
Κι όσο πληθαίνουν οι ειδήσεις για νέα κρούσματα του κορονοϊού, τόσο εδραιώνεται η πεποίθηση του: όποιος πρόλαβε βγήκε, κι όπου νάναι μας ξακακλείνουν μέσα.
Βγήκαμε από την άνοιξη του εγκλεισμού για να ζήσουμε ένα αμφίβολο καλοκαίρι προετοιμασίας και αναρώτησης.
Κι έτσι ο Ιούλιος στέκεται μετέωρος, δεν είναι σε θέση να κάνει τα αποφασιστικά βήματα προς την ευκρασία του, δεν είναι σαν κανονικός Ιούλιος, με τις ιδρωμένες μπύρες, με τα ίχνη στην άμμο, με έρωτες ανατέλλοντες και άλλους προς τη δύση, με απορίες και ερωτήματα.
Βέβαια οι έρωτες θα βρουν τους τρόπους και την ομορφιά τους, ακόμα και σε μοναχικά τοπία, κατανικώντας την παρακμή. Αλλά δεν θα καίγονται στο “λόγο του Ιουλίου”.