Καμιά φυλακή δεν είναι παράδεισος, εδώ όμως θα μιλήσουμε για πραγματικά κολαστήρια, εκεί που η ανθρώπινη υπόσταση αποστερείται ακόμα και από τα βασικά.
Στα χειρότερα σωφρονιστικά καταστήματα που σκέφτηκε να φτιάξει ποτέ ο άνθρωπος βασιλεύει το χάος, ο τρόμος και η απελπισία. Τρόφιμοι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σε τρισάθλιους χώρους, με παντελή έλλειψη στοιχειώδους υγιεινής και απουσία ιατρικού προσωπικού. Κι αυτά είναι μάλιστα τα καλά νέα.
Γιατί στην πραγματικότητα ο μεγαλύτερος εχθρός εδώ είναι οι άλλοι. Φύλακες και κρατούμενοι που αφήνονται ελεύθεροι να εξασκούν όλο τον σαδισμό τους απέναντι στους πιο αδύναμους.
Η σωματική ακεραιότητα είναι ζητούμενο, μέσα σε μια εκτός ορίων βία που βασιλεύει πίσω από τους πανύψηλους τοίχους.
Ο υπερπληθυσμός, η υποστελέχωση και οι ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης είναι τα μικρότερα προβλήματα για τον έγκλειστο στις πιο σκληροπυρηνικές φυλακές του πλανήτη.
Εκεί πρέπει να αντιπαρατεθείς με την κατάχρηση εξουσίας και τη συμμορίτικη βία και να υπομείνεις στωικά ακόμα και απάνθρωπα βασανιστήρια.
Ο σωφρονισμός απεμπολήθηκε εδώ, καθώς η ίδια η συνθήκη του σωφρονιστικού καταστήματος καταστρατηγήθηκε ανεπανόρθωτα.
Η επιβίωση είναι μια μάχη που δίνει ο καθένας μόνος του. Κι αν μπεις εδώ, δύσκολα θα ξαναβγείς…
Ο κόσμος πήρε μια πρόγευση των τουρκικών φυλακών από το «Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978), μόνο που το σινεμά ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα των φυλακών του τουρκικού Κουρδιστάν.
Το Ντιγιαρμπακίρ είναι διαβόητα γνωστό για τις κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με βασανισμούς κρατουμένων, παιδιά να καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη και υπονόμους να ξεχειλίζουν στους διαδρόμους και τα κελιά.
Η μεγαλύτερη φυλακή υψίστης ασφαλείας της Τουρκίας άνοιξε το 1980 και μετατράπηκε από την πρώτη στιγμή σε ένα ανείπωτο κολαστήριο για τον κουρδικό πληθυσμό της περιοχής.
Στους περιφραγμένους χώρους του έχουν βασανιστεί, ακόμα και μέχρι θανάτου, εκατοντάδες τρόφιμοι, ενώ κρατούμενοι έχουν αυτοπυρποληθεί ως μοναδικό μέσο για να ξεφύγουν από την αγριότητα.
Πίσω από τα κάγκελα οι φύλακες τιμωρούν αλύπητα κάθε απόπειρα ανυπακοής, ενώ τα επεισόδια που το επιβεβαιώνουν είναι δυστυχώς ατελείωτα. Στα τούρκικα την ονομάζουν «κόλαση του Ντιγιαρμπακίρ» και δεν έχουν άδικο.
Πρώην στρατιωτικές φυλακές που έχουν μετατραπεί σε πολιτικές και ποινικές πια, δεν απεμπόλησαν το ένδοξα βάρβαρο παρελθόν τους: καθημερινά και συστηματικά βασανιστήρια, απομόνωση, κατάδικοι να περιφέρονται γυμνοί, άλλοι αλυσοδεμένοι και άλλοι με τα μάτια καλυμμένα.
Μέσα στα τραγικά όλα, υπάρχουν και οι καταγγελίες για τα λυκόσκυλα του διευθυντή, που σύμφωνα με τις ορέξεις του αρπάζουν κόσμο από τα γεννητικά όργανα.
Οι καταγγελίες που έχουν γίνει στη Διεθνή Αμνηστία ξεπερνούν κάθε ζοφερή φαντασία: κρατούμενοι ωθούνται από τους σωφρονιστικούς σε βιασμούς και βασανιστήρια ο ένας στον άλλο, για να γλιτώσουν τα άλλα βασανιστήρια, τα συστηματικά.
Πάνω από 300 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από το 1980 στην καθημερινή αυτή φρίκη.
Η Τουρκία είχε δηλώσει το 2009 πως θα την κλείσει. Μετά τη διεθνή κατακραυγή και την επέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τον Μάιο του 2010, τα νέα σταμάτησαν να καταφτάνουν από το Ντιγιαρμπακίρ.
Η φυλακή λειτουργεί πάντως κανονικά και οι συνθήκες είναι πιθανότατα εξίσου απάνθρωπες.
Γιατί συμβαίνουν συνεχώς εξεγέρσεις στην Τακουμπού, αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο διεθνής Τύπος για την άβολη αυτή κατάσταση που βρίσκεται μονίμως η Παραγουάη. Γιατί η Τακουμπού είναι ίσως η πιο επικίνδυνη φυλακή του κόσμου, ακόμα και μέσα στη ζούγκλα των απάνθρωπων φυλακών της Λατινικής Αμερικής.
Αρκεί να πούμε για αρχή πως οι τρόφιμοι συνηθίζουν να ψάχνουν στα σκουπίδια για φαΐ, καθώς η κουζίνα δεν μπορεί να ετοιμάσει φαγητό για όλους. Γι’ αυτό και επιτρέπεται η περίεργη συνθήκη να φέρνουν καθημερινά φαγητό στους τροφίμους οι οικογένειές τους ως τις 7:00 το απόγευμα.
Εκατοντάδες άνθρωποι μπαίνουν καθημερινά στη φυλακή και μαζί τους μπαίνουν και πολλά πράγματα που δεν θα έπρεπε.
Η Τακουμπού, που άνοιξε το 1956 στην πρωτεύουσα Ασουνσιόν ως κατάστημα υψίστης ασφαλείας, έχει υποτίθεται χωρητικότητα 800 νοματαίων, περισσότεροι από 3.000 στοιβάζονται ωστόσο εδώ και αφήνονται στην τύχη τους.
Οι περισσότεροι κοιμούνται στο πάτωμα ή όπου βρουν και οι συνθήκες διαβίωσης είναι το λιγότερο τραγικές. Οι λιγοστοί φύλακες (για 35-40 κάνουν λόγο τα διεθνή παρατηρητήρια) προσπαθούν να επιβάλουν τον νόμο σε ένα κατάστημα όπου στοιβάζονται στα ίδια κελιά καταδικασμένοι δολοφόνοι και βιαστές με ανθρώπους που περιμένουν απλώς τη δίκη τους.
Ο προηγούμενος διευθυντής της Τακουμπού, Jorge Fernández, είχε δηλώσει μάλιστα απερίφραστα πως «δεν έχουμε τα κατάλληλα μέσα και υποδομές για να διαχειριστούμε την κατάσταση».
Οι αναφορές θέλουν 18 ανθρώπους να πεθαίνουν κατά μέσο όρο τον χρόνο εδώ και πολλοί από αυτούς να περιμένουν απλώς τη δίκη τους.
Πέρα από τις απεργίες πείνας που εκδηλώνονται μαζικά, κάποιοι κατάδικοι φτάνουν ακόμα και στο σημείο να ράβουν τα στόματά τους, μπας και τους προσέξει κανείς. Αφεντικό εδώ είναι η βία και το έγκλημα και είναι τραγικά η αφόρητη πείνα που γεννά τα περισσότερα από αυτά.
Οι Εθνικές Φυλακές του Μαρακαΐμπο στη Βενεζουέλα πέρασαν στην ιστορία ως οι πλέον διαβόητες φυλακές της Λατινικής Αμερικής. Η κατάσταση τυπική, αδιανόητος συνωστισμός, κάκιστες συνθήκες διαβίωσης και μαφιόζικη βία να διαφεντεύει τα πάντα. Μόνο που η Σαμπανέτα έχει πολλά ακόμα να εξιστορίσει.
Ο άγραφος νόμος ορίζει εδώ ότι θα ζεις σύμφωνα με τα λεφτά σου. Οι φτωχότεροι κοιμούνται έξω. Αν μπορείς να δώσεις κάτι, θα κοιμηθείς στο πάτωμα του κελιού. Λίγα περισσότερα θα σου εξασφαλίσουν μια… αιώρα στον διάδρομο. Τα κρεβάτια είναι για τους λίγους και εκλεκτούς. Κι αυτή είναι όλη η πολυτέλεια που θα βρεις εδώ.
Η σοβαρότατη υποστελέχωση, μιλούν ακόμα και για έναν φύλακα ανά 150 κρατουμένους, έχει επιτρέψει στη φυλακή να πάρει τον νόμο στα χέρια της. Κι έτσι επικράτησε το έγκλημα.
Σε ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών το 1994, 108 τρόφιμοι σκοτώθηκαν από σφαίρες, ενώ την επόμενη χρονιά ο συνολικός απολογισμός των θυμάτων της βίας ανήλθε στους 200.
Αυτή η κατάσταση επικρατούσε για χρόνια. Διεθνές παρατηρητήριο κατήγγειλε το 2012 ότι μέσα στο κατάστημα υπήρχαν μόλις 8 σωφρονιστικοί, με άλλους 32 πολιτοφύλακες να περιπολούν εκτός φυλακής. Κι έτσι μερικές δεκάδες πέθαναν εκείνη τη χρονιά και άλλοι 69 το 2013.
Οι τρόφιμοι που μπορούν να διαθέσουν ένα σεβαστό ποσό έχουν όπλο εδώ, μια ημι-νόμιμη μάλιστα κατάσταση, που καταστρατηγεί όσο να πεις την ίδια την έννοια της φυλακής. Είναι όμως ο μόνος τρόπος να προστατευτείς απέναντι στις συμμορίες που λυμαίνονται τη φυλακή.
Ένα από τα πιεστικότερα προβλήματα είναι η πλήρης έλλειψη ιατρικού προσωπικού, που αφήνει τον κόσμο πραγματικά στο έλεος της μοίρας. Ακόμα και χολέρα έχει ξεσπάσει στη Σαμπανέτα, στερώντας τη ζωή σε μερικές ακόμα εκατοντάδες ανθρώπους.
Η Βενεζουέλα είχε υποσχεθεί το 2013 να την κλείσει και να την κάνει μουσείο. Και πράγματι κάποιες πτέρυγές της έβαλαν λουκέτο. Δεν είναι πάντως σαφές αν και σε τι καθεστώς λειτουργεί σήμερα.
Άλλη μια φάμπρικα θανάτου της Λατινικής Αμερικής, στεγάζει κάπου 2.000 τροφίμους σε εγκαταστάσεις που έχουν φτιαχτεί για μόλις 600. Η Μεντόζα είναι στην Αργεντινή συνώνυμο του θανάτου, της φρίκης και των βασανιστηρίων. Η Διεθνής Αμνηστία την αποκήρυξε αποτροπιασμένη το 2015 χαρακτηρίζοντας τις συνθήκες «σκληρές, απάνθρωπες, εξευτελιστικές».
Κι εδώ συστεγάζονται επικίνδυνοι εγκληματίες με ανθρώπους που δεν έχουν καν δικαστεί και οι φωτογραφίες με τα ραμμένα στόματα των απεργών πείνας δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για το τι ακριβώς συμβαίνει στο διαβόητο σωφρονιστικό κατάστημα.
Οι δεσμοφύλακες είναι αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος, με την κατάχρηση εξουσίας να φτάνει ακόμα και ως τις οικογένειες των τροφίμων. Οι καταγγελίες των συγγενών των κρατουμένων σε διεθνή μέσα όλα αυτά τα χρόνια μιλούν για φριχτά ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, ακόμα και σε ανηλίκους.
Μέσα στο όλο στοίβαγμα των ανθρώπων, τα κελιά δεν διαθέτουν τουαλέτα, αναγκάζοντας σε εξαιρετικά δημιουργικές λύσεις από πλευράς τροφίμων για να κάνουν την ανάγκη τους. Ακόμα και το μπάνιο γίνεται σε ένα βαρέλι στον διάδρομο, γεγονός που αθροιστικά κάνει τη ζωή στο κατάστημα ανυπόφορη.
Αυτό συμβαίνει και στη γυναικεία πτέρυγα, όπου οι κρατούμενες ζουν με τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να χάνονται ανθρώπινες ζωές από την έλλειψη απλών συνθηκών υγιεινής. Και φυσικά δεν υπάρχει γιατρός στη φυλακή. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, η μόνη φορά που ο κρατούμενος θα συναντήσει ιατρικό προσωπικό είναι όταν πεθάνει.
«Ο γιατρός καλείται μόνο όταν πεθάνει ο τρόφιμος», έγραψε χαρακτηριστικά η Διεθνής Αμνηστία στην έκθεσή της. Όχι ότι υπογράφει κανείς τις αιτίες θανάτου στα πιστοποιητικά. Οι συγγενείς περιμένουν ακόμα τα πορίσματα των 22 θανάτων που έλαβαν χώρα μέσα στη Μεντόζα μεταξύ Φεβρουαρίου 2004 και Νοεμβρίου 2005.
Ποιος κάνει κουμάντο στη Μεντόζα, αναρωτήθηκε ο ιταλός φωτογράφος Valerio Bispuri που κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση στη διαβόητη πτέρυγα Νο 5 με την κάμερά του.
Και είδε από πρώτο χέρι αυτό που μόνο ως φήμη κυκλοφορούσε: κανένας σωφρονιστικός δεν έμπαινε στον χώρο όπου ζούσαν οι 90 πιο επικίνδυνοι εγκληματίες της Αργεντινής.
Άφηναν απλώς το φαγητό έξω από τα κάγκελα της εξώπορτας. Πώς να μη γράψει ο οργανισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων IACHR (Inter-American Commission on Human Rights) στην επιθεώρηση που έκανε πως «το μέρος δεν είναι κατάλληλο ούτε για ζώα».
Λίγο έξω από την Μπανγκόκ υπάρχει άλλο ένα απάνθρωπο κατάστημα κράτησης. Κάπου 6.000 άντρες κρατούνται εδώ, πολλοί εξ αυτών σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης. Η Μπανγκ Κουάνγκ έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και οι δεσμοφύλακες φτάνουν πολύ μακριά για να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα του συστήματος.
Υψίστης ασφαλείας και η μόνη φυλακή θανατοποινιτών της χώρας, όποιος μπαίνει εδώ περνά το πρώτο τρίμηνο φορώντας χειροπέδες. Αν είσαι μάλιστα θανατοποινίτης, και το 10% των τροφίμων είναι, η κίνησή σου περιορίζεται περαιτέρω με σιδερένια «βραχιόλια» και στα πόδια. Μέχρι την εκτέλεσή σου.
Ακόμα και ο υποσιτισμός προβλέπεται στην Μπανγκ Κουάνγκ. Το μόνο γεύμα που δίνεται μία φορά τη μέρα είναι ένα πιάτο ρύζι με λαχανικά. Οι τρόφιμοι έρχονται αντιμέτωποι με τις καταστροφικές συνέπειες της χρόνιας ασιτίας και τις άλλες κακουχίες που έχει σκεφτεί το σύστημα.
Η φυλακή, που άνοιξε τη δεκαετία του 1930, δεν έχει βλέπετε τρεχούμενο νερό. Και η αποχέτευση δεν δουλεύει όμως, κάνοντας την ατμόσφαιρα αφόρητη. Και τον χώρο γεμάτο ποντίκια. Η Μπανγκ Κουάνγκ δεν έχει άδικα τη φήμη για την απάνθρωπη κακοποίηση των τροφίμων, την αποζητά.
Οι τρόφιμοι την αποκαλούν σαρκαστικά «Χίλτον της Μπανγκόκ». Τον θανατοποινίτη τον ξεχωρίζεις από τα δεσμά στα πόδια. Όλους τους άλλους από τον υποσιτισμό και την καταναγκαστική εργασία. Οι δεσμοφύλακες δεν αναγνωρίζουν μάλιστα «ελαφρυντικά», όπως η ψυχική πάθηση ή η ηλικία, τα βασανιστήρια θα τα υποστούν όλοι.
Βασανιστήρια που μπορεί να είναι ακόμα και έντομα στο λιγοστό φαγητό. Είναι, όπως λένε χαρακτηριστικά οι ντόπιοι, το μέρος όπου μπαίνεις για να πεθάνεις. Γι’ αυτό και την ονομάζουν επίσης «Μεγάλη Τίγρη», από την ικανότητά της να τρώει τους ανθρώπους.
Από τη διεθνή κατακραυγή οι ταϊλανδικές αρχές σκέφτηκαν το 2012 να αλλάξουν τις συνθήκες στην Μπανγκ Κουάνγκ. Κι έτσι σταμάτησαν να σκοτώνουν τους θανατοποινίτες με σφαίρες, περνώντας στον πιο «σύγχρονο» τρόπο της φονικής ένεσης…
Ό,τι χειρότερο σκαρφίστηκε ποτέ ο άνθρωπος σε συνθήκες εγκλεισμού βρίσκεται στη Ρουάντα. Η οποία γνωρίζει καλά από φρικαλεότητες. Ακόμα και 25 χρόνια μετά τις ταραχές που οδήγησαν στη γενοκτονία που διέλυσε τη χώρα λοιπόν, η φρίκη παραμένει ζωντανή στις φυλακές Γκιταράμα.
Εδώ το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο αρρωστημένος υπερπληθυσμός, καθώς 7.000 άνθρωποι στοιβάζονται σε έναν χώρο όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Όσο για τις συνθήκες, αναφέρεται χαρακτηριστικά σε έκθεση φιλανθρωπικής οργάνωσης πως αν ήταν βοοειδή στην Ευρώπη, οι φιλοζωικές θα ήταν σε μόνιμη διαμαρτυρία.
Οι τρόφιμοι αν δεν χάσουν τη ζωή τους από τους άγριους ξυλοδαρμούς, συναντούν τον θάνατο από την ασιτία και τις μεταδοτικές ασθένειες. Υπάρχουν ακόμα και ανατριχιαστικές αναφορές ότι οι κρατούμενοι, προκειμένου να επιβιώσουν, δολοφονούν και τρέφονται με τις σάρκες ανθρώπων.
Στην Γκιταράμα δεν υπάρχει τίποτα το ανθρώπινο. Οι τρόφιμοι κοιμούνται όπου βρουν, όπου υπάρχουν μερικά εκατοστά ελεύθερου χώρου. Είναι φτιαγμένη εξάλλου για να φυλάσσονται μόλις 400-500 κρατούμενοι.
Μαρτυρίες των κρατουμένων, αλλά και εκθέσεις φιλανθρωπικών οργανώσεων, μιλούν ακόμα και για έναν νεκρό ανά 8 τροφίμους. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και η επιβεβλημένη ορθοστασία λόγω έλλειψης χώρου, μαστίζουν τον πληθυσμό της φυλακής με αδιανόητο τρόπο.
Εκθέσεις μάς λένε πως ακόμα και το 41% των τροφίμων υποφέρει από γάγγραινες και έχουν υποστεί ακρωτηριασμούς στα κάτω άκρα κυρίως. Η μόνη ιατρική δομή στη φυλακή είναι μια κλινική για δυσεντερία. «Μισή ντουζίνα άνθρωποι πεθαίνουν εδώ κάθε μέρα», έγραφε χαρακτηριστικά σε έκθεσή του ο Ερυθρός Σταυρός.
Όπως λένε χαρακτηριστικά, η Γκιταράμα δεν είναι φυλακή. Είναι τάφος…