Πριν ασθενήσει με Covid-19, ο Μπρένταν Ντελάνι, 57χρονος πρόεδρος ιατρικής πληροφορικής και λήψης αποφάσεων στο Imperial College, μπορούσε να καλύπτει με το ποδήλατο απόσταση έως και 240 χιλιομέτρων ημερησίως. Ο Covid άλλαξε τα πράγματα, όχι όμως επειδή ο ίδιος πέρασε κάποιου είδους σοβαρή περίπτωση της νόσου.
Ο Delaney δεν αρρώστησε μάλιστα ποτέ “σοβαρά” από τον ιό. Όπως πολλοί υγιείς άνθρωποι, κατάλαβε ότι τα συμπτώματά του, ένας ήπιος πυρετός και ένας βήχας, θα περνούσαν αρκετά σύντομα. Αντ’ αυτού, αντιμετώπισε εξουθενωτικές μεταγενέστερες συνέπειες της νόσου, όπως κόπωση και δύσπνοια, φαινόμενο το οποίο πολλοί αποκαλούν πλέον “Long Covid”.
Επτά μήνες αργότερα, δεν έχει επιστρέψει ακόμη στη φυσιολογική του κατάσταση. Δεν μπορεί να φανταστεί καν να επιστρέφει στη σέλα ενός ποδηλάτου και αναφέρει ότι, εάν πιέσει τον εαυτό του πολύ σκληρά, καταλήγει στο κρεβάτι με πυρετό για αρκετές ημέρες. Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που μπορεί να εργαστεί. Πολλοί άλλοι πάσχοντες από Long Covid δεν τα καταφέρνουν.
Ο Long Covid δεν βρίσκεται ακόμη στα κρατικά “ραντάρ”
Καθώς ένα δεύτερο κύμα λοιμώξεων διευρύνεται, άμεση συνεπαγωγή είναι ότι ο αριθμός των περιπτώσεων Long Covid θα αυξηθεί επίσης. Αν και αυτό έχει σαφέστατα συνέπειες για τη δημόσια υγεία και την οικονομία, δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά στην ευρύτερη συζήτηση για τις δημόσιες πολιτικές έναντι του ιού.
Το αφήγημα σε αυτό το επίπεδο είναι επικεντρωμένο κατά βάση στην ελαχιστοποίηση των θανάτων και των νοσηλειών. Ωστόσο οι περισσότεροι ασθενείς με Long Covid δεν νοσηλεύτηκαν και δεν είχαν προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας.
Αυτό θα πρέπει λογικά να αποθαρρύνει την ιδέα της απαλλαγής από τους περιορισμούς και της επίτευξης “ανοσίας της αγέλης” μεταξύ των νέων, με ταυτόχρονη προστασία των ευάλωτων – μια προσέγγιση που έχει κερδίσει τελευταία περισσότερους οπαδούς λόγω της κόπωσης των ανθρώπων από τα μέτρα περιορισμού. Το να ακολουθούσαμε μια τέτοια “γραμμή” θα είχε πολύ βαρύτερο τίμημα απ’ όσο ίσως πολλοί συνειδητοποιούν.
“Πρέπει να ελέγξουμε αυτόν τον ιό όχι λόγω του κινδύνου η γιαγιά να τον κολλήσει και να πεθάνει ή ο θείος να καταλήξει στη ΜΕΘ, αλλά επειδή αθλητικοί, υγιείς άνθρωποι χωρίς υποκείνενα νοσήματα, νέοι σε ηλικία, μπορεί να δουν τη ζωή τους να καταστρέφεται”, σημειώνει ο Delaney, μέσω τηλεδιάσκεψης στο Zoom.
Η αδυναμία ιατρικής αντιμετώπισης
Γνωρίζουμε από την εμπειρία με άλλους ιούς – από το ξέσπασμα του SARS το 2003 έως τον Έμπολα, τον MERS και τον αδενικό πυρετό – λοιμώδη μονοπυρήνωση (που προκαλείται από τον ιό Epstein-Barr) – ότι οι επιπτώσεις μπορεί να είναι μακροχρόνιες.
Παρόμοια είναι η κατάσταση και με τον σημερινό κορονοϊό. Μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας μεγάλης έκθεσης από το βρετανικό Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία, υποδηλώνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός ασθενών με Covid-19 θα έχουν συμπτώματα που θα επιμένουν για καιρό και μπορούν να επηρεάσουν διαφορετικά όργανα και συστήματα, ακόμη και να αποκτούν αυξητική τάση σε ένα πεδίο και μετά να μετακινούνται σε άλλο.
Η συμβατική ιατρική, ωστόσο, δεν έχει καλό ιστορικό σχετικά με την ανταπόκριση σε καταστάσεις όπου η αιτία δεν μπορεί εύκολα να απομονωθεί, όπως συμβαίνει με τον Long Covid.
Για χρόνια, οι πάσχοντες από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ασθένεια Lyme, ενδομητρίωση και άλλες παρόμοιες ασθένειες έχουν δώσει συχνά μοναχικές μάχες για αναγνώριση και ιατρική περίθαλψη. Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα του Long Covid ακούγονται σαν να μπορούσαν να είναι απότοκα δεκάδων άλλων ασθενειών: ακραία κόπωση, δύσπνοια, καρδιακή αρρυθμία, γαστρεντερικά προβλήματα, πόνος στις αρθρώσεις και προβλήματα με τη μνήμη και την εστίαση.
Μια διακομματική κοινοβουλευτική ομάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο εντόπισε 16 κοινά συμπτώματα, ωστόσο η πλήρης λίστα είναι πολύ μεγαλύτερη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι πάσχοντες δεν είχαν κάνει ποτέ τεστ Covid (αρχικά δεν ήταν ευρέως διαθέσιμα), ενώ οι εξετάσεις αίματος και οι σαρώσεις δεν αποκαλύπτουν σημαντικές ανωμαλίες.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν πλέον πάρα πολλές περιπτώσεις όπως εκείνη του Delaney για να αγνοηθούν κι έτσι η αναγνώριση και η προσοχή των μέσων ενημέρωσης έρχονται γρηγορότερα απ’ ό,τι σε άλλες περιπτώσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην πρωτοπορία σε ορισμένους τομείς.
Ο υπουργός Υγείας Matt Hancock, ένας λεπτός 42χρονος άνδρας που νόσησε από Covid-19 τον Μάρτιο και ανάρρωσε γρήγορα, μίλησε δημόσια για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Η Εθνική Υπηρεσία Υγείας του Η.Β. δημιούργησε έναν ιστότοπο υποστήριξης και διέθεσε 10 εκατομμύρια λίρες (13 εκατομμύρια δολάρια) προκειμένου να δημιουργήσει ένα δίκτυο κλινικών Long Covid στην Αγγλία.
Ένας επίσημος ορισμός, ο οποίος αναμένεται αυτόν τον μήνα από το Εθνικό Ινστιτούτο Βέλτιστης Υγείας και Φροντίδας (NICE), το οποίο καθορίζει τα υγειονομικά πρωτόκολλα στη Βρετανία, θα δώσει μια καλύτερη ένδειξη για το πόσο σοβαρά λαμβάνεται η κατάσταση.
Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, τα υπάρχοντα μέτρα στο Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι “σταγόνα στον ωκεανό” εάν ο ιός συνεχίσει να εξαπλώνεται και οι περιπτώσεις Long Covid αυξάνονται σταθερά.
Η καταγραφή ακριβών αριθμών δεν είναι εύκολη, ωστόσο ένας στους 10 χρήστες της εφαρμογής Covid Symptom Study, που χρησιμοποιείται από περισσότερους από 4,3 εκατομμύρια συμμετέχοντες στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέφερε ότι τα συμπτώματα επιμένουν για περισσότερες από τρεις εβδομάδες μετά τη μόλυνση.
Περίπου 60.000 άνθρωποι ανέφεραν συμπτώματα που διήρκεσαν περισσότερο από τρεις μήνες. Ο Delaney αναφέρει ότι αυτό μπορεί να αποτελεί υποεκτίμηση, δεδομένου ότι τα συστήματα εντοπισμού συμπτωμάτων χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του οξέος σταδίου της νόσησης από τον ιό.
Το ευρύτερο ανθρωπιστικό, αλλά και οικονομικό κόστος
Αυτό δημιουργεί ήδη προβλήματα για τους επαγγελματίες του κλάδου της υγείας. Οι ελλείψεις προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού και η ανεπαρκής καθοδήγηση στις αρχές της πανδημίας έθεταν το ιατρικό προσωπικό σε μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθεί από τον ιό.
Όταν ο Βρετανικός Ιατρικός Σύλλογος ρώτησε 5.650 γιατρούς σχετικά την εμπειρία τους, σχεδόν το 30% εκείνων που νόσησαν από Covid ανέφεραν ότι η σωματική κόπωση και η δύσπνοια παρέμειναν και μετά την περίοδο που νοσούσαν.
Το 18% περιέγραψε κάποιο είδος γνωστικής εξασθένησης. Περίπου το ένα πέμπτο είχε λάβει άδεια προκειμένου να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα. Ο Delaney τονίζει ότι γνωρίζει δύο γιατρούς με συμπτώματα Long Covid που έχασαν τη δουλειά τους επειδή δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην εργασία τους σε πλήρες ωράριο. (Στη Γαλλία, ένα πρόσφατο διάταγμα περιορίζει τον ορισμό της αναπηρίας εργαζομένων στον τομέα της υγείας σε εκείνους που χρειάζονται οξυγόνο κατά τη θεραπεία του ιού).
Τα αυξανόμενα ποσοστά μόλυνσης έχουν οδηγήσει σε έντονες συζητήσεις αναφορικά με το σχετικό κόστος, τα οφέλη και τις ηθικές παραμέτρους των διαφόρων μέτρων lockdown.
O Long Covid μπορεί να διαφοροποιήσει αυτούς τους υπολογισμούς περαιτέρω, ανάλογα με τον αντίκτυπο στο εισόδημα και την παραγωγικότητα των νοικοκυριών. Μια μελέτη στις ΗΠΑ το 2004, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο ανάλυση κόστους-ασθένειας για την εκτίμηση της επίδρασης του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης (η οποία έχει παρόμοια συμπτώματα με τον Long Covid), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πιθανώς να οδήγησε σε μείωση της ετήσιας παραγωγικότητας των νοικοκυριών κατά 37% και μείωση της παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού κατά 54% μεταξύ των ασθενών, με συνολική απώλεια αξίας 9,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.
Το πώς συσσωρεύεται το κόστος του Long Covid θα εξαρτηθεί από διάφορα πράγματα, όπως ο επιπολασμός, η διάρκεια των συμπτωμάτων και ο βαθμός ανικανότητας που αφήνει πίσω του.
Φαίνεται ότι τα συμπτώματα υποχωρούν σιγά-σιγά, με την πάροδο του χρόνου, αν και είναι πολύ νωρίς για έναν απολογισμό των μακροπρόθεσμων επιδράσεων, όπως η ίνωση των πνευμόνων ή το μειωμένης αποτελεσματικότητας ανοσοποιητικό σύστημα.
Αν και απαιτείται περισσότερη έρευνα, η υπάρχουσα εικόνα χτυπά “καμπανάκι” ενάντια στην άποψη η οποία χωρίζει τον πληθυσμό σε “καθαρές” κατηγορίες υψηλού και χαμηλού κινδύνου. “Ανεξάρτητα από το αν νομίζετε ότι διατρέχετε τον κίνδυνο εισαγωγής σε ΜΕΘ ή όχι, ο καθένας διατρέχει τον κίνδυνο του Long Covid”, λέει ο Delaney.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια σκέψη που γεννά απογοήτευση, μπορεί ωστόσο τουλάχιστον να ενθαρρύνει λίγο περισσότερο την αλληλεγγύη, καθώς καταλαβαίνουμε πώς μπορούμε να ελέγξουμε αποτελεσματικότερα ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας.