Στους καιρούς που ζούμε, είναι επικίνδυνο να βρίσκεσαι σε απόσταση αναπνοής από κάποιον που φωνάζει. Ή τραγουδάει. Ή μιλάει ακατάπαυστα για ώρα.
Γράφει ο Βαγγέλης Πρατικάκης
Σύμφωνα μάλιστα με νέα μελέτη στο The Lancet, ο κοροναϊός SARS-CoV-2 μεταδίδεται πιο εύκολα σε μια έντονη συνομιλία 30 λεπτών, από αν να περάσει κανείς το βράδυ στο ίδιο δωμάτιο με έναν ασθενή της πανδημίας.
Όσο πιο δυνατά μιλούν οι συνομιλητές, και για όσο περισσότερη ώρα, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος, υποδεικνύει η ανάλυση δεδομένων για 7.000 κατοίκους της Σιγκαπούρης που έζησαν, εργάστηκαν και ήρθαν σε κοινωνική επαφή με ασθενείς του κοροναϊού την περασμένη άνοιξη.
Όπως γνωρίζουμε ότι συμβαίνει με τον βήχα και το φτέρνισμα, οι φωνές, το γέλιο και το τραγούδι εκτοξεύουν στον αέρα σταγονίδια που μπορούν να μεταφέρουν τον κοροναϊό πιο μακριά από ό,τι η χαμηλόφωνη ομιλία.
Το μολυσματικό σύννεφο αποτελείται από σχετικά μεγάλα σταγονίδια που πέφτουν στο έδαφος έως και δύο μέτρα μακριά από την πηγή, καθώς και από μικρότερα σταγονίδια, ή αερολύματα, τα οποία παραμένουν στον αέρα για ώρα χωρίς μέχρι σήμερα να έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μεταφέρουν μολυσματικές δόσεις του ιού.
Η γλώσσα μετράει
Η μελέτη στη Σιγκαπούρη έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες που υπεδείκνυαν ότι ορισμένες γλώσσες είναι δυνητικά πιο «μολυσματικές» λόγω του τρόπου εκφοράς του λόγου. Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Ντέιβις ανέφεραν τον Ιανουάριο στο PLOS One ότι, για παράδειγμα, τα αγγλικά και τα κινεζικά εκτοξεύουν περισσότερο σάλιο από ό,τι τα κινεζικά.
Μια διαφορετική αμερικανική μελέτη στο PNAS παρακολούθησε αγγλόφωνους εθελοντές να εκφέρουν λέξεις με τα «εκρηκτικά» φωνήματα «τ» και «θ», τα ίσως μεταδίδουν πιο εύκολα τον κοροναϊό. Οι ερευνητές εκτίμησαν μάλιστα ότι ένα λεπτό ομιλίας απελευθερώνει «τουλάχιστον 1.000 σταγονίδια που περιέχουν τον ιό, τα οποία μένουν στον αέρα για τουλάχιστον 8 λεπτά».
Η ερευνητική ομάδα επισήμανε επίσης ότι ο χώρος της συζήτησης επίσης παίζει ρόλο, καθώς ο συνωστισμός σε μικρά, μη αεριζόμενα δωμάτια αυξάνει τον κίνδυνο επαφής με σταγονίδια.
Λιγότερο «μολυσματικά» ενδέχεται να είναι τα φωνήματα της ιαπωνικής γλώσσας, σύμφωνα τουλάχιστον με πρόσφατη μελέτη του Γυναικείου Πανεπιστημίου της Οτσούμα που δημοσιεύτηκε στο The Lancet. Το συμπέρασμα είναι ότι η Ιαπωνία γλίτωσε από την επιδημία SARS το 2002-3, η οποία προκάλεσε κρούσματα σε Κίνα και ΗΠΑ, εν μέρει επειδή οι Ιάπωνες δεν εκπνέουν τόσο απότομα όταν εκφέρουν τους ήχους «π», «τ», «κ» και «σ».
Μελέτη για την ελληνική ομιλία δεν έχει υπάρξει ως τώρα, θα φανταζόταν όμως ότι το μεσογειακό ταμπεραμέντο των ελληνικών και ο μάλλον μεγαλόφωνος τρόπος ομιλίας ίσως αυξάνουν τον κίνδυνο μετάδοσης.
Για καλό και για καλό, λίγη περισσότερη ησυχία δεν βλάπτει.