Η Βάνα Παπαευαγγέλου έκανε μια εκτενή αναφορά στα παιδιά και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Τα δημοτικά σχολεία «παρέμεναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες» τον ιό, είπε η κ. Παπαευαγγέλου η οποία είναι παιδίατρος-λοιμωξιολόγος.
«Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου προσθέτοντας ότι «αυτό είναι γνωστό τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία, όσο και από μελέτες που έγιναν εδώ στη χώρα μας».
Όπως εξήγησε η λοιμωξιολόγος «μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο και συνέθεσε τα βιβλιογραφικά δεδομένα από πολλές μελέτες και περιέλαβε δεδομένα από περισσότερες από 300 χιλιάδες άτομα, έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Τα ίδια έδειξε και μια ακόμα μελέτη από την Αυστραλία όπου εκεί έγινε μια πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά χαμηλή, 1 στις 4.000» υπογράμμισε η λοιμωξιολόγος.
«Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου και πρόσθεσε ότι «πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά».
Το κύριο πρόβλημα με τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα που συνδέεται με τη λειτουργία τους
Συνεχίζοντας η κ. Παπαευγέλου αναφέρθηκε σε μια «πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Science και κύριος ερευνητής είναι ο Έλληνας καθηγητής στο Λονδίνο, ο κ. Κασσιώτης, η οποία έδειξε ότι κάποιοι άνθρωποι με προηγούμενη λοίμωξη από άλλους κορονοϊούς, παρόμοιους κορονοϊούς, έχουν αντισώματα έναντι μιας περιοχής αυτής της πρωτεΐνης που λέμε spike που προσφέρουν προστασία έναντι και του κορονοϊού sars-cov2 μέσω μιας διασταυρούμενης αντίδρασης».
«Ενδιαφέρον ιδιαίτερο έχει ότι η μελέτη αυτή έδειξε ότι τα παιδιά είχαν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό τέτοια αντισώματα σε σχέση με τους ενήλικες» τόνισε η κ. Παπαευαγγέλου, προσθέτοντας «οι ερευνητές αυτοί προχώρησαν παραπέρα και έδειξαν με πειραματικές μελέτες ότι αυτά τα αντισώματα εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα»
«Με απλά λόγια» είπε η λοιμωξιολόγος «αυτή η μελέτη μπορεί να μας προσθέρει ακόμα μια εξήγηση γιατί τα παιδιά νοσούν ηπιότερα ή εμφανίζονται πιο ανθεκτικά στην λοίμωξη από το νέο κορονοϊό».
Σχετικά με την Ελλάδα και την κατάσταση στα σχολεία, η κ. Παπαευαγγέλου διευκρίνισε ότι «ακόμα και όταν έχουμε δύο κρούσματα στο ίδιο σχολείο, δεν φαίνεται αυτά να συσχετίζονται μεταξύ τους. Δεν φαίνεται δηλαδή το ένα παιδί να κόλλησε το άλλο μέσα στο σχολείο αλλά φαίνεται ότι απλά τα κρούσματα αυτά αντικατοπτρίζουν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο της περιοχής».
Όπως υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου «σημασία έχει να δει κανείς τα νούμερα που μας δίνει ο ΕΟΔΥ κάθε μέρα» προσθέτοντας ότι «ναι μεν έχουμε τις τελευταίες εβδομάδες αύξηση στα κρούσματα στα παιδιά κάτω των 17 ετών αλλά αυτό είναι λογικό αφού, γενικά, όπως ήδη είπαμε, στη χώρα μας έχουμε ένα επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο».
«Αν κοιτάξει όμως κανείς το ποσοστό των κρουσμάτων στα παιδιά κάτω των 17 ετών, βλέπει ότι αυτό έχει παραμείνει σταθερό» ξεκαθάρισε η λοιμωξιολόγος και παιδίατρος κ. Παπαευαγγέλου. Στις 15 Οκτωβρίου αυτό ήταν 7,2 και στις 15 Νοεμβρίου ήταν 7,5, διαπιστώνεται δηλαδή ότι «δεν έχει αλλάξει καθόλου, γεγονός που δείχνει ότι τα μικρά παιδιά δεν είναι υπερμεταδότες» υπογράμμισε η γιατρός.
Σχετικά με το κλείσιμο των σχολείων, η κ. Παπαευαγγέλου δήλωσε ότι «τα επιδημιολογικά δεδομένα στη χώρα μας άλλαξαν πολύ και με ένα τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο, το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος» γιατί, όπως είπε, «το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με τη λειτουργία των σχολείων».
«Αυτή δεν περιλαμβάνει τη μεταφορά μόνο των μαθητών από και προς το σχολείο» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου «αλλά και την μεταφορά των εκπαιδευτικών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σχολείου, την τροφοδοσία, την καθαριότητα, και βέβαια την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν στο σπίτι.
Έτσι, ενώ είναι σαφές από τη βιβλιογραφία ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την πανδημία και τα στοιχεία και από τη χώρα μας δείχνουν ακριβώς το ίδιο συμπέρασμα, τα δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο τη δραστική μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και τη μείωση του επιδημιολογικού φορτίου γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο τα σχολεία είναι κλειστά υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού» εξήγησε η επιδημιολόγος.
«Η τηλεκπαίδευση που άρχισε να εφαρμόζεται από σήμερα αποτελεί μια ιδιαίτερα μεγάλη πρόκληση για τα παιδιά αλλά και για τους γονείς τους, διότι ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά χρειάζονται επιτήρηση» είπε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Βέβαια από την άλλη, σας διαβεβαιώνω ότι όλοι οι εργαζόμενοι γονείς που λείπαμε αρκετά από το σπίτι όσο τα παιδιά μας ήταν μικρά, και τώρα πια έφυγαν, αναλογιζόμαστε τι ωραία θα ήταν να είχαμε κι εμείς την ευκαιρία, όσο αυτά ήταν ακόμα μικρά και μας άκουγαν, να είχαμε λίγες ώρες μαζί τους» ανέφερε η κ. Παπαευαγγέλου, προσθέτοντας «ίσως είναι μια ευκαιρία να περάσετε ουσιαστικό και δημιουργικό χρόνο μαζί με τα παιδιά σας τις επόμενες δύο εβδομάδες».