Την ώρα που η αντίστροφη μέτρηση για τα Χριστούγεννα έχει αρχίσει και όλα τα βλέμματα στρέφονται στη Βηθλέεμ, ένας βρετανός αρχαιολόγος θέτει κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας τη Ναζαρέτ. Και υποστηρίζει ότι στην καρδιά της πόλης του σημερινού Βόρειου Ισραήλ, σε έναν χώρο που λειτούργησε ως λατομείο, ως τόπος ταφής, ως εκκλησία και πολλούς αιώνες αργότερα ως γυναικείο μοναστήρι, πριν από 2.000 χρόνια βρισκόταν το σπίτι όπου μεγάλωσε ο Ιησούς με τον Ιωσήφ και τη Μαρία. Για να φτάσει στο συμπέρασμα αυτό ο αναπληρωτής καθηγητής Αρχαιολογίας και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, Κεν Νταρκ, χρειάστηκε 14 χρόνια έρευνας πεδίου και πηγών.
Γράφει η Μαίρη Αδαμοπούλου
Εν μέρει λαξευμένο σε μαλακής σύστασης βράχο, το μεγαλύτερο μέρος του διώροφου σπιτιού διέθετε κύριους και αποθηκευτικούς χώρους που αναπτύσσονταν γύρω από μια αυλή, πέτρινη σκάλα, ενώ είχε ενσωματώσει και τμήμα μιας σπηλιάς. Πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο οίκημα και εκτιμάται ότι πρέπει να κατασκευάστηκε από κάποιον τεχνίτη που θα μπορούσε να διαχειριστεί τη συνύπαρξη της φυσικής σπηλαιώδους κατασκευής με ένα κτίριο, από έναν «τέκτονα» όπως είναι ο όρος με τον οποίο αναφέρεται ο Ιωσήφ στα Ευαγγέλια. Η σημασία του τέκτονα δεν περιοριζόταν στην ιδιότητα του ξυλουργού, που αποδίδεται συνήθως στον Ιωσήφ, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνη του οικοδόμου, επισημαίνει ο βρετανός επιστήμονας στο βιβλίο του «Η Μονή των Αδελφών της Ναζαρέτ: ένας χώρος της ρωμαϊκής, της βυζαντινής και της εποχής των Σταυροφοριών στο κέντρο της Ναζαρέτ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στο οποίο παρουσιάζει αναλυτικά τα συμπεράσματα της έρευνάς του. Το σπίτι, δε, φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε μερικές δεκαετίες μετά την ανέγερσή του.
Τα Ευαγγέλια δεν συνέβαλαν ιδιαιτέρως στην έρευνα καθώς δεν παρέχουν επαρκείς πληροφορίες για την παιδική ηλικία του Ιησού στη Ναζαρέτ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Λουκάς συνοψίζει τη ζωή του Ιησού μέχρι την ηλικία των 12 ετών λέγοντας: «Και το παιδί μεγάλωσε και έγινε δυνατό. Ηταν γεμάτος σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν πάνω του».
Εκκλησία σε σπηλιά
Οι ανασκαφές και οι αναλύσεις των ευρημάτων ωστόσο βοήθησαν τον επιστήμονα να εντοπίσει το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία του συγκεκριμένου χώρου, το οποίο γράφτηκε τον 4ο αι. παράλληλα με την εξάπλωση και καθιέρωση του χριστιανισμού, οπότε και άρχισε εντός της σπηλιάς και σε επαφή με τα ερείπια του σπιτιού να λειτουργεί εκκλησία διακοσμημένη με ψηφιδωτά. Εναν αιώνα αργότερα, η εκκλησία επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε τόσο τον χώρο του σπηλαίου όσο και εκείνον του σπιτιού και αναδείχθηκε η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, χωρίς να αποκλείεται να ήταν και ο καθεδρικός της ναός, καθώς έφερε περίτεχνη διακόσμηση με μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά.
Τουλάχιστον αυτές οι περιγραφές παραδίδονται από πηγές του 7ου αι. σχετικά με τη μεγάλη βυζαντινή εκκλησία που αποτελούσε σπουδαίο προσκυνηματικό προορισμό, δεδομένου ότι συνδεόταν με την οικία του Ιησού, και ξεπερνούσε σε μέγεθος και σημασία τη γειτονική εκκλησία του Ευαγγελισμού που θεωρείται πως ήταν χτισμένη επί του σημείου όπου ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε τη Μαρία για να της αναγγείλει το χαρμόσυνο γεγονός. Ο καθηγητής Νταρκ υποθέτει, δε, ότι η συγκεκριμένη εκκλησία πρέπει να ήταν η λεγόμενη τoυ Ιωσήφ ή της Θρέψης (λόγω του ότι στον συγκεκριμένο χώρο ανατράφηκε ο Ιησούς) και αναφέρεται από τον ιρλανδό ηγούμενο και ιστορικό Αντομνάν στο βιβλίο του «Περί Αγίων Τόπων» στον ύστερο 7ο αι. «Γράφει ότι βρίσκεται πάνω από μια κρύπτη, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχουν δύο τάφοι ρωμαϊκής εποχής κι ανάμεσά τους υπάρχει ένα σπίτι. Και αυτό το σπίτι, λέει ο Αντομνάν, είναι το μέρος όπου μεγάλωσε ο Ιησούς. Βρήκαμε λοιπόν την εκκλησία, βρήκαμε την κρύπτη, βρήκαμε το σπίτι», εξηγεί ο Κεν Νταρκ τους λόγους που τον ώθησαν να ταυτίσει τη θέση της μονής με το σπίτι του Ιησού.
Στο πλαίσιο της έρευνάς του μάλιστα εξέτασε και την αξιοπιστία της μνήμης της ιστορίας του κτιρίου από τον 1ο αι., οπότε λειτουργούσε ως οικία – του Ιησού; -, έως τον 4ο αι., όταν δηλαδή χτίστηκε η πρώτη εκκλησία. «Βάσει των ανθρωπολογικών στοιχείων και των μελετών της προφορικής παράδοσης, δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για τον οποίο δεν θα μπορούσαν τον 4ο αι. να γνωρίζουν την προηγούμενη χρήση του χώρου», συμπεραίνει.
Επιχείρημα που ενισχύει τη θέση του, όπως ο ίδιος αναφέρει, είναι το γεγονός πως υπήρχαν δύο εκκλησίες που ήταν γνωστό ότι είχαν ανεγερθεί πάνω από οικίες στην περιοχή της Παλαιστίνης. Δεδομένου ότι η άλλη είναι αφιερωμένη στον Αγιο Πέτρο και βρίσκεται στην Καπερναούμ, αυξάνονται οι πιθανότητες η συγκεκριμένη να είχε θεμελιωθεί πάνω στην οικία όπου πέρασε ο Ιησούς τα παιδικά του χρόνια.
Η στρωματογραφία του χώρου δείχνει ότι η εκκλησία καταστράφηκε από τους μουσουλμάνους που μάχονταν εναντίον των σταυροφόρων το 1187 κι έκτοτε ο χώρος εγκαταλείφθηκε. Η πρώτη απόπειρα αρχαιολογικής έρευνας έγινε από τις μοναχές της μονής της Ναζαρέτ, οι οποίες θέλησαν να εγκατασταθούν στο σημείο τη δεκαετία του 1880 και εντόπισαν μια αρχαία δεξαμενή, χωρίς να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. «Είναι μία από τις πρώτες ανασκαφές που έγιναν υπό γυναικεία διεύθυνση. Κατά πολλούς τρόπους οι μοναχές υπήρξαν πολύ μπροστά από την εποχή τους», σχολιάζει ο βρετανός καθηγητής τη «σωστική ανασκαφή των μοναχών». Η δεύτερη έρευνα διενεργήθηκε τη δεκαετία του 1930 από τον ιησουίτη ιερέα Ανρί Σενέ. Και οι δύο αυτές προσπάθειες παρείχαν πολύτιμες πληροφορίες στην έρευνα που ξεκίνησε ο Κεν Νταρκ το 2006, αναζητώντας το προσκυνηματικό κέντρο της βυζαντινής Ναζαρέτ, χωρίς να υποψιάζεται το εύρημα που θα εντόπιζε.
Σήμερα και μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του τονίζει ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το σπίτι αυτό ήταν του Ιησού, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει για κανέναν αρχαιολογικό χώρο, δεδομένης της έλλειψης στοιχείων, όπως επιγραφές στα σπίτια των τεχνιτών που ζούσαν στη Γαλιλαία τον 1ο αι. οι οποίες να μαρτυρούν πως συνδέονται με συγκεκριμένο ιδιοκτήτη. «Από την άλλη πλευρά, όλοι οι λόγοι αμφιβολίας που θα μπορούσαν να υπάρχουν έχουν εξανεμιστεί, κι αυτό είναι συναρπαστικό!».
Παράδοση
Περισσότερο ή λιγότερο κοντά στην αλήθεια, η αποκάλυψη του Κεν Νταρκ παίρνει δημοσιότητα λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, παρά το γεγονός ότι το βιβλίο του κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο, τηρώντας έτσι μια άτυπη παράδοση που θέλει τις ημέρες που προηγούνται των μεγάλων θρησκευτικών εορτών να ανακοινώνεται και μια αρχαιολογική ανακάλυψη, η οποία επιχειρεί να λειτουργήσει ως απτή επιβεβαίωση των όσων περιγράφονται στα Ευαγγέλια, χωρίς βεβαίως να απουσιάζουν και οι εξαιρέσεις. Αντιθέτως, εξαίρεση δεν αποτελεί η αμφισβήτηση της ταύτισης των ευρημάτων με γεγονότα που συνδέονται με τη ζωή του Ιησού, γεγονός που προκαλεί μακράς διάρκειας και συχνά έντονες αρχαιολογικές έριδες.
Τον τάφο και τη σαρκοφάγο του Ηρώδη του Μεγάλου υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν ισραηλινοί αρχαιολόγοι κοντά στα ερείπια ανακτόρου που είχε κατασκευάσει ο αποκαλούμενος Βασιλιάς των Ιουδαίων, στη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, κοντά στη Βηθλεέμ, όπου, σύμφωνα με τον ιστορικό Ιώσηπο, πέθανε και ετάφη ο Ηρώδης το έτος 4 μ.Χ. Οι αρχαιολόγοι κάνουν λόγο για μία από τις πιο μεγαλοπρεπείς σαρκοφάγους που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, αν και αρχαιοκάπηλοι έχουν αφαιρέσει τον χρυσό διάκοσμο και τα πολύτιμα κτερίσματα που συνόδευαν τον επιφανή νεκρό, σύμφωνα με τις πηγές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σφαγή των νηπίων που φέρεται να έγινε με διαταγή του στη Βηθλεέμ δεν καταγράφεται στα κείμενα της εποχής, παρά μόνο στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Η πόλη της Εμμαούς
Την Εμμαούς, την κωμόπολη καθ’ οδόν προς την οποία ο Χριστός συνάντησε δύο από τους μαθητές του μετά την Ανάσταση, εκτιμά ότι έχει εντοπίσει ομάδα ισραηλινών αρχαιολόγων 13 χλμ. μακριά από την παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στην περιοχή Κιριάθ Τζερίμ.
Ως επιχείρημα υπέρ της ταύτισης με την Εμμαούς οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν την ανακάλυψη σειράς οχυρωματικών έργων που είχαν επισκευαστεί τον 2ο αι. π.Χ., την εποχή που οι Σελευκίδες είχαν τον έλεγχο της περιοχής και, σύμφωνα με τις πηγές, είχαν τειχίσει πολλές περιοχές, ανάμεσα σε αυτές και την Εμμαούς. Αν και η απόσταση από την Ιερουσαλήμ ταιριάζει με τις μαρτυρίες, η αρχαιολογική κοινότητα διατηρεί επιφυλάξεις για τη σύνδεση, καθώς μεταξύ άλλων δεν υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη ονομασία της περιοχής, ενώ μια άλλη άποψη θέλει την Εμμαούς να ταυτίζεται με την κωμόπολη Καλούνα, η οποία όμως απέχει τη μισή απόσταση από την Ιερουσαλήμ συγκριτικά με εκείνη που παραδίδει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στην καταγραφή του περιστατικού.
Τα ίχνη της βυζαντινής εκκλησίας που είχε χτιστεί πάνω από τα σπίτια των Αποστόλων Πέτρου και Ανδρέα στο Βόρειο Ισραήλ, κοντά στη Θάλασσα της Γαλιλαίας, εκτιμά ότι εντόπισε η αρχαιολογική σκαπάνη. Στη γενέτειρα των δύο Αποστόλων, τη Βηθσαϊδά, ο Ιησούς, σύμφωνα με τη Βίβλο, έκανε μεταξύ άλλων το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, προσφέροντας τροφή σε 5.000 ανθρώπους με πέντε καρβέλια ψωμί και δύο ψάρια, και θεράπευσε έναν τυφλό. Οι αρχαιολόγοι εντόπισαν στην περιοχή τα ερείπια βυζαντινής εκκλησίας ηλικίας 1.400 ετών που φέρει ίχνη διακόσμησης με ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα και θα μπορούσε να είναι η εκκλησία των Αποστόλων, η οποία ανεγέρθηκε για να τιμήσει τη μνήμη των μαθητών του Ιησού. Διατυπώνονται ωστόσο αντιρρήσεις σχετικά με το κατά πόσο η περιοχή της ανασκαφής μπορεί να ταυτιστεί με τη Βηθσαϊδά, καθώς άλλη ερευνητική ομάδα διατείνεται ότι την έχει εντοπίσει στη γειτονική πόλη Ετ Τελ.