Της Μαρίας Μουρελάτου
«Δεκέμβριος 1980, Παρασκευή 19 του μηνός, 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το τηλέφωνό μου χτυπά μέσα στη νύχτα. Η φωνή στο σύρμα κραυγή. Το ΜΙΝΙΟΝ έπιασε φωτιά, το ΜΙΝΙΟΝ καίγεται. Τρέξτε», αφηγείται ο πατέρας του ΜΙΝΙΟΝ στο βιβλίο του «Γεωργακάς, η ιστορία μιας ζωής, ΜΙΝΙΟΝ, η ιστορία ενός πολυκαταστήματος». «Οσο πλησιάζαμε, το κόκκινο της φωτιάς δέσποζε πάνω από την Ομόνοια και οι καπνοί εκτινάσσονταν σαν από χίλια φουγάρα καραβιών ταυτόχρονα.
Οταν επιτέλους ορμήσαμε στην Πατησίων, να τες οι φλόγες μπροστά μας. Μεγάλες, ανελέητες που όλο και πλήθαιναν. Εκαιγαν το ΜΙΝΙΟΝ, τον ιδρώτα μου, τους αγώνες μου, όλα μου τα όνειρα». Από κοντά έτρεξαν και αρκετοί από τους 1.000 εργαζομένους του πολυκαταστήματος που ο ίδιος αποκαλούσε «παιδιά του». Ο Βασίλης Μπυρίτης, ένα από τα αγαπημένα του «παιδιά», διακοσμητής και στη συνέχεια διευθυντής καταστήματος, μιλά στα «ΝΕΑ» για εκείνη τη νύχτα.
«Δεκέμβριος 1980, Παρασκευή 19 του μηνός, 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το τηλέφωνό μου χτυπά μέσα στη νύχτα. Η φωνή στο σύρμα κραυγή. Το ΜΙΝΙΟΝ έπιασε φωτιά, το ΜΙΝΙΟΝ καίγεται. Τρέξτε», αφηγείται ο πατέρας του ΜΙΝΙΟΝ στο βιβλίο του «Γεωργακάς, η ιστορία μιας ζωής, ΜΙΝΙΟΝ, η ιστορία ενός πολυκαταστήματος». «Οσο πλησιάζαμε, το κόκκινο της φωτιάς δέσποζε πάνω από την Ομόνοια και οι καπνοί εκτινάσσονταν σαν από χίλια φουγάρα καραβιών ταυτόχρονα.
Οταν επιτέλους ορμήσαμε στην Πατησίων, να τες οι φλόγες μπροστά μας. Μεγάλες, ανελέητες που όλο και πλήθαιναν. Εκαιγαν το ΜΙΝΙΟΝ, τον ιδρώτα μου, τους αγώνες μου, όλα μου τα όνειρα». Από κοντά έτρεξαν και αρκετοί από τους 1.000 εργαζομένους του πολυκαταστήματος που ο ίδιος αποκαλούσε «παιδιά του». Ο Βασίλης Μπυρίτης, ένα από τα αγαπημένα του «παιδιά», διακοσμητής και στη συνέχεια διευθυντής καταστήματος, μιλά στα «ΝΕΑ» για εκείνη τη νύχτα.
«»Πήρε φωτιά το ΜΙΝΙΟΝ», μια φωνή στη γραμμή. Αμέσως φύγαμε για εκεί με τη γυναίκα μου. Καθ’ οδόν ο ταξιτζής μάς το επιβεβαίωσε. Η φωτιά έγλειφε τον ουρανό, είχε κατέβει κόσμος, πολλά παιδιά του ΜΙΝΙΟΝ. Θυμάμαι τον Γεωργακά να κοιτάζει βουβός και τη σύζυγό του Αμαλία στο πλευρό του να κλαίει. Δικά τους παιδιά δεν είχαν, το έργο μιας ζωής τυλιγόταν στις φλόγες. Ολοι πονούσαμε, ήταν και η δική μας ζωή μέσα εκεί. Ηταν το δεύτερο σπίτι μου. Ο κόσμος ένιωθε ότι κάηκε το δικό του κατάστημα. Δεν υπήρχαν Χριστούγεννα χωρίς ΜΙΝΙΟΝ» περιγράφει συγκινημένος ο 75χρονος σήμερα Β. Μπυρίτης που έπιασε δουλειά το ’72 στο «μεγαλύτερο μεγάλο πολυκατάστημα» ή, όπως λέει ο ίδιος, «σε μια επιχείρηση – πρότυπο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών με ελληνική ζεστασιά».
Κόπηκε η χαρά μας
Εκείνο τον Δεκέμβριο μαζί με το ΜΙΝΙΟΝ κάηκαν τα Χριστούγεννα. Και μαζί τους όλες οι εποχές. Το πολυκατάστημα στην Πατησίων και Δώρου σηματοδοτούσε με τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και τις πρωτοποριακές βιτρίνες του την εναλλαγή των εποχών για ένα καταναλωτικό κοινό που βγαίνοντας από τη δικτατορία έτρεχε πρωί – βράδυ να τα τακτοποιήσει όλα, να βρει μια δουλειά, να πάρει επιτέλους μια ανάσα. Μέσα σε ένα τοπίο φτωχικό, χωρίς στολισμούς και δέντρο στην Πλατεία Συντάγματος, μια μεσοαστική τάξη στα σπάργανα περίμενε τις γιορτές ανυπομονώντας να φωτιστεί το ΜΙΝΙΟΝ. «Για εμάς ήταν το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, εκεί πηγαίναμε όλοι, είχε τα πάντα. Και προσιτές τιμές. Αυτό το πρωί το θυμάμαι σαν να έχουμε πένθος, σαν να κόπηκε η επαφή μας με τη χαρά», θυμάται η Αγγελική Δ., ιδιωτική υπάλληλος στη γειτονιά του ΜΙΝΙΟΝ, τότε που η ζωή «συνέβαινε» στην Πατησίων.
Το ΜΙΝΙΟΝ ήταν στημένο στην πόλη σαν τη θεά Εστία, γύρω από τη θαλπωρή του συγκεντρώνονταν όλοι. Σημείο αναφοράς των φυλών της Αθήνας που κατέφθαναν από παντού για να θαυμάσουν οικογενειακώς το πιο σύγχρονο αξιοθέατο της πρωτεύουσας. Ο ιδιοκτήτης του, έχοντας ξεκινήσει απένταρος για να φτάσει να γίνει ο βασιλιάς του retail της Ελλάδας, ενσάρκωνε τέλεια το αμερικανικό όνειρο, κομμένο και ραμμένο όμως στα ελληνικά μέτρα. Κατάφερε έτσι να πείσει τις Ελληνίδες και τους Ελληνες να χαίρονται τα ψώνια, να μην κάνουν «παζάρια» στις τιμές, να πληρώνουν με άτοκες δόσεις, να παρακολουθούν επιδείξεις μόδας, να ανεβοκατεβαίνουν κυλιόμενες σκάλες όπως στην Ευρώπη και την Αμερική, ενώ τους χάρισε έναν ολόκληρο όροφο για να παίζουν τα παιδιά τους.
Στον 8ο του ΜΙΝΙΟΝ οι παιδικές φαντασιώσεις ζωντάνευαν: θεατρικά με δημοφιλείς καλλιτέχνες, λούνα παρκ, παραμυθένια τοπία με δάση, αληθινά ζώα και λίμνες προετοιμάζονταν εβδομάδες από διακοσμητές και τεχνικούς. Τα παιδιά γνώριζαν από κοντά τον Ταρζάν, τη Χιονάτη και τους Επτά Νάνους και φυσικά τον Αγιο Βασίλη που τα περίμενε στον θρόνο του για την καθιερωμένη πολαρόιντ φωτογραφία, ενθύμιο φυλαγμένο ως κόρην οφθαλμού. «Στην παρέλαση το ’89 είχε κλείσει όλη η Αθήνα. Μια ανοιχτή λιμουζίνα ΜΙΝΙΟΝ, από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, με τρεις φιλαρμονικές, μαζορέτες και οχήματα που μοίραζαν σοκολατάκια, μετέφερε τον Αγιο Βασίλη μέχρι την Πατησίων», θυμάται ο Β. Μπυρίτης.
Το περίπτερο στα Χαυτεία
Ο Ιωάννης Γεωργακάς, έχοντας ξεκινήσει από ένα κυριολεκτικά «μινιόν» περίπτερο στα Χαυτεία για να φτάσει στο δεκαώροφο συγκρότημα με τζίρους δισεκατομμυρίων, ήταν ο τέλειος εργοδότης. Χρηματοδοτούσε ταξίδια με μόνο αντάλλαγμα να φέρει πίσω ο καθένας μια αναφορά με ό,τι του έκανε εντύπωση από τα μαγαζιά της Ευρώπης. Οργάνωνε εκπαιδευτικά σεμινάρια ή έστελνε στελέχη να φέρουν ιδέες από το Harrods και το Macy’s. Και έδινε πριμ σε όποιον έκοβε το κάπνισμα. Πίσω από την επιτυχία κρυβόταν πολλή δουλειά, μια ομάδα ανθρώπων που δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι κι ένας ηγέτης ορθολογιστής. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Β. Μπυρίτης, «ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια για να πετύχει τον στόχο του που δεν ήταν να πλουτίσει αλλά να αναπτυχθεί το ΜΙΝΙΟΝ και μαζί του κι εμείς και οι πελάτες».
Το ΜΙΝΙΟΝ, μετατρέποντας τα ψώνια σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία, έμαθε σε μικρούς και μεγάλους να χαίρονται την κάθε μέρα σαν να ‘ναι γιορτή. Οι άνθρωποι έκαναν ουρές για να μπουν στο κατάστημα. Σουπερμάρκετ, χασάπικο, γραφείο ταξιδίων, κομμωτήριο συνυπήρχαν με ρούχα, παιχνίδια, αυτοκίνητα και το καφέ – εστιατόριο στον 9ο. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, η Αμαλία Γεωργακά συναντά «τα παιδιά της», τους υπαλλήλους του ΜΙΝΙΟΝ. Οπως συνηθίζουν οι οικογένειες να σμίγουν στις γιορτές, προσπαθεί κι εκείνη να κρατήσει ζωντανό το πνεύμα της επιχείρησης: μια μεγάλη οικογένεια με σπίτι το ΜΙΝΙΟΝ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
για εκείνη τη νύχτα.
«»Πήρε φωτιά το ΜΙΝΙΟΝ», μια φωνή στη γραμμή. Αμέσως φύγαμε για εκεί με τη γυναίκα μου. Καθ’ οδόν ο ταξιτζής μάς το επιβεβαίωσε. Η φωτιά έγλειφε τον ουρανό, είχε κατέβει κόσμος, πολλά παιδιά του ΜΙΝΙΟΝ. Θυμάμαι τον Γεωργακά να κοιτάζει βουβός και τη σύζυγό του Αμαλία στο πλευρό του να κλαίει. Δικά τους παιδιά δεν είχαν, το έργο μιας ζωής τυλιγόταν στις φλόγες. Ολοι πονούσαμε, ήταν και η δική μας ζωή μέσα εκεί. Ηταν το δεύτερο σπίτι μου. Ο κόσμος ένιωθε ότι κάηκε το δικό του κατάστημα. Δεν υπήρχαν Χριστούγεννα χωρίς ΜΙΝΙΟΝ» περιγράφει συγκινημένος ο 75χρονος σήμερα Β. Μπυρίτης που έπιασε δουλειά το ’72 στο «μεγαλύτερο μεγάλο πολυκατάστημα» ή, όπως λέει ο ίδιος, «σε μια επιχείρηση – πρότυπο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών με ελληνική ζεστασιά».
Κόπηκε η χαρά μας
Εκείνο τον Δεκέμβριο μαζί με το ΜΙΝΙΟΝ κάηκαν τα Χριστούγεννα. Και μαζί τους όλες οι εποχές. Το πολυκατάστημα στην Πατησίων και Δώρου σηματοδοτούσε με τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και τις πρωτοποριακές βιτρίνες του την εναλλαγή των εποχών για ένα καταναλωτικό κοινό που βγαίνοντας από τη δικτατορία έτρεχε πρωί – βράδυ να τα τακτοποιήσει όλα, να βρει μια δουλειά, να πάρει επιτέλους μια ανάσα. Μέσα σε ένα τοπίο φτωχικό, χωρίς στολισμούς και δέντρο στην Πλατεία Συντάγματος, μια μεσοαστική τάξη στα σπάργανα περίμενε τις γιορτές ανυπομονώντας να φωτιστεί το ΜΙΝΙΟΝ. «Για εμάς ήταν το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, εκεί πηγαίναμε όλοι, είχε τα πάντα. Και προσιτές τιμές. Αυτό το πρωί το θυμάμαι σαν να έχουμε πένθος, σαν να κόπηκε η επαφή μας με τη χαρά», θυμάται η Αγγελική Δ., ιδιωτική υπάλληλος στη γειτονιά του ΜΙΝΙΟΝ, τότε που η ζωή «συνέβαινε» στην Πατησίων.
Το ΜΙΝΙΟΝ ήταν στημένο στην πόλη σαν τη θεά Εστία, γύρω από τη θαλπωρή του συγκεντρώνονταν όλοι. Σημείο αναφοράς των φυλών της Αθήνας που κατέφθαναν από παντού για να θαυμάσουν οικογενειακώς το πιο σύγχρονο αξιοθέατο της πρωτεύουσας. Ο ιδιοκτήτης του, έχοντας ξεκινήσει απένταρος για να φτάσει να γίνει ο βασιλιάς του retail της Ελλάδας, ενσάρκωνε τέλεια το αμερικανικό όνειρο, κομμένο και ραμμένο όμως στα ελληνικά μέτρα. Κατάφερε έτσι να πείσει τις Ελληνίδες και τους Ελληνες να χαίρονται τα ψώνια, να μην κάνουν «παζάρια» στις τιμές, να πληρώνουν με άτοκες δόσεις, να παρακολουθούν επιδείξεις μόδας, να ανεβοκατεβαίνουν κυλιόμενες σκάλες όπως στην Ευρώπη και την Αμερική, ενώ τους χάρισε έναν ολόκληρο όροφο για να παίζουν τα παιδιά τους.
Στον 8ο του ΜΙΝΙΟΝ οι παιδικές φαντασιώσεις ζωντάνευαν: θεατρικά με δημοφιλείς καλλιτέχνες, λούνα παρκ, παραμυθένια τοπία με δάση, αληθινά ζώα και λίμνες προετοιμάζονταν εβδομάδες από διακοσμητές και τεχνικούς. Τα παιδιά γνώριζαν από κοντά τον Ταρζάν, τη Χιονάτη και τους Επτά Νάνους και φυσικά τον Αγιο Βασίλη που τα περίμενε στον θρόνο του για την καθιερωμένη πολαρόιντ φωτογραφία, ενθύμιο φυλαγμένο ως κόρην οφθαλμού. «Στην παρέλαση το ’89 είχε κλείσει όλη η Αθήνα. Μια ανοιχτή λιμουζίνα ΜΙΝΙΟΝ, από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, με τρεις φιλαρμονικές, μαζορέτες και οχήματα που μοίραζαν σοκολατάκια, μετέφερε τον Αγιο Βασίλη μέχρι την Πατησίων», θυμάται ο Β. Μπυρίτης.
Το περίπτερο στα Χαυτεία
Ο Ιωάννης Γεωργακάς, έχοντας ξεκινήσει από ένα κυριολεκτικά «μινιόν» περίπτερο στα Χαυτεία για να φτάσει στο δεκαώροφο συγκρότημα με τζίρους δισεκατομμυρίων, ήταν ο τέλειος εργοδότης. Χρηματοδοτούσε ταξίδια με μόνο αντάλλαγμα να φέρει πίσω ο καθένας μια αναφορά με ό,τι του έκανε εντύπωση από τα μαγαζιά της Ευρώπης. Οργάνωνε εκπαιδευτικά σεμινάρια ή έστελνε στελέχη να φέρουν ιδέες από το Harrods και το Macy’s. Και έδινε πριμ σε όποιον έκοβε το κάπνισμα. Πίσω από την επιτυχία κρυβόταν πολλή δουλειά, μια ομάδα ανθρώπων που δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι κι ένας ηγέτης ορθολογιστής. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Β. Μπυρίτης, «ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια για να πετύχει τον στόχο του που δεν ήταν να πλουτίσει αλλά να αναπτυχθεί το ΜΙΝΙΟΝ και μαζί του κι εμείς και οι πελάτες».
Το ΜΙΝΙΟΝ, μετατρέποντας τα ψώνια σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία, έμαθε σε μικρούς και μεγάλους να χαίρονται την κάθε μέρα σαν να ‘ναι γιορτή. Οι άνθρωποι έκαναν ουρές για να μπουν στο κατάστημα. Σουπερμάρκετ, χασάπικο, γραφείο ταξιδίων, κομμωτήριο συνυπήρχαν με ρούχα, παιχνίδια, αυτοκίνητα και το καφέ – εστιατόριο στον 9ο. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, η Αμαλία Γεωργακά συναντά «τα παιδιά της», τους υπαλλήλους του ΜΙΝΙΟΝ. Οπως συνηθίζουν οι οικογένειες να σμίγουν στις γιορτές, προσπαθεί κι εκείνη να κρατήσει ζωντανό το πνεύμα της επιχείρησης: μια μεγάλη οικογένεια με σπίτι το ΜΙΝΙΟΝ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ