Ηταν άνοιξη του 1983 και στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης χιλιάδες φοιτητές του Χάρβαρντ απολάμβαναν τον ήλιο στα πάρκα και στα καφέ της πανεπιστημιούπολης. Ενας, όμως, τριτοετής φοιτητής και δημοσιογράφος στην εφημερίδα του πανεπιστημίου καθόταν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου απέναντι από έναν νικαραγουανό αντεπαναστάτη. Ο Χοσέ Φρανσίσκο Καρντενάλ είχε βοηθήσει στην ανατροπή του δικτάτορα Αναστάζιο Σομόζα σε ένα πραξικόπημα που είχε υποστηρίξει η CIA τέσσερα χρόνια νωρίτερα και πλέον ήταν λάβρος εναντίον των Σαντινίστας που είχαν έρθει στην εξουσία, ζούσε στην εξορία και προσπαθούσε να φτιάξει ένα κίνημα αντίστασης. Ηθελε να χρηματοδοτήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τους Κόντρας στους οποίους ανήκε για να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Σαντινίστας – και εξηγούσε το σχέδιό του στον φιλόδοξο φοιτητή – ρεπόρτερ.
Εκείνος ο νεαρός δημοσιογράφος ήταν ο επόμενος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Αντονι Μπλίνκεν. Και εκείνη η περιγραφή της συνάντησής του με τον Καρντενάλ έδωσε τροφή για τις διεθνείς σχέσεις τη δεκαετία του 1980 σε δεκάδες άρθρα στην περίφημη εφημερίδα του πανεπιστημίου Harvard Crimson στην οποία έγραφαν δεκάδες μετέπειτα στελέχη αμερικανικών κυβερνήσεων – εκείνο το γραπτό δίνει μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος που θα ηγηθεί της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ κατανοεί τον κόσμο. Μέσα σε 900 λέξεις ο Μπλίνκεν παραδέχεται ότι τα λόγια του Νικαραγουανού, με τα οποία συμφωνούσαν πολλοί συντηρητικοί στην Αμερική «ήταν πειστικά για έναν φιλελεύθερο ακροατή».
Πείραμα
Ομως καταλήγει, με μετρημένες προτάσεις, ότι οι Κόντρας ήταν λάθος και ότι η Ουάσινγκτον θα έπρεπε να προσπαθήσει «ένα μικρό πείραμα»: να χρηματοδοτήσει τους Σαντινίστας με αντάλλαγμα τη δέσμευσή τους «για χαλάρωση των αυστηρών μέτρων και για προκήρυξη εκλογών στο άμεσο μέλλον». Ηταν μια διπλωματική, φιλελεύθερη πρόταση για συμβιβασμό – μία προσέγγιση την οποία επανέλαβε πολλές φορές για διάφορες περιοχές του κόσμου, στα χρόνια που ακολούθησαν και που πλέον, παρατηρεί το Politico, είναι χαρακτηριστική της διπλωματικής λογικής που τον διακρίνει.
Μια ενδελεχής μελέτη των περίπου εβδομήντα άρθρων που έγραψε τόσο στην εφημερίδα του Χάρβαρντ όσο και λίγο αργότερα στο περιοδικό New Republicγια διεθνή θέματα αποκαλύπτουν μια μετριοπαθή μορφή φιλελεύθερου παρεμβατισμού που ερχόταν σε αντίθεση με τις έντονες ιδεολογικές διαμάχες της εποχής. Με αλλεπάλληλα επιχειρήματα περιγράφει τη σημασία της αμερικανικής εμπλοκής σε όλο τον κόσμο – με έμφαση στην εξομάλυνση των σχέσεων με αντίπαλες δυνάμεις και την απόδοση ευθυνών σε αυταρχικούς ηγέτες – ενώ επικρίνει τις πιο ανοιχτές και επιθετικές μορφές αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Από την υποστήριξη της ύφεσης με την ΕΣΣΔ έως την κριτική στον αμερικανικό παρεμβατισμό στη Λατινική Αμερική, ο Μπλίνκεν στάθηκε απέναντι στις ψυχροπολεμικές τακτικές του Ρόναλντ Ρίγκαν.
Ο Μπλίνκεν περιγράφεται ως συντηρητικός με κεντρώες αποχρώσεις από τότε μέχρι και σήμερα. Ο αρθρογράφος της Washington Post Τσαρλς Λέιν που ήταν συμφοιτητής του θυμάται ότι ο Τόνι είχε προσεγγίσει τον Χένρι Κίσινγκερ για μια συνέντευξη που θα χρησιμοποιούσε στην πτυχιακή του, για τον υπερσιβηρικό αγωγό. «Το γεγονός ότι ζήτησε συνέντευξη από τον Κίσινγκερ την ώρα που οι περισσότεροι άλλοι φοιτητές του Χάρβαρντ τη δεκαετία του 1980 ήθελαν να τον στείλουν στο δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου, δείχνει πόσο διαφορετικός από τους υπόλοιπους ήταν», περιγράφει.
Η μετριοπάθεια είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Βέβαια, είναι προς συζήτηση το εάν η μετριοπάθεια είναι αυτό που χαρακτηρίζει την αμερικανική πολιτική αυτή τη στιγμή. Ομως ως ο άνθρωπος που θα ηγηθεί της δηλωμένης πρόθεσης του Τζο Μπάιντεν να αποκαταστήσει το κύρος των ΗΠΑ στον κόσμο – κάτι που περιλαμβάνει πλέον και το να εξηγήσει στον υπόλοιπο κόσμο τις πρόσφατες σκηνές από το Κογκρέσο – ο Μπλίνκεν θα χρειαστεί να επιστρατεύσει κάθε διπλωματική του ικανότητα και κεντρώα, συμβιβαστική προσέγγιση.
Φανατικός των Beatles
Ο 58χρονος Μπλίνκεν, που του αρέσει να παίζει κιθάρα και είναι φανατικός των Beatles πρωτοξεκίνησε να προβάλει τις αμερικανικές αξίες ως μαθητής Λυκείου στο Παρίσι, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Πρώην συγγραφέας των ομιλιών του προέδρου Μπιλ Κλίντον, υπήρξε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπάιντεν όταν εκείνος ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ στη συνέχεια υπηρέτησε ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπάρακ Ομπάμα και αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών. Η επιστροφή του στους διαδρόμους της εξουσίας θα γίνει καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούν να ανακάμψουν από την υποχώρηση στην παγκόσμια σκηνή κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών του διεθνούς απομονωτισμού του Ντόναλντ Τραμπ.
Το μόνο σίγουρο για την ομάδα εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος ορκίζεται 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ την ερχόμενη Τετάρτη είναι πως αποτελείται από ιδιαίτερα έμπειρους διπλωμάτες, πολλοί από τους οποίους είχαν στελεχώσει και την κυβέρνηση Ομπάμα. Η Γουέντι Σέρμαν θα είναι αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών. Με μεγάλη πείρα στο Ιράν και την Βόρεια Κορέα. Υφυπουργός θα αναλάβει η Βικτόρια Νούλαντ, υπεύθυνη για την Ευρώπη στην κυβέρνηση Ομπάμα και πρώην εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Είχε ρόλο-κλειδί στη διαμόρφωση της αμερικανικής απάντησης στην εξέγερση στην Ουκρανία το 2013 και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Το 2014 οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες την είχαν ηχογραφήσει σε τηλεφωνική συνομιλία με τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Ουκρανία Τζέφρι Πάιατ (σήμερα πρέσβη στην Ελλάδα) να του λέει «Γ… την ΕΕ», γεγονός που προκάλεσε ένταση με τους ευρωπαίους συμμάχους της Ουάσινγκτον. Εχει σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία και αυτό θεωρείται ως ένας από τους βασικούς λόγους που επελέγη.
Σημαντική θεωρείται και η επιλογή του Μπρετ ΜακΓκέρκ ως συντονιστή για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Μια επιλογή που μπορεί να επηρεάσει και τη δική μας μεριά του κόσμου. Οι αναλυτές θεωρούν πως θα έχει σημαντικές συνέπειες στη σχέση της Ουάσινγκτον με την Αγκυρα. Ο ΜακΓκέρκ ήταν ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στην πολυεθνική στρατιωτική συμμαχία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους τόσο στην κυβέρνηση Ομπάμα όσο και στην κυβέρνηση Τραμπ. Είχε στενή συνεργασία με τις κουρδικές δυνάμεις στη Συρία, τις οποίες η Τουρκία θεωρεί εχθρική δυναμη. Ο ΜακΓκέρκ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 διαμαρτυρόμενος για την απόφαση Τραμπ να αποσυρθούν όλα τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία, θεωρώντας ότι έτσι μένουν εκτεθειμένοι οι κούρδοι μαχητές στις επιθέσεις του τουρκικού στρατού – κάτι που δεν άργησε να γίνει. Εκτοτε αρθρογραφούσε με έμφαση εναντίον της τουρκικής στάσης.
Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι η νέα κυβέρνηση θα δείξει «πολύ λιγότερη υπομονή με την Αγκυρα» απ’ ό,τι η κυβέρνηση Τραμπ. Ομως βασική προτεραιότητα της αμερικανικής διπλωματίας μετά τις 20 Ιανουαρίου είναι η αποκατάσταση του κύρους των ΗΠΑ και των σχέσεων με τους εταίρους. Κάτι που δεν θα είναι και τόσο εύκολο.