Ύστερα από δύο πολύνεκρα δυστυχήματα, μια πολύμηνη παύση πτήσεων, μια αποζημίωση ύψους 2,5 δισ. δολαρίων στις 346 οικογένειες των θυμάτων αλλά και στις αεροπορικές εταιρείες ανά τον κόσμο οι οποίες υπέστησαν ζημίες εξαιτίας του, το «καταραμένο» Boeing 737 Max επανέρχεται στην ενεργό δράση.
Η καινούργια πιστοποίηση ότι είναι άξιο ασφαλών πτήσεων εγκρίθηκε αφού η Boeing προέβη σε δραστικές βελτιώσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο λογισμικο MCAS, στην αιφνίδια παρέμβαση του οποίου αποδόθηκαν οι δύο πτώσεις, τον Οκτώβριο του 2018 στην Ινδονησία και τον Μάρτιο του 2019 Αιθιοπία.
Προκαλώντας ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία της πολιτικής αεροπορίας, η Boeing είχε αποκρύψει την ύπαρξη του αυτοματισμού MCAS ακόμη και από τους πιλότους των 737 Max. Έτσι, όταν το σύστημα ετίθετο σε εφαρμογή προκειμένου να επαναφέρει σε ισορροπία το αεροσκάφος, οι πιλότοι απέμεναν αβοήθητοι στο θάλαμο διακυβέρνησης και κατ’ ουσίαν μετατρέπονταν και αυτοί σε επιβάτες. Δηλαδή εξίσου ανήμποροι να αποτρέψουν τη μοιραία βουτιά του αεροπλάνου.
Τις λεπτομέρειες της απίστευτης και τραγικής υπόθεσης αποκάλυψε βήμα-βήμα η Αυστραλή δημοσιογράφος Liz Hayes, με τη βοήθεια ειδικών, στην εκπομπή της «Under Investigation». Προκειμένου, δε, να καταστήσει απολύτως κατανοητό στο κοινό το τι ακριβώς συνέβη, η Hayes δοκίμασε να «πετάξει» εικονικά, σε προσομοιωτή πτήσης δίπλα σε έναν πολύπειρο πιλότο 737. Η συμπεριφορά του αεροσκάφους, με την αυτόματη διόρθωση κλίσης να ενεργοποιείται αιφνιδιάζοντας τον κυβερνήτη, είναι κυριολεκτικά σοκαριστική.
Επίσης, βάσει εγγράφων από την εσωτερική αλληλογραφία της Boeing, η Hayes αποδεικνύει ότι η εταιρεία γνώριζε το θανάσιμα επικίνδυνο ελάττωμα του νέου της αεροσκάφους, τουλάχιστον τρία χρόνια πριν από το πρώτο δυστύχημα. Τουλάχιστον έξι φορές κάποιοι πιλότοι εξέλιξης, ύστερα από ανωμαλίες τις οποίες συνάντησαν στον προσομοιωτή, ενημέρωσαν την ανώτατη διοίκηση της Boeing. Οι ιθύνοντες όμως αγνόησαν το πρόβλημα με το MCAS, θεωρώντας ότι οι πιθανότητες να προκαλέσει δυστύχημα ήταν απειροελάχιστες.
Μεταξύ άλλων, η Liz Hayes φιλοξένησε τους γονείς δύο νεαρών αδελφών, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά την πτώση του Boeing 737 Max στην Αιθιοπία. Το ζεύγος των Αμερικανών Ike και Susan Riffel είπαν πως θεωρούν αδιανόητο να μην έχουν αντιμετωπίσει ποινική δίωξη οι υπεύθυνοι εκ μέρους της Boeing, εφόσον αποδεικνύεται ότι εσκεμμένα αγνόησαν τις προειδοποιήσεις για το πρόβλημα του λογισμικού πτήσης, το απέκρυψαν από τους πιλότους και εξακολούθησαν να το παρασιωπούν ακόμη και αφού είχε συμβεί το πρώτο πολύνεκρο δυστύχημα.
Οι γιοι του ζεύγους Riffel επέβαιναν στην πτήση των Ethiopian Airlines και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να έχουν σωθεί εάν η Boeing, έστω και μετά από το πρώτο δυστύχημα, είχε ανακαλέσει το 737 Max, προκειμένου να διορθώσει το προβληματικό σύστημα MCAS. Καταλήγοντας, ο Ike και η Susan Riffel συνέστησαν στο κοινό να μην εμπιστεύεται τον συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους, παρά τις όποιες βελτιώσεις.
Την αντίθετη άποψη εξέφρασαν οι προσκεκλημένοι της Liz Hayes -παρόλον ότι κατά τη διάρκεια της εκπομπής κατακεραύνωναν την Boeing για τον όλο χειρισμό του σκανδάλου. Κατά την άποψή τους, «το σημερινό 737 Max είναι το πιο ασφαλές πολιτικό αεροσκάφος στον κόσμο», ύστερα από τις βελτιώσεις αλλά και τον εξονυχιστικό έλεγχο στον οποίον έχει υποβληθεί προκειμένου να πετάξει ξανά.
Παραδόξως, οι τελευταίες εξελίξεις φαίνεται πως δικαιώνουν και τις δύο απόψεις. Διότι, αφ’ ενός η Boeing παραδίδει κατά δεκάδες τα καινούργια 737 Max (οι παραγγελίες για το 2021 φτάνουν τις 4.437, με περίπου το 10% να έχει ήδη παραδοθεί), αφ’ ετέρου όμως υπήρξαν νέα προβλήματα κατά την επανέναρξη της πτητικής του δραστηριότητας, το οποίο υποχρέωσαν, για άλλη μία φορά, το 737 Max να παραμείνει στο έδαφος. Τα τελευταία του προβλήματα αφορούν στο ηλεκτρικό κύκλωμα.
Η ιστορία του «καταραμένου» Boeing
Όπως ανέλυσε στην εκπομπή της η Liz Hayes, το βασικό πρόβλημα του 737 Max είναι ότι κατ’ ουσίαν πρόκειται για ένα παμπάλαιο αεροπλάνο. Σχεδιάστηκε το 1967 και έκτοτε υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένο, συνδυάζοντας αξιοπιστία, ταχύτητα και οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι έως το 2020 το 1/3 των πτήσεων πολιτικής αεροπορίας σε όλο τον κόσμο εκτελούνταν με Boeing 737.
Παρά την επιτυχία του, ο ανταγωνισμός με την Airbus, η οποία παρουσίασε το ολοκαίνουργιο 320neo, με νέου τύπου κινητήρες και εντυπωσιακά βελτιωμένα χαρακτηριστικά, σε όλους τους επιμέρους τομείς. Η Boeing, αντί να σχεδιάσει εξ αρχής ένα καινούργιο αεροσκάφος ώστε να αποκρούσει την επίθεση της Airbus στην αγορά, αποφάσισε να τροποποιήσει το παλιό καλό 737.
Στην πράξη, βεβαίως, αυτό αποδείχθηκε σύνθετο εγχείρημα, ιδιαίτερα διότι οι μεγαλύτεροι και πιο οικονομικοί κινητήρες ήταν πολύ πιο ογκώδεις από τους συνήθεις του παλιού 737. Προκειμένου να χωρέσουν, μετατοπίστηκαν προς τα εμπρός. Η νέα χωροθέτηση των κινητήρων επηρέασε την συμπεριφορά του αεροσκάφους εν πτήσει, προκαλώντας μια τάση ανύψωσης του ρύγχους. Ως συνέπεια αυτού, αυξήθηκε ο κίνδυνος του stalling ή αλλιώς της απώλειας αεροδυναμικής στήριξης. Και, χωρίς αεροδυναμική στήριξη, ένα ιπτάμενο μέσον, απλώς πέφτει.
Σε μια προσπάθεια να «μπαλώσουν» το εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα της ανύψωσης του ρύγχους, οι τεχνικοί της Boeing εφηύραν το MCAS, ένα σύστημα αυτόματης ρύθμισης της κλίσης ως προς τον εγκάρσιο άξονα του αεροσκάφους. MCAS είναι το αρκτικόλεξο του Maneuvering Characteristics Augmentation System (Σύστημα Πολλαπλασιασμού των Χαρακτηριστικών Ελιγμού).
Η Boeing διέπραξε πολλαπλά -και πρωτοφανή- ατοπήματα σε σχέση με το MCAS. Το πρώτο εξ αυτών ήταν ότι, ενώ σε μια πρώτη εκδοχή του 737 Max υπήρχε στο κόκπιτ σχετική ένδειξη και αναφερόταν στο εγχειρίδιο του χειριστή, στο τελικό προϊόν όπως παραδόθηκε στις αεροπορικές εταιρείες ανά τον κόσμο, είχε εξαφανιστεί.
Ένα δεύτερο ασυγχώρητο σφάλμα, ήταν ότι η Boeing δεν ενημέρωσε τους πιλότους για την ύπαρξή του MCAS και, φυσικά, ουδέποτε φρόντισε να τους εκπαιδεύσει σε αυτό. Εν ολίγοις, οι κυβερνήτες δεν είχαν ιδέα ούτε πώς ενεργοποιείται, ούτε πώς συμπεριφέρεται και, δυστυχώς, ούτε πώς απενεργοποιείται το MCAS.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο ολίσθημα, σύμφωνα με τους ειδικούς, ήταν ότι η Boeing «τσιγκουνεύτηκε» τους αισθητήρες στους οποίους βασίζεται το MCAS. Αντί για τουλάχιστον δύο αισθητήρες angle of attack (γωνίας προσβολής), το 737 Max ήταν εφοδιασμένο μόνο με έναν.
Σε αμφότερα τα δυστυχήματα του 737 Max, ήταν η αιφνίδια παρέμβαση του MCAS η οποία έθεσε τα αεροσκάφη εκτός ελέγχου. Στην περίπτωση της Ethiopian, το αεροπλάνο προσέκρουσε στο έδαφος με ταχύτητα 1.100 χλμ./ώρα. Τόσο σε αυτό το δυστύχημα όσο και στο προηγούμενο, ήταν μια βλάβη στον αισθητήρα γωνίας προσβολής, τον έναν και μοναδικό που διέθετε το αεροσκάφος, η οποία προκάλεσε την ενεργοποίηση του «καταραμένου» συστήματος, σε ένα «καταραμένο» αεροσκάφος.
Tα καινούργια 737 Max, διαθέτουν πλέον 2 αισθητήρες, στο πιλοτήριο υπάρχει διακόπτης για το MCAS και οι πιλότοι γνωρίζουν πλέον τι και πώς να διαχειριστούν την επέμβασή του. Αλλά το MCAS εξακολουθεί να υπάρχει, αφού για την βελτιωμένη εκδοχή του χρειάστηκε να δαπανηθούν κολοσσιαία ποσά, να καταστραφούν καριέρες μεγαλο-στελεχών και να προκληθεί σχεδόν ανεπανόρθωτη βλάβη στην υπόληψη μίας από τις βιομηχανικές υπερδυνάμεις του πλανήτη. Κυρίως, όμως, να χαθούν βίαια και άδικα 346, εντελώς αθώες ζωές.