«Οι δολιχοδρομίες και η ανακολουθία νοθεύουν το αφήγημα και αδυνατίζουν τις θέσεις μας», διαμηνύει ο Νικόλαος Φαραντούρης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
«Οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τους συνομιλητές της οφείλει να έχει συνέπεια και στρατηγική. Να γνωρίζει που θέλει να φτάσει και να επιλέγει προσεκτικά τα εργαλεία και τη διαδρομή. Οι δολιχοδρομίες και η ανακολουθία νοθεύουν το αφήγημα και αδυνατίζουν τις θέσεις μας».
Τα παραπάνω τονίζει μιλώντας στο iEidiseis για την πορεία των εθνικών μας θεμάτων ο Νικόλαος Φαραντούρης, Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας JeanMonnet& Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Στρατηγική, Δίκαιο & Οικονομικά της Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
– Οι εξελίξεις στα εθνικά θέματα είναι πυκνές και ραγδαίες: Διερευνητικές με Τουρκία, Πενταμερής στη Γενεύη για το Κυπριακό, κινητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Πως αξιολογείτε την ελληνική παρουσία μέχρι στιγμής στα διεθνή fora, επίσημα ή ανεπίσημα;
– Οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τους συνομιλητές της οφείλει να έχει συνέπεια και στρατηγική. Να γνωρίζει που θέλει να φτάσει και να επιλέγει προσεκτικά τα εργαλεία και τη διαδρομή. Οι δολιχοδρομίες και η ανακολουθία νοθεύουν το αφήγημα και αδυνατίζουν τις θέσεις μας. Tον τελευταίο χρόνο παρατηρούμε μία σπειροειδή πορεία που εκκινεί από ένα υπερήφανο αφήγημα περί «ασπίδας της Ευρώπης», συνεχίζει με μήνες ανενόχλητων τουρκικών παραβιάσεων των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην περιοχή του Καστελορίζου με διεθνή ανοχή και με τα (ανικανοποίητα) αιτήματα προς τους Ευρωπαίους εταίρων μας για εμπάργκο όπλων και κυρώσεις, επανέρχεται σε έναν διάλογο μη-λύσης, κορυφώνεται με υψηλή ρητορική και καταλήγει στη θέση του μη-διαλόγου. Τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε; Ποιoς ο απώτερος στόχος; Δεν συμφωνώ στο «βλέποντας και κάνοντας».
– Δεν είστε υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία;
– Είμαι ασφαλώς υπέρ του διαλόγου: Με τους γείτονές σου συνομιλείς ακόμη και αν διαφωνείς ή ακόμα και αν δεν υπάρχει άμεση προοπτική λύσης. Ειδικά τους τελευταίους μήνες, μετά την εκλογή Biden, δημιουργούνται πράγματι καλύτερες προϋποθέσεις για διάλογο. Ποια λοιπόν είναι η στρατηγική μας σε αυτήν την νέα φάση; Αντί –προφανώς με κόκκινες γραμμές και χωρίς επικοινωνιακές κορώνες –να προωθήσουμε τις θέσεις μας σε προσφυγικό, σε Τελωνειακή Ένωση ή στις ενεργειακές εξελίξεις σε Ανατολική Μεσόγειο, επαμφοτερίζουμε. Δεν «δένουμε» την Τουρκία με συγκεκριμένο πλαίσιο διαλόγου και ταυτόχρονα με δίαυλο επικοινωνίας (πέραν του υφυπουργού Εξωτερικών αρμόδιου για την οικονομική διπλωματία Κ. Φραγκογιάννη). Με άλλα λόγια αφήνουμε τελείως στην Τουρκία την πρωτοβουλία των κινήσεων, είτε να προβεί σε επιθετικές ενέργειες και να επανέλθουμε στην ένταση, είτε να ανοίξει διάλογο για όλα αυτά τα θέματα με τρίτους, χωρίς εμάς.
Δυστυχώς η Ελλάδα στα Συμβούλια Κορυφής της ΕΕ του Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2020 και της 25ης Μαρτίου 2021 απέτυχε να αποσπάσει από τους εταίρους της – «την οικογένειά της» κατά τις πρόσφατες δηλώσεις του κ. Δένδια – σοβαρές εγγυήσεις για την συνέχιση και τους όρους διεξαγωγής του διαλόγου με την καθιέρωση μηχανισμού κυρώσεων σε περίπτωση επιστροφής της Τουρκίας σε παράνομες ενέργειες. Μην ξεχνάμε ότι τα Συμπεράσματα και η Έκθεση Μπορέλ αναφέρονται σε «μέτρα που θα ληφθούν» αν υπάρξουν ενέργειες που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, αλλά αποφεύγουν να διευκρινίσουν εάν το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο ή οι έρευνες του Oruc Reis ή η εργαλειοποίηση των προσφύγων/μεταναστών στον Έβρο συνιστούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου από την Τουρκία.
– Δεν θεωρείτε ωστόσο ότι η διεθνής συγκυρία σήμερα ευνοεί τις θέσεις της Ελλάδος;
– Ασφαλώς τις ευνοεί. Και αυτό με προβληματίζει ακόμη περισσότερο. Γιατί τώρα είναι η στιγμή που η Ελλάδα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει τις ευνοϊκές συγκυρίες και στα τρία επίπεδα διεργασιών και λήψης αποφάσεων που αφορούν στην Τουρκία: κυρίως το αμερικανικό και ευρωπαϊκό, αλλά και το περιφερειακό. Ωστόσο, στην Ευρώπη, αδυνατούμε να αποσπάσουμε ισχυρές εγγυήσεις – ούτε καν την παρουσία της ΕΕ στις συνομιλίες για το Κυπριακό. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε συγκρουσιακή τροχιά με την Τουρκία για ρωσικούς πυραύλους, γενοκτονία Αρμενίων, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ., όχι όμως αναγκαστικά για τα ελληνικά θέματα. Και υπάρχουν πολλοί άλλοι τομείς στους οποίους οι ΗΠΑ επιδιώκουν συνεργασία με την Τουρκία (Συρία, Λιβύη, Αφγανιστάν, Καύκασος, ενδεχομένως Ουκρανικό και Υεμένη). Πρέπει να υπάρξουν αποφασιστικές ελληνικές κινήσεις στον διάλογο με τις ΗΠΑ, ώστε να εξασφαλίσουμε ουσιαστική αμερικανική στήριξη στην ελληνική υπόθεση. Αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο: Η μεν Λιβύη εμμένει στο τουρκο-λυβικο μνημόνιο, η δε Αίγυπτος ανοίγει τις σχέσεις με την Τουρκία, ενώ το Ισραήλ εξετάζει τη διαχείριση των ενεργειακών του πόρων δια της Αιγύπτου και όχι πια μέσω του East Medκαι σε συνεργασία με την Κύπρο, όπως διαφαινόταν τα τελευταία χρόνια. Δεν είμαστε πια οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων στη γειτονιά μας και αυτό δεν συνιστά τόσο κριτική, όσο προειδοποίηση. Ορθώς, σε περιφερειακό επίπεδο προωθούμε διάφορες συνεργασίες για να ενισχύσουμε τη θέση μας, αλλά δεν πρέπει να αυταπατώμεθα ότι δημιουργούμε αντιτουρκικούς «άξονες» που θα κάνουν τη διαφορά στα ελληνοτουρκικά ή το κυπριακό.
– Αυτό αφορά και τις εξελίξεις στο Κυπριακό;
– Οι συζητήσεις της Πενταμερούς δεν ξεκινάν με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Πρώτον, ο σημερινός ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Τατάρ σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Ακιντζί, έχει σαφή θέση υπέρ δύο κρατών-συνομοσπονδίας σε σύμπλευση με την Τουρκία. Θα υπάρξει συγκροτημένη τουρκική προσπάθεια να διευρυνθεί επικίνδυνα το πλαίσιο των ενδεχόμενων λύσεων ακόμη κι αν εμείς ή η διεθνής κοινότητα επιμένουμε στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (εν τέλει δεν είναι πώς θα την ονομάσεις, αλλά πως θα λειτουργεί εν τοις πράγμασι). Δεύτερον, αποκλείστηκε από τις άτυπες συνομιλίες η ΕΕ για την τήρηση του κοινοτικού κεκτημένου και των αρχών του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Τρίτον, οι συζητήσεις λαμβάνουν χώρα σε μία περίοδο που η αξιοπιστία του προέδρου Αναστασιάδη σε Κύπρο και εξωτερικό έχει τραυματιστεί (υπόθεση διαβατηρίων, δηλώσεις περί Κραν Μοντανά κλπ). Ποια είναι η στρατηγική της Ελλάδας σε όλα αυτά. Ορθώς ο Νίκος Κοτζιάς τον Σεπτέμβριο 2016, πριν την κλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά, κάλεσε στην Ελλάδα τον Τούρκο ΥΠΕΞ και άνοιξαν συζήτηση για το Κυπριακό. Σήμερα υπάρχει κάποιος αντίστοιχος στοιχειώδης και αξιόπιστος δίαυλος των ΥΠΕΞ, με κόκκινες γραμμές αλλά και χωρίς τις κάμερες απέναντι;
– Ένα σχόλιο για τις δηλώσεις Δένδια στη Τουρκία;
– Συνοψίζουν ορθώς τις πάγιες ελληνικές θέσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά. Τόσο ο Γιώργος Παπανδρέου στο Ερζερούμ το 2011 όσο και ο Αλέξης Τσίπρας στην Αθήνα το 2017 διατύπωσαν ανοιχτά και με ειλικρίνεια τις ελληνικές θέσεις. Σκοπός είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις να ενισχύουν εν τέλει τις θέσεις μας στο διάλογο και όχι το αντίθετο. Οι δηλώσεις στην διπλωματία αποτελούν μέσον άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Έχει σημασία πού γίνονται, για ποιόν λόγο γίνονται, σε τί αποσκοπούν και – στη συγκεκριμένη περίπτωση – ποιές αντίστοιχες δηλώσεις καταγράφονται. Η δημόσια αυτή αντιπαράθεση δεν πρέπει να εμπεδώσει την αίσθηση στην διεθνή κοινότητα περί μίας αμιγώς διμερούς ελληνο-τουρκικής διαφοράς με εκατέρωθεν «δίκαια». Διότι τελικά στην περίπτωση αυτή η απάντηση της διεθνούς κοινότητας (ΗΠΑ και ΕΕ περιλαμβανομένων) θα είναι: «Βρείτε τα».