«Tα όμορφα πεύκα, άσχημα καίγονται. Αναδασώσεις σωστές βόμβες». Σε κείμενό του με αυτόν τον τίτλο το 2018, ο τότε νέος πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ (Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας) Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Θανάσης Πετρόπουλος, λίγες ημέρες μετά την τραγωδία στην Ανατολική Αττική, εξηγούσε πόσο προβληματική είναι η εξάπλωση της «μονοκαλλιέργειας» των πεύκων. Οπως όμως ο ίδιος επισημαίνει στην «Κ», όχι μόνο κάνουμε λάθη, αλλά δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας, ακόμα και όταν μας κοστίζουν ζωές.
«Μια τραγωδία για να κάνει την εμφάνισή της χρειάζεται να την “υποδεχθούν” πολλές παθογένειες, από την πιο μικρή έως την πιο μεγάλη. Ακόμη και μια απλή λεπτομέρεια στην οποία δεν πάει ο νους μας, τουλάχιστον όχι τη στιγμή που πρέπει, είναι ικανή να πυροδοτήσει μια βόμβα με ανυπολόγιστες συνέπειες κατά την έκρηξή της», επισημαίνει. Ο λόγος για το πεύκο…
«Το πεύκο, αν και κατεξοχήν επικίνδυνο δένδρο, αποτελεί την αγαπημένη επιλογή εργολάβων και αναδασωτών. Ιδίως όταν μιλάμε για την αναδάσωση περιοχών που βρίσκονται κοντά ή μέσα σε κατοικημένες ζώνες», τονίζει ο πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ. Φυσικά η προτίμηση αυτή είναι αιτιολογημένη. «Το πεύκο είναι ένα όμορφο δένδρο από αισθητικής πλευράς, αυτοφυές της ελληνικής χλωρίδας, φυτρώνει και πολλαπλασιάζεται εύκολα και θέλει από καλλιεργητική φροντίδα τα ελάχιστα». Καθόλου τυχαία λοιπόν η προτροπή, «φύτεψε ένα δένδρο μπορείς», κάποια στιγμή περιορίστηκε στο «φύτεψε κι εσύ ένα πεύκο, μπορείς».
«Το πεύκο, όχι μόνο πιάνει εύκολα φωτιά (σ.σ. για την ακρίβεια είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα καεί ως στοιχείο του κύκλου ζωής του, εφόσον αφεθεί χωρίς διαχειριστική φροντίδα), αλλά εφόσον πιάσει σβήνει πολύ δύσκολα», επισημαίνει ο κ. Πετρόπουλος. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το ρετσίνι με το οποίο είναι γεμάτο το πεύκο, είναι καύσιμο, όπως είναι το πετρέλαιο. Οταν το δένδρο καίγεται και αυτό το καύσιμο εξατμίζεται, προκαλείται μια χημική αντίδραση και βγαίνει κηροζίνη υπό τη μορφή ενός σύννεφου που κινείται με τον άνεμο.
«Μιλάμε δηλαδή για μια κινητή βόμβα, την οποία επιλέγουμε ακόμη και για κατοικημένες περιοχές», τονίζει.
Οπως εξηγεί, υπάρχουν πολλές άλλες επιλογές φύτευσης. «Υπάρχουν δένδρα που καίγονται πιο δύσκολα και δένουν άριστα με το ελληνικό τοπίο. Τέτοια είναι οι δρύες, οι κουτσουπιές, οι χαρουπιές, οι ακακίες, τα πουρνάρια, τα κυπαρίσσια και άλλα αυτοφυή της ελληνικής υπαίθρου. Πρέπει λοιπόν και στις αναδασώσεις να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας».
Επίσης είναι πολύ σημαντικό, τονίζει, να υπάρχουν εναλλαγές δένδρων, «έτσι ώστε να ανακόπτεται η ταχύτητα της φωτιάς, όταν ξεσπάσει». Για να υπάρξει φωτιά στο δάσος χρειάζονται δύο πράγματα, ανάφλεξη και καύσιμη ύλη. «Την ανάφλεξη μπορούν να την προλάβουν τα μέτρα φύλαξης, τη μείωση της καύσιμης ύλης μπορούν να την κάνουν μόνο οι δασικές υπηρεσίες. Κάνουμε ένα σημαντικό λάθος, ασχολούμαστε με το δάσος μόνο όταν έχουμε πυρκαγιές. Η προστασία των δασικών οικοσυστημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει παρεμβάσεις όλο τον χρόνο και τέτοιες είναι οι καθαρισμοί δασών, η διάνοιξη δασικών οδών, η δημιουργία αντιπυρικών δρόμων και άλλων».