Απομακρύνθηκαν από την εξουσία με αμερικανική παρέμβαση το 2001, σήμερα όμως έχουν πλέον ανακτήσει σχεδόν ολόκληρο το Αφγανιστάν.
Κορυφώνοντας την επέλαση των τελευταίων μηνών, οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Κυριακή την πρωτεύουσα Καμπούλ, λίγες εβδομάδες πριν από την 20ή επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου που οδήγησαν στον πόλεμο.
Σοκαριστικές σκηνές εκτυλίχθηκαν τη Δευτέρα στο αεροδρόμιο της πόλης, με χιλιάδες απελπισμένους πολίτες να κρεμιούνται από τα τελευταία Δυτικά αεροπλάνα που αναχωρούσαν μεταφέροντας διπλωμάτες και στρατιώτες.
Οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν απευθείας διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ το 2018 και το 2020 κατέληξαν σε συμφωνία με την κυβέρνηση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Η λεγόμενη συμφωνία της Ντόχα προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρούσαν από το Αφγανιστάν και οι Ταλιμπάν θα σταματούσαν τις επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων. Θα εμπόδιζαν επίσης την Αλ-Κάιντα ή άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις να επιστρέψουν στη χώρα και θα ξεκινούσαν εθνικές ειρηνευτικές συνομιλίες.
Η συμφωνία όμως έμεινε στα χαρτιά. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την υπογραφή τους, οι Ταλιμπάν επεκτείνονταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα συνεχίζοντας τις επιθέσεις εναντίον των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας αλλά και πολιτών.
Η άνοδος στην εξουσία
Οι Ταλιμπάν, ή «σπουδαστές» στη γλώσσα της αφγανικής εθνότητας των Παστούν, πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο βόρειο Πακιστάν, λίγο μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Ήταν ένα κίνημα των Παστούν που πιστεύεται ότι ξεκίνησε από θρησκευτικά σεμινάρια που πληρώθηκαν με χρήματα από τη Σαουδική Αραβία και δίδασκαν μια σκληροπυρηνική εκδοχή του σουνιτικού ισλαμισμού.
Από τα εδάφη όπου ξεκίνησαν στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν υπόσχονταν ειρήνη και ασφάλεια και δεσμεύονταν να επιβάλλουν μια αυστηρή βερσιόν του θρησκευτικού νόμου της σαρίας όταν καταλάμβαναν την εξουσία.
Η οργάνωση γρήγορα επέκτεινε την επιρροή της σε μεγάλο μέρος της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του 1995 κατέλαβαν την επαρχία της Χεράτ, στα σύνορα με το Ιράν, και έναν χρόνο αργότερα κατέλαβαν την Καμπούλ και ανέτρεψαν την κυβέρνηση του προέδρου Μπουρανουντίν Ραμπανί, ενός από τους «πατέρες» των αφγανών μουτζαχεντίν που αντιστάθηκαν στους Σοβιετικούς. Το 1998, οι Ταλιμπάν ήλεγχαν πλέον το 90% της χώρας.
Για μεγάλο μέρος του αφγανικού πληθυσμού, οι Ταλιμπάν ήταν ευπρόσδεκτοι, κυρίως χάρη στην επιτυχή αντιμετώπιση της διαφθοράς και τη βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας. Όμως οι Ταλιμπάν επέβαλαν απάνθρωπες ποινές σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία της σαρίας, όπως δημόσιες εκτελέσεις για όσους είχαν καταδικαστεί για φόνο ή μοιχία, και ακρωτηριασμό για όσους κρίνονταν ένοχοι για κλοπή.
Απαγόρευσαν επίσης την τηλεόραση, τη μουσική και τον κινηματογράφο και απαγόρευσαν το σχολείο για τα κορίτσια άνω των 10 ετών. Οι άνδρες έπρεπε αναγκαστικά να αφήνουν μούσι και οι γυναίκες να φορούν μπούρκα.
Ο ρόλος του Πακιστάν
Αν και το γειτονικό Πακιστάν αρνείται ότι έθρεψε το κίνημα των Ταλιμπάν, πολλά μέλη τους είναι γνωστό ότι είχαν εκπαιδευτεί σε μεντρεσέδες, ή θρησκευτικά σχολεία, στο Πακιστάν. Το Πακιστάν ήταν εξάλλου μία από τις τρεις χώρες που αναγνώρισαν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, μαζί με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και η τελευταία χώρα που διέκοψε τις διπλωματικές επαφές με την οργάνωση.
Οι Ταλιμπάν απείλησαν τότε να αποσταθεροποιήσουν το Πακιστάν ξεκινώντας από περιοχές που βρίσκονταν ήδη υπό τον έλεγχό τους στα βορειοδυτικά της χώρας. Σε ένα διαβόητο περιστατικό που προκάλεσε την καταδίκη της διεθνούς κοινότητας το 2012, οι Ταλιμπάν πυροβόλησαν τη Μαλάλα Γιουσαφζάι, μια μαθήτρια που υποστήριζε το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση, την ώρα που επέστρεφε από το σχολείο της στην πόλη του Μινγκόρα.
Η επιρροή των Ταλιμπάν στο Πακιστάν περιορίστηκε χάρη σε μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση το 2016, δύο χρόνια μετά τη σφαγή 149 ανθρώπων στο σχολείο του Πεσαβάρ στα βορειοδυτικά της χώρας. Είχαν προηγηθεί αμερικανικές επιχειρήσεις με drone το 2013 κατά τις οποίες εξουδετερώθηκε ο αρχηγός της οργάνωσης Χακιμουλά Μεσούντ, και τουλάχιστον δύο ακόμα ηγετικά στελέχη.
Καταφύγιο της Αλ Κάιντα
Οι Ταλιμπάν ήρθαν στο διεθνές προσκήνιο μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης το 2001, όταν κατηγορήθηκαν ότι προσέφεραν καταφύγιο στους βασικούς υπόπτους, την οργάνωση Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Στις 7 Οκτωβρίου 2001, στρατιωτικός συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ξεκίνησε επιθέσεις εναντίον των Ταλιμπάν και μέχρι τον Δεκέμβριο είχαν καταφέρει να ανατρέψουν το καθεστώς. Όμως, παρά το πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό, ο Μπιν Λάντεν και ο τότε αρχηγός των Ταλιμπάν, Μουλά Μοχάμεντ Ομάρ, κατάφεραν να διαφύγουν.
Πολλά ηγετικά στελέχη των Ταλιμπάν πιστεύεται ότι βρήκαν καταφύγιο στην πακιστανική πόλη Κέτα, αν και η κυβέρνηση του Ισλαμαμπάντ αρνήθηκε ότι η πόλη είχε γίνει ορμητήριο των ισλαμιστών. Χάρη και στην καθοδήγηση των αυτοεξόριστων στελεχών, οι Ταλιμπάν άρχισαν να επεκτείνουν και πάλι την επιρροή τους στο Αφγανιστάν παρά την παρουσία μεγάλων Δυτικών δυνάμεων. Έπειτα από πολυάριθμες επιθέσεις στην Καμπούλ, οι Ταλιμπάν εισέβαλαν τον Σεπτέμβριο του 2012 στη νατοϊκή βάση του Καμπ Μπάστιον.
Οι πρώτες ελπίδες για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ήρθαν το 2013, όταν οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να ανοίξουν γραφεία στο Κατάρ. Τον Αύγουστο του 2015, οι Ταλιμπάν παραδέχτηκαν ότι είχαν αποκρύψει για δύο χρόνια τον θάνατο του ηγέτη τους Μουλά Ομάρ, ο οποίος φέρεται να υπέκυψε σε σοβαρά προβλήματα υγείας σε νοσοκομείο του Πακιστάν. Τον επόμενο μήνα αναδείχθηκε ως νέος ηγέτης ο Μουλά Μανσούρ και οι Ταλιμπάν πέτυχαν μια στρατηγική νίκη καταλαμβάνοντας την πόλη Κουντούζ.
Ο Μουλά Μανσούρ δεν έμεινε για πολύ στην ηγεσία –σκοτώθηκε από αμερικανικό drone το 2016 και αντικαταστάθηκε από τον Μαουλάουι Χιμπατουλά Ακουντζάντα, ο οποίος παραμένει ηγέτης των Ταλιμπάν μέχρι σήμερα.
Μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ τον Φεβρουάριο του 2020, οι Ταλιμπάν άλλαξαν τακτική, σταματώντας τις πολιορκίες πόλεων και τις επιθέσεις σε στρατιωτικές δυνάμεις. Προτίμησαν τότε να ξεκινήσουν μια σειρά από στοχευμένες δολοφονίες που έσπειραν τον τρόμο στον αφγανικό πληθυσμό.
Οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον δικαστών, δημοσιογράφων και γυναικών σε θέσεις εξουσίας κατέστησαν σαφές ότι οι Ταλιμπάν μπορεί να είχαν αλλάξει στρατηγική, όχι όμως και τις εξτρεμιστικές θέσεις τους.
Παρά την προειδοποίηση αφγανών αξιωματούχων ότι η κυβέρνηση θα έμενε ευάλωτη στους Ταλιμπάν χωρίς διεθνή στήριξη, ο νέος αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε τον Απρίλιο του 2021 ότι όλες οι αμερικανικές δυνάμεις θα είχαν αποχωρήσει από το Αφγανιστάν μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου, επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου.
Έχοντας αντισταθεί με επιτυχία σε μια υπερδύναμη για δύο δεκαετίες, οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν νέα προέλαση και απείλησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση, κάτι που τελικά πέτυχαν τώρα. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις του NATO, η οργάνωση αριθμεί σήμερα γύρω στους 85.000 αφοσιωμένους μαχητές, τον μεγαλύτερο αριθμό από το 2001.
Η προέλαση εξελίχθηκε ταχύτερα από ό,τι πολλοί είχαν προβλέψει. Τον Ιούνιο, ο επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στο Αφγανιστάν, στρατηγός Όστιν Μίλερ, προειδοποίησε ότι η χώρα βάδιζε προς έναν «χαοτικό εμφύλιο πόλεμο».
Τον ίδιο μήνα, έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών εκτιμούσε ότι η αφγανική κυβέρνηση θα κατέρρεε εντός έξι μηνών από την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Οι Ταλιμπάν όμως κατάφεραν να ανακτήσουν την εξουσία πολύ νωρίτερα.