«Δεν πάει άλλο, έχουμε ξεπεράσει τα όρια. Κάθε σύστημα έχει μια φέρουσα χωρητικότητα. Το ίδιο και η θάλασσα. Το οικοσύστημα εξαντλεί τις δυνατότητές του να αντεπεξέλθει. Πώς να το πούμε, έχει φρακάρει!». Με αυτόν τον τρόπο η διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ Στέλλα Ψαρρά υπογράμμισε την ανησυχητική κατάσταση στη Μεσόγειο και γενικότερα. Η ανησυχητική εμφάνιση του φαινομένου της βλέννας στη Θάλασσα του Μαρμαρά και η διάχυσή της σε περιοχές του βορείου Αιγαίου αποτέλεσε πέρα από μια ανεπιθύμητη κατάσταση και μια προειδοποίηση για τις απειλές που αντιμετωπίζει το υδάτινο στοιχείο.
Την ώρα που αποψιλώνονται τα δάση στη χώρα μας (και όχι μόνο), η θάλασσα αντιμετωπίζεται συχνά ως το χαλί που μπορούμε να κρύψουμε τα πάντα, ως ο σκουπιδοτενεκές της υφηλίου. Οσο απέραντος κι αν είναι ο παγκόσμιος ωκεανός, δεν είναι απρόσβλητος από δύο πολύ σημαντικούς αρνητικούς παράγοντες, που εξελίσσονται σε αλληλεξάρτηση, αν και με διαφορετικές ταχύτητες: την κλιματική αλλαγή και τη ρύπανση.
Απορρύθμιση
«Η πρόσφατη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPSS), επτά χρόνια από την προηγούμενη κι έχοντας συμπεριλάβει πλήθος μελετών και δεδομένων, δεν αφήνει πλέον καμία αμφιβολία για την εξελισσόμενη κλιματική απορρύθμιση και για το ότι οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα», λέει στην «Κ» ο Αρης Καραγεώργης, διευθυντής του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ.
Μελέτες καταδεικνύουν πως το επιφανειακό στρώμα του ωκεανού, 700 μέτρα βάθος, έχει θερμανθεί. «Θεωρείται πλέον δεδομένο πως η θάλασσα θερμαίνεται από την επιφάνεια μέχρι τον πυθμένα, με διαφορετικούς ρυθμούς βέβαια, λόγω του μεγάλου όγκου της και πλήθος παραγόντων», σημειώνει ο κ. Καραγεώργης.
Η Μεσόγειος αναδεικνύεται σε θερμό σημείο της κλιματικής κρίσης. «Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ευρωπαϊκού οργανισμού Copernicus, τα τελευταία 25 χρόνια τα νερά της Μεσογείου έχουν θερμανθεί κατά 0,037 βαθμούς Κελσίου, έναντι 0,014 βαθμών του παγκόσμιου ωκεανού. Η Μεσόγειος έχει ιδιαιτερότητα και χρειάζεται μεγάλη προσοχή, καθώς είναι κλειστή θάλασσα και δέχεται αυξημένες πιέσεις από την ανθρώπινη παρουσία στα παράλια», τονίζει στην «Κ» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας.
Η κλιματική αλλαγή προκαλεί πλήθος ανεπιθύμητων συνεπειών. «Καταγράφεται μείωση του οξυγόνου μέσα στη θάλασσα, δυσκολεύοντας πολλούς οργανισμούς. Ας μην ξεχνούμε πως η θάλασσα παράγει το 50% του οξυγόνου του πλανήτη, ενώ φιλοξενεί το 90% της βιομάζας. Αυξάνεται η οξίνιση των θαλάσσιων υδάτων, προκαλώντας πίεση σε οστρακοειδή και άλλους οργανισμούς. Καταγράφεται επίσης άνοδος της στάθμης της θάλασσας κατά 2,5 χιλιοστά τον χρόνο. Μπορεί να μοιάζει μικρή, αλλά είναι μια τάση που μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα σε παραλίες, υποδομές κ.λπ. στο μέλλον», εξηγεί ο κ. Καραγεώργης. Και όπως είδαμε, το μέλλον δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε…
«Το γεγονός ότι γίνεται όλο και πιο θερμό το επιφανειακό νερό μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή τη διαδικασία της ανάμειξης, δηλαδή να μη γίνεται η ανάμειξη ανώτερων και κατώτερων υδάτων τον χειμώνα, εμποδίζοντας το νερό να εμπλουτισθεί, κάνοντας ακόμα πιο φτωχό το περιβάλλον. Πλήττονται έτσι πολλά θαλάσσια είδη, όλος ο μεταβολισμός του πλανήτη», τονίζει η κ. Ψαρρά.
«Η αύξηση της θερμοκρασίας μπορεί να αλλάξει τους μεταβολικούς ρυθμούς στη θάλασσα, στους οποίους όμως επιδρούν πολλοί παράγοντες όχι μόνο η θερμοκρασία. Είναι πιθανό να μειωθούν οι οικότοποι, να υπάρχουν μετακινήσεις ειδών. Μεγάλο θέμα είναι το μέλλον των λιβαδιών Ποσειδωνίας, που αναπτύσσονται ειδικά στη Μεσόγειο», λέει στην «Κ» η Καλλιόπη Πάγκου, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας ΕΛΚΕΘΕ.
Τα τροπικά είδη
«Τα πιο θερμά ύδατα διευκολύνουν την είσοδο τροπικών ειδών στη Μεσόγειο. Παλιότερα υπήρχε ένα φυσικό φράγμα γι’ αυτά τα είδη, το κρύο νερό. Τώρα περνούν αβίαστα και εμφανίζονται όλο και βορειότερα. Είδη όπως ο λαγοκέφαλος, το λεοντόψαρο, μαλάκια και άλλα λειτουργούν χωροκατακτητικά, πιέζοντας τους υπάρχοντες πληθυσμούς», θέτει μία ακόμα συνέπεια η κ. Ψαρρά.
Οι αυξημένες θερμοκρασίες συνδέονται με συχνότερη και εντονότερη εκδήλωση φαινομένων, όπως οι εξάρσεις φυτοπλαγκτού στον Μαρμαρά. «Οταν αυξηθεί το φυτοπλαγκτό οι οργανισμοί που το θηρεύουν αυξάνονται, όπως για παράδειγμα οι μέδουσες-τσούχτρες», σημειώνει η κ. Πάγκου, σχολιάζοντας και τη φετινή έντονη εμφάνιση μεδουσών σε περιοχές της χώρας. «Σε όλα αυτά τα φαινόμενα πολύ σοβαρός παράγοντας είναι η ρύπανση, τα αστικά και γεωργικά απόβλητα. Απαιτείται σωστή διαχείριση των ροών από την ξηρά στη θάλασσα», τονίζει.
Για μια βαθύτερη κατανόηση των εξελίξεων και των τάσεων στη θάλασσα απαιτείται ανάπτυξη της έρευνας και μάλιστα με συνεχή τρόπο. «Το κρίσιμο σημείο για να κατανοήσουμε πού πάνε τα πράγματα με την κλιματική αλλαγή είναι να διαμορφώσουμε χρονοσειρές με ωκεανογραφικά δεδομένα. Δεν αρκούν αποσπασματικές μετρήσεις, όσο χρήσιμες κι αν είναι. Από το 1998 έχουμε αναπτύξει το σύστημα “Ποσειδών”, το οποίο έχει αναβαθμισθεί σε ορισμένα σημεία με αισθητήρες σε βάθη έως και 1.000 μέτρα, αλλά απαιτούνται περισσότερα. Η ελληνική ερευνητική κοινότητα έχει τη γνώση, έχει αναπτύξει την τεχνολογική και τεχνική επάρκεια. Εχει προχωρήσει σε πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες, όπως το δίκτυο για την κλιματική αλλαγή CLIMPACT, μια συνεργασία των μεγαλύτερων ερευνητικών ιδρυμάτων. Αυτό που απαιτείται είναι η σταθερή στήριξη και χρηματοδότηση ως πολιτική της χώρας», υπογραμμίζει ο κ. Καραγεώργης.
Η έξαρση φυτοπλαγκτού
Η βλέννα που δημιουργήθηκε στον Μαρμαρά και στη συνέχεια μέρος της διαχύθηκε σε θαλάσσιες περιοχές της Λήμνου, της Καβάλας, της Αλεξανδρούπολης, προκάλεσε έντονη ανησυχία. «Πρόκειται για αποτέλεσμα μιας έξαρσης παραγωγής φυτοπλαγκτού στην κλειστή Θάλασσα του Μαρμαρά. Η βλέννα προκαλείται από τα απόβλητα εκατομμυρίων μικροοργανισμών. Εχει παρατηρηθεί και παλιότερα, όχι όμως σε αυτή την κλίμακα.
Οι υψηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν φέτος από τον Φεβρουάριο στη Θάλασσα του Μαρμαρά σε συνδυασμό με τη μεγάλη παροχή αποβλήτων και λυμάτων από 25 εκατομμύρια κατοίκους της περιοχής και τις βιομηχανίες, έφεραν υπερπαραγωγή θρεπτικών συστατικών για τους μικροοργανισμούς, που οδήγησαν σε εκρηκτική ανάπτυξή τους», σημειώνει η κ. Ψαρρά. «Πολλαπλασιάστηκαν τα είδη φυτοπλαγκτού που παράγουν βλέννα. Παρόμοιες καταστάσεις είχαμε στο παρελθόν και στην Ελλάδα, με πιο πρόσφατη στον Θερμαϊκό το 2017, στη Θάσο και στη Σιθωνία παλιότερα, χωρίς όμως να φτάσουν στην ένταση του Μαρμαρά», αναφέρει η κ. Πάγκου. Στην Ελλάδα εμφανίσεις του φαινομένου εντοπίζονται σε κλειστούς και αβαθείς κόλπους όπως ο Θερμαϊκός, που δεν έχει καλή κυκλοφορία των υδάτων και δέχεται αρκετό οργανικό φορτίο από την πόλη αλλά και τα ποτάμια (και υπολείμματα λιπασμάτων). Η ανατολική Μεσόγειος και το Αιγαίο δεν έχουν μεγάλη παρουσία φυτοπλαγκτού, λόγω και των λίγων ποταμών που εκβάλλουν στη θάλασσα. Γι’ αυτό έχουν μεγάλη διαύγεια τα νερά και βαθύ μπλε χρώμα. Παρ’ όλα αυτά λόγω των κλιματικών συνθηκών αλλά και ρυπαντικών φορτίων παρατηρούνται «ύποπτοι» αφροί και συσσωματώσεις, όπως σε περιοχές των Σποράδων φέτος.