Ως η πιο θλιβερή ημέρα για τη Δημοκρατία, θα παραμείνει η 11η Σεπτεμβρίου του 2001, στη νεότερη, παγκόσμια ιστορία, ως το πιο τραγικό γεγονός, που άλλαξε τις ισορροπίες σε όλες της εκφάνσεις της ζωής μας και, φυσικά, επηρέασε τον παγκόσμιο Τουρισμό, αναδιαμορφώνοντας τους ταξιδιωτικούς κανονισμούς και περιορισμούς, έννοιες που επανήλθαν δριμύτερα στο προσκήνιο τους τελευταίους 18 μήνες, εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19.
Δύο δεκαετίες συμπληρώνονται το Σάββατο από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ, με τραγικό απολογισμό σχεδόν 3.000 νεκρούς, έναν 20ετή πόλεμο στο Αφγανιστάν, μετά την εισβολή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη χώρα, αλλά και τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003.
Οι αεροπορικές, τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, της Νέας Υόρκης, και στο Πεντάγωνο, την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 προκάλεσε “ισχυρές, σεισμικές δονήσεις” και μια σειρά από “δυνατούς μετασεισμούς” σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο άμεσος αντίκτυπος ήταν εκπληκτικός, με την αμερικανική αεροπορία να παραμένει για καιρό “βυθισμένη”. Μέσα σε λίγες μέρες, οι ηγέτες του κλάδου προειδοποιούσαν για χρεοκοπίες, ενώ σύμφωνα με το αμερικανικό Υπουργείο Μεταφορών, χρειάστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 2004 για να επανέλθει η βιομηχανία και να ξεπεράσει τα επίπεδα πριν από την 11η Σεπτεμβρίου.
Ευτυχώς, δεν υπήρξαν πτωχεύσεις μεγάλων, αμερικανικών αεροπορικών εταιριών, αλλά πάνω από τέσσερα χρόνια, κάθε σημαντικός, αμερικανικός αερομεταφορέας πέρασε σε πτωχευτική προστασία. Δυστυχώς, όμως, η απασχόληση στον τομέα μειώθηκε κατά 28%, ή 150.000 θέσεις εργασίας.
Το αμερικανικό Υπουργείο Μεταφορών ανέφερε το 2005: “Ο σημερινός κλάδος των αεροπορικών εταιριών παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα από ό,τι πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, με περισσότερους επιβάτες να πετούν με εταιρίες χαμηλού κόστους, λιγότερες άδειες θέσεις και περιορισμένο εργατικό δυναμικό. Οι διαθέσιμες θέσεις έφτασαν μόλις πρόσφατα στα επίπεδα πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Αντίθετα, τα αεροπορικά ταξίδια έφτασαν στα επίπεδα πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001 τον Ιούλιο του 2004 και συνέχισαν να αυξάνονται”.
Στην Ευρώπη, η βελγική αεροπορική εταιρία Sabena κατέρρευσε τον Νοέμβριο του 2001, αφού ο μέτοχος της Swissair απέτυχε να προσφέρει πακέτο διάσωσης. Ακολούθησε η Swissair, συμπαρασύροντας τη δεύτερη μεγαλύτερη αεροπορική εταιρία της Γαλλίας Air Liberté, της οποίας ανήκε εν μέρει.
Η επίδραση της 11ης Σεπτεμβρίου στον παγκόσμιο Τουρισμό
Οριακή μείωση κατά 0,5% σημείωσαν οι διεθνείς αφίξεις το 2001, σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελώντας το πρώτο έτος αρνητικής ανάπτυξης από το 1982, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού των Ηνωμένων Εθνών (UNWTO).
Η Αμερική παρουσίασε πτώση 6% στις αφίξεις και οι ΗΠΑ 11%. Ωστόσο, η Ευρώπη σημείωσε πτώση μικρότερη του 1%, αν και οι αφίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκαν κατά 9%, αντανακλώντας τη διακοπή, σχεδόν, των υπερατλαντικών ταξιδιών.
Στη συνέχεια, το 2002, σύμφωνα με τον UNWTO, οι διεθνείς, τουριστικές αφίξεις αυξήθηκαν κατά 2,7%, παρότι η αβεβαιότητα συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο, υπό την απειλή νέων τρομοκρατικών επιθέσεων και της επικείμενης εισβολής στο Ιράκ.
“Αυτές οι αντίξοες συνθήκες δεν οδήγησαν τόσο σε μείωση του συνολικού όγκου, όσο στην ενίσχυση των μετατοπίσεων της ζήτησης προς ταξίδια σε γνωστούς προορισμούς πιο κοντά στην έδρα των ταξιδιωτών. Οι καταναλωτές υιοθέτησαν μια στάση αναμονής, με αποτέλεσμα την πίεση στις τιμές και τις καθυστερημένες κρατήσεις. Πολλοί τομείς πέρασαν μια δύσκολη περίοδο, συγκεκριμένα οι αεροπορικές εταιρίες και οι τομείς που εξαρτώνται περισσότερο από τα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων”, σημείωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού.
Οι αφίξεις στις ΗΠΑ μειώθηκαν σχεδόν κατά 7%, σε ετήσια βάση το 2002. Αλλά η Ασία και ο Ειρηνικός σημείωσαν αύξηση 8%, η Ευρώπη 2% και το Ηνωμένο Βασίλειο 6%.
Η Ασία υπέστη τη δική της ύφεση το 2003 εξαιτίας την εμφάνισης του ιού Sars, όμως, ο διεθνής τουρισμός γνώρισε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη το 2004, σύμφωνα με τον UNWTO.
Ο αντίκτυπος στο Ηνωμένο Βασίλειο
Η 11η Σεπτεμβρίου επιβράδυνε απλά την ανάπτυξη του τομέα των εξερχόμενων ταξιδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ 2000 και 2004, σύμφωνα με τα στοιχεία της βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ONS). Ειδικότερα, ο αριθμός των ταξιδιών στο εξωτερικό αυξήθηκε από 36,7 εκατομμύρια το 2000 σε 38,7 εκατομμύρια το 2001 και σε σχεδόν 40 εκατομμύρια το 2002, ξεπερνώντας τα 41 εκατομμύρια το 2003 και φτάνοντας σχεδόν τα 43 εκατομμύρια το 2004.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των επιβατών στα αεροδρόμια του Ηνωμένου Βασιλείου αυξήθηκε από 168 εκατομμύρια το 1999 σε 180 εκατομμύρια το 2001 (+7%) και σε 199 εκατομμύρια το 2003 (+10,5%), γεγονός που δεν υποδηλώνει επίσης μεγάλη ζημιά. Αυτό συνέβη παρά τη διεθνή ένταση που προέκυψε από την προετοιμασία ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου για την εισβολή στο Ιράκ, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2003.
Αυτή την περίοδο σημειώθηκε πτώση στην ευρωπαϊκή, εναέρια κυκλοφορία, με τον αριθμό των εμπορικών πτήσεων να μειώνεται από 8,7 εκατομμύρια το 2000 σε 8,5 εκατομμύρια το 2002.
Μείωση κατά 11% μεταξύ 2000 και 2003, καταγράφηκε και στα επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό από το Ηνωμένο Βασίλειο, αντικατοπτρίζοντας τον αντίκτυπο στην διατλαντική κίνηση. Πράγματι, τα στοιχεία της ONS υποδηλώνουν ότι δεν υπήρξε συνολική αύξηση των εταιρικών ταξιδιών τη δεκαετία έως το 2009.
Η πτώση των ξένων επισκεπτών στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε, επίσης, σαφής μεταξύ 2000 και 2003, αντικατοπτρίζοντας την απώλεια των Αμερικανών ταξιδιωτών, μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Μέτρα ασφαλείας, που ήρθαν για να μείνουν
Η εφαρμογή μέτρων αυξημένης ασφάλειας είναι, θα λέγαμε, ο συνεχής αντίκτυπος της 11ης Σεπτεμβρίου στα ταξίδια, αν και αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αφού ο έλεγχος ασφαλείας των αεροδρομίων εισήχθη το 1974 μετά από ένα πλήθος απαγωγών αεροσκαφών.
Οι ΗΠΑ ηγήθηκαν της απάντησης της αεροπορικής ασφάλειας στις επιθέσεις του 2001, ιδρύοντας την Υπηρεσία Ασφάλειας Μεταφορών (TSA), περιορίζοντας τις τσάντες μεταφοράς και απαγορεύοντας αντικείμενα όπως ψαλίδι και μαχαίρια. Σε μια απόπειρα ενός “βομβιστή παπουτσιών” να ρίξει ένα αεροσκάφος που εκτελούσε την πτήση Παρίσι-Μαϊάμι, τον Δεκέμβριο του 2001, προστέθηκαν τυχαίοι έλεγχοι στα παπούτσια των επιβατών.
Το 2006, οι βρετανικές αρχές απέτρεψαν ένα σχέδιο ανατίναξης αεροσκαφών με προορισμό τις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας υγρά εκρηκτικά σε τσάντες χειρός, υιοθετώντας την απαγόρευση μεταφοράς υγρών και αερολυμάτων. Η απαγόρευση αυτή τροποποιήθηκε αργότερα, επιτρέποντας τη μεταφορά μικρών ποσοτήτων υγρών, σε μία πλαστική σακούλα.
Η απόπειρα πυροδότησης εκρηκτικών “εσωρούχων” σε μια πτήση μεταξύ Άμστερνταμ-Ντιτρόιτ, το 2009, οδήγησε στην πρώτη τεχνολογία απεικόνισης ή “σαρωτές σώματος”, που εισήχθη στις ΗΠΑ το 2010.
Το 2015 η TSA απαίτησε ενισχυμένο έλεγχο και τυχαίες αναζητήσεις σε αεροδρόμια με απευθείας πτήσεις προς τις ΗΠΑ ως απάντηση στην αυξανόμενη απειλή κρυφών αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών. Το 2017, προχώρησε περαιτέρω, απαγορεύοντας αρχικά τη μεταφορά φορητών υπολογιστών και συσκευών μεγαλύτερων από κινητά τηλέφωνα στις αποσκευές καμπίνας, σε πτήσεις από τη Μέση Ανατολή και, στη συνέχεια, απαίτησε να ελέγχονται ξεχωριστά.
Η προοπτική απόσυρσης οποιουδήποτε από αυτά τα μέτρα ασφάλειας φαίνεται μικρή, ενώ η απειλή της πανδημίας “εγκατέστησε” νέες απαιτήσεις και κανονισμού ελέγχου.