Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη καθηγήτρια Κάθριν Σκάνγκος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο και του Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης Weill του ίδιου πανεπιστημίου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “Nature Medicine”, έκαναν λόγο για “επιτυχία-ορόσημο στην μακρόχρονη προσπάθεια να εφαρμοστούν οι πρόοδοι της νευροεπιστήμης στη θεραπεία των ψυχιατρικών διαταραχών”.
Πιστεύουν ότι η εν λόγω νευρο-τεχνολογία μπορεί μελλοντικά να αξιοποιηθεί ως εξατομικευμένη θεραπεία για διάφορες νευροψυχιατρικές διαταραχές.
Η μείζων (σοβαρή) καταθλιπτική διαταραχή, είναι μια νευροψυχιατρική πάθηση που εμφανίζει υψηλό ποσοστό μη ανταπόκρισης στις υπάρχουσες φαρμακευτικές και άλλες θεραπείες.
Η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση (Deep Brain Stimulation-DBS) είναι μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία, που εδώ και μερικά χρόνια βασίζεται σε εμφυτευμένα ηλεκτρόδια στον εγκέφαλο, τα οποία εκπέμπουν στοχευμένους ηλεκτρικούς παλμούς σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές, που σχετίζονται με την ψυχική νόσο.
Η δοκιμή μέχρι στιγμής της συγκεκριμένης θεραπείας έχει καταλήξει σε ασαφή ευρήματα, κυρίως επειδή υπάρχει μεγάλη ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούνε οι ασθενείς στη DBS στη διάρκεια των κλινικών δοκιμών.
Οι έως τώρα θεραπείες εγκεφαλικής ηλεκτρικής διέγερσης στέλνουν σταθερούς και συνεχείς παλμούς, κάτι που φαίνεται να βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την ποικιλία των συμπτωμάτων, των συναισθημάτων, των αντιδράσεων και των εμπλεκόμενων εγκεφαλικών περιοχών στα άτομα με κατάθλιψη.
Η νέα μέθοδος, η οποία δοκιμάστηκε σε μια 36χρονη γυναίκα με σοβαρή ανθεκτική κατάθλιψη από την παιδική ηλικία της, βασίζεται σε ένα πιο “έξυπνο” νευρωνικό εμφύτευμα που αφενός “διαβάζει” σε πραγματικό χρόνο την εγκεφαλική δραστηριότητα του ασθενούς, σε συγκεκριμένο εγκεφαλικό κύκλωμα σχετιζόμενο με τα συγκεκριμένα συμπτώματά του και αφετέρου προκαλεί ηλεκτρική διέγερση (με δόσεις ηλεκτρισμού μόλις 1 mA επί έξι δευτερόλεπτα) μόνο κατά περιόδους, όταν ανιχνεύει καταστάσεις σοβαρής κατάθλιψης.
Οι ηλεκτρικοί παλμοί επιφέρουν αλλαγές στη δραστηριότητα των νευρώνων και κατ’ επέκταση στην ψυχική κατάσταση. Η θεραπεία αποδείχτηκε ικανή για ταχεία και σταθερή βελτίωση της συγκεκριμένης ασθενούς.
Μια βασική καινοτομία των ερευνητών είναι η ανακάλυψη ενός νευρωνικού βιοδείκτη – ενός συγκεκριμένου μοτίβου εγκεφαλικής δραστηριότητας – που “μαρτυράει” την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Το εμφύτευμα αντιδρά “on demand” μόνο όταν αναγνωρίζει αυτό το μοτίβο σε συγκεκριμένη εγκεφαλική περιοχή.
Η εξατομικευμένη αυτή προσέγγιση ανακούφισε σχεδόν άμεσα τα συμπτώματα της ασθενούς, σύμφωνα με τον καθηγητή ψυχιατρικής ‘Αντριου Κρίσταλ. Σύμφωνα με τους ερευνητές, “για τους ασθενείς με μακρόχρονη ανθεκτική στις άλλες θεραπείες κατάθλιψη, η νέα μέθοδος μπορεί να φέρει μια μεταμόρφωση”.
“Ποτέ έως τώρα στην ψυχιατρική δεν είχαμε καταφέρει να κάνουμε αυτό το είδος της εξατομικευμένης θεραπείας, ανακουφίζοντας τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Η ιδέα ότι μπορούμε να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα τη στιγμή που εμφανίζονται, αποτελεί ένα τελείως νέο τρόπο αντιμετώπισης των πιο δύσκολων στη θεραπεία περιπτώσεων κατάθλιψης“, δήλωσε η Σκάνγκος.
Η ασθενής ονόματι Σάρα, είχε επί χρόνια δοκιμάσει πολλές θεραπείες χωρίς αποτέλεσμα και είχε απελπιστεί. Όπως δήλωσε η ίδια για τη νέα θεραπεία, “τους πρώτους μήνες η ανακούφιση της κατάθλιψης ήταν τόσο απότομη, που δεν ήμουν σίγουρη ότι θα διαρκούσε. Όμως έχει διαρκέσει (για πάνω από 15 μήνες)”.
Καθώς πάντως η νέα τεχνική έχει δοκιμαστεί σε μία μόνο ασθενή, θα χρειαστεί περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί κατά πόσο είναι αξιοποιήσιμη σε ευρύτερο πληθυσμό. Αν αυτό επιβεβαιωθεί, τότε θα μπορεί να εφαρμοστεί γενικότερα ως προχωρημένη προσωποποιημένη θεραπεία σε ποικίλες νευροψυχιατρικές διαταραχές.
“Πρέπει να δούμε πώς αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα (που σχετίζονται με την κατάθλιψη) ποικίλουν μεταξύ των ασθενών και να επαναλάβουμε τη θεραπεία μας πολλές φορές.
Πρέπει επίσης να εξετάσουμε αν ο βιοδείκτης ενός ανθρώπου ή το εμπλεκόμενο εγκεφαλικό κύκλωμα του μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου, καθώς η θεραπεία συνεχίζεται”, ανέφερε η Σκάνγκος, η οποία ήδη ετοιμάζει δοκιμές με περισσότερους ασθενείς. Αν όλα πάνε καλά, κάποια στιγμή θα υποβληθεί αίτημα στην Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ για έγκριση της θεραπείας.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.nature.com/articles/s41591-021-01480-w