Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Διονύσης Θανάσουλας
Από κοινού με τον διαβόητο φυγά αδελφό του Βασίλη και τον Κώστα Σαμαρά ρήμαζαν τράπεζες και έσβηναν τα ίχνη τους, πετώντας πεντοχίλιαρα στον δρόμο – Η απαγωγή-θρίλερ του Χαΐτογλου και το… σκόντο, η κινηματογραφική απόδραση με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό και η επιστροφή στο σπίτι με βραχιολάκι, για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του
Τα πρώτα χτυπήματα
Ο Νίκος Παλαιοκώστας ήταν πάντα καλός στο να επιλέγει σχετικά ακίνδυνους στόχους -όπως ήταν το λογιστήριο ενός γεωργικού συνεταιρισμού σε μια εύρωστη οικονομικά κωμόπολη λίγο έξω από την Κοζάνη. Οι μόνοι φύλακες ήταν δύο άγρια λυκόσκυλα, αλλά όταν έφτασαν μαζί με τον Σαμαρά, ο Παλαιοκώστας τους πέταξε δύο καλοψημένα κοτόπουλα με γέμιση Υπνοστεντόν. Τα πεινασμένα σκυλιά καταβρόχθισαν τα κοτόπουλα και μετά από λίγη ώρα βυθίστηκαν σε λήθαργο, οπότε οι δύο διαρρήκτες μπήκαν στο κτίριο και έπιασαν δουλειά με το χρηματοκιβώτιο. Ο Σαμαράς το άνοιξε με τα κατάλληλα σύνεργα και όταν ο Νίκος έβαλε το χέρι του μέσα και έπιασε τις δεσμίδες με τα χιλιάρικα αναφώνησε: «Ζόρικα, ρε μάγκα!». Μαζί διέρρηξαν και ένα τμήμα κατασχεθέντων σε επαρχιακό δικαστήριο για να εξοπλιστούν με όπλα που χρησιμοποίησαν σε επόμενα χτυπήματα.
Σε ένα πράγμα ήταν ανένδοτος αρχικά ο Νίκος Παλαιοκώστας κι αυτό ήταν η εμπλοκή του αδελφού του Βασίλη σε «χοντρές δουλειές», για να μην μπλέξει κι άλλος από την οικογένεια στην παρανομία και τις φυλακές. Κάτι που τελικά δεν αποφεύχθηκε.
Η ληστεία στην Καλαμπάκα
Ηταν μια ζεστή μέρα του Ιουνίου το 1992 όταν η τριάδα Νίκος, Κώστας και Βασίλης πραγματοποίησε την περιβόητη ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας. Αρχικά η ομάδα σχεδίαζε να χτυπήσει στην Πτολεμαΐδα, όμως η κλοπή ενός Nissan, που τράβηξε για ώρα, άλλαξε τα σχέδια και ο Νίκος Παλαιοκώστας έριξε την ιδέα για την Εθνική της Καλαμπάκας.
Η περιγραφή της ληστείας από τον αδελφό του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: «Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ, καθώς προπορευόμουν του Νίκου, βγάζω μια κοντόκαννη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη κι αρχινά το πανηγύρι.
“Για όποιον δεν κατάλαβε, γίνεται ληστεία! Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε, όχι τις ζωές σας. Μη μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα, να πάμε όλοι στα σπίτια μας κ.λπ.”. Κατευθύνθηκα στον ταμία και του κόλλησα την κοντόκαννη στο κεφάλι: “Ανοιξέ το τώρα, γιατί το μαθηματικό μυαλό σου θα σκορπίσει στην αίθουσα». Ο ταμίας δεν είχε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου, οπότε επιστρατεύτηκε ο διευθυντής, που το είχε, για να το ανοίξει και να αποκαλύψει τα πακέτα από πεντοχίλιαρα και χιλιάρικα. Την ίδια στιγμή που ο Βασίλης γέμιζε τον σάκο, ο Νίκος αστειευόταν με τους πελάτες, έκανε κομπλιμέντα στις ωραίες κυρίες και όταν τελείωσαν έπραξαν το αυτονόητο για τους ίδιους: «Αφού πρώτα τους ζητήσαμε συγγνώμη για την πρωινή αναστάτωση, τους χαιρετήσαμε». Η κινητοποίηση της Αστυνομίας ήταν άμεση, όμως οι τρεις ληστές πέταξαν πεντοχίλιαρα στον δρόμο, με αποτέλεσμα ο κόσμος να ορμήσει ακινητοποιώντας τα περιπολικά!
Οταν έφτασαν σε ένα ξέφωτο για να ξεφορτωθούν το Opel που είχαν χρησιμοποιήσει στη ληστεία, έκαναν το αναμενόμενο: «Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν 125 εκατ. δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που απέσπασαν έως τότε ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα»!
Η απαγωγή
Μετά τη μεγάλη ληστεία και την επικήρυξή τους ο Νίκος Παλαιοκώστας έζησε για ένα διάστημα ως φυγάς στην Ευρώπη. Επέστρεψε, ωστόσο, στην Ελλάδα και μαζί με τον αδελφό του πήραν το ρίσκο να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολούθησαν και έμαθαν την καθημερινή διαδρομή του από το σπίτι του προς τη δουλειά του, αφού άφηνε πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο. Ηταν 15 Δεκεμβρίου του 1995, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας οδηγώντας το αυτοκίνητό του μάρκας Opel έφυγε από τη βίλα του στο Πανόραμα και μπήκε στον στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο, μεταμφιεσμένος, με ένα Browning γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
Ο Νίκος το έπαιζε ο καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ και σταμάτησε στη διασταύρωση για να ελέγξει την κίνηση, αναγκάζοντας τον Χαΐτογλου να φρενάρει και να σταματήσει. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel σχεδόν ακουμπούσε τον Βασίλη Παλαιοκώστα, όπως έγραψε χρόνια αργότερα στο βιβλίο του.
«Την άνοιξα σαν να μη συμβαίνει κάτι. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μη συμβαίνει κάτι! Ομως είχα ήδη το Browning στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά. “Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επιτόπου”.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στον λαιμό του.
“Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!”. Παραδόθηκε».
Οι δύο απαγωγείς έβαλαν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου τους, αφού πρώτα αρνήθηκαν να πάρουν τα 2 εκατ. δραχμές που κουβαλούσε στον χαρτοφύλακά του και τους τα πρόσφερε. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντος με την οικογένειά του έγινε λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, ώστε να ενημερώσει τον αδελφό του, Κώστα, ότι ήταν όμηρος. Του ζήτησε να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την Αστυνομία. Και όταν εκείνος το έπραξε, προσπάθησε αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέλφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας», ξεκίνησε να λέει, αλλά δεν τελείωσε τη φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστόμωσε: «Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φιλάθλους, έχεις να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνθηκε καλά και τα δύο αδέλφια σταμάτησαν το αυτοκίνητο σε μια φυσική κρυψώνα και άρχισαν να του μιλούν ήρεμα λέγοντάς του: «Οποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Οταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος, παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού. Μετά από λίγα 24ωρα ξημέρωσε μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέλφια επρόκειτο να παραλάβουν τα 3 εκατ. γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία. Ο Νίκος, που είχε αναλάβει την επαφή με την οικογένεια, μιλούσε στο κινητό μακριά από τον αδελφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος αγχωνόταν. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ανακοίνωσε ότι τελικά δέχτηκε τα λύτρα να είναι 270 εκατ. δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί.
Ο Βασίλης έγινε έξαλλος για αυτή την υποχώρηση, κυρίως επειδή ο αδελφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά τα πράγματα ηρέμησαν. Ο Κώστας Χαΐτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις 9 το βράδυ, ακολούθησε τον δρόμο προς την Αμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο, όπως του είχαν πει οι απαγωγείς, και μετά από 50 μέτρα πήγε στο γεφυράκι όπου θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε, τα αδέλφια Παλαιοκώστα πήραν τα χρήματα και κατευθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα. «Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ηταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δι’ ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: “Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ, θα ήθελα ακόμη μία περιπέτεια”.
Ο Βασίλης τού απάντησε αμέσως: “Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο”».
Η απόδραση του αιώνα
Στις 4 Ιουνίου του 2006 ο Βασίλης Καρίκης, πρώην πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, πήγαινε όπως κάθε μέρα στη δουλειά του, αγνοώντας τα όσα επρόκειτο να συμβούν το απόγευμα εκείνης της μέρας. Η δουλειά του ήταν να πραγματοποιεί πτήσεις μικρής διάρκειας για όσους θέλουν να θαυμάσουν την πρωτεύουσα και τα μνημεία της από ψηλά, να βγάλουν τα απαραίτητα βίντεο και να επιστρέψουν. Στις 6 το απόγευμα ένα ζευγάρι επιβιβάστηκε στο Eurocopter με τα διακριτικά AS355N. Ο Καρίκης τούς καλησπέρισε με το επαγγελματικό χαμόγελο που επιβάλλεται και μετά τις οδηγίες απογειώθηκε.
Αυτό που δεν γνώριζε όμως ήταν το πραγματικό όνομα του επιβάτη, ο οποίος μετά από δεκαπέντε λεπτά πτήσης αποκαλύφθηκε με τον γνωστό του τρόπο: έβγαλε ένα πιστόλι που είχε κρύψει, το κόλλησε στον λαιμό του έμπειρου πιλότου και με τη χαρακτηριστική φωνή του τού είπε: «Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και πάω να σώσω τον αδελφό μου που μετράει 2.358 μέρες στη φυλακή».
Το ελικόπτερο άλλαξε πορεία και μετά από λίγα λεπτά βρέθηκε πάνω από το σωφρονιστικό ίδρυμα στον Κορυδαλλό, με τον Καρίκη να το κατεβάζει στον προαύλιο χώρο της Ε’ Πτέρυγας. Ο έλικας του Eurocopter σήκωσε ένα τεράστιο σύννεφο καφέ σκόνης και οι φύλακες, που στην αρχή νόμιζαν ότι ήταν αιφνιδιαστικός έλεγχος, στάθηκαν προσοχή. Μόνο όταν είδαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Αλκέτ Ριζάι να τρέχουν προς το ελικόπτερο κατάλαβαν ότι γινόταν απόδραση. Ο Νίκος Παλαιοκώστας περίμενε τον αδελφό του και τον Ριζάι με το πιστόλι στο χέρι και μέσα σε ένα σκηνικό που θύμιζε κινηματογραφική ταινία το ελικόπτερο σηκώθηκε και πέταξε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις είχε συντελεστεί η απόδραση του αιώνα. Μια απόδραση που πλήρωσε ακριβά ο Νίκος όταν συνελήφθη στις 13 Σεπτεμβρίου του 2006 έξω από το χωριό Λιβάδι στον Παρνασσό, πέφτοντας σε μπλόκο που είχε στήσει η Αστυνομία της Λιβαδειάς.
Προσπάθησε να ξεφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα, αλλά έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και βγήκε εκτός δρόμου, χωρίς περιθώριο διαφυγής. Ηταν καταζητούμενος επί 16 χρόνια και μετρούσε συνολικές καταδίκες 197 ετών και 376 μηνών!