Κατερίνα Λυμπεροπούλου
«Στην μνήμη της Σπεράντζας Βρανά, η οποία δεν πρόλαβε να δει την έκδοση αυτού του βιβλίου…»
Γνώρισε πολλούς ο Βασίλης Πισιμίσης αποτυπώνοντας την ζωή δύο σημαντικών μνημονικών τόπων του Πειραιά, για τους οποίους η επίσημη ιστορία – μέχρι πρόσφατα και για ευνόητους λόγους – απέστρεφε το βλέμμα, τα Βούρλα και την Τρούμπα στο βιβλίο του «Βούρλα – Τρούμπα. Μια περιήγηση στον χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840 – 1968)». Στην διάρκεια της δεκαετούς έρευνάς του για τα κρατικά πορνεία στα Βούρλα και την Τρούμπα που δεν συνυπήρξαν, αλλά λειτούργησαν ως «συγκοινωνούντα δοχεία» όταν το τέλος των Βούρλων (κάπου εκεί στην Κατοχή όπως εικάζεται) συνέπεσε πάνω – κάτω με την λειτουργία και την ακμή της Τρούμπας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συνάντησε πολλούς του «υποκόσμου».
Για να συγκεντρώσει υλικό για την περιοχή, η οποία συν τοις άλλοις, αποτέλεσε τόπο έμπνευσης ταινιών όπως το «Ποτέ την Κυριακή» και «Τα κόκκινα φανάρια» – από τις ελάχιστες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που έφτασαν στα Οσκαρ – μίλησε επίσης με ρεμπέτες και συνέλεξε πληροφορίες «στο καλντερίμι» από ανθρώπους που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τους χώρους αυτούς. Κανένας, ωστόσο, δεν ήταν τόσο ακομπεξάριστος, όπως θυμάται, σαν την Σπεράντζα Βρανά. « Ήταν ένας χείμαρρος στον λόγο της, γεμάτη εμπειρίες και χορτασμένη από τη ζωή», μας λέει ο ίδιος. «Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αθυρόστομο μαγκάκι και αλάνι με την καλή έννοια. Από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας ένιωθα σαν να τη γνώριζα χρόνια. Πάντα γελαστή και καλόκαρδη, έτοιμη να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Είχε μελαγχολήσει για λίγο, μόνον όταν αναφερόταν στον σύζυγό της που είχε φύγει από τη ζωή. Παρόλα τα χρόνια της και τα προβλήματα της υγείας της, ήταν μία φιλική και ευχάριστη ύπαρξη».
Η Σπεράντζα Βρανά δεν πρόλαβε να δει το βιβλίο, παρ′ ότι το περίμενε. Ο συγγραφέας της το αφιερώνει ως το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για έναν «εξαιρετικό« κι «αξέχαστο» άνθρωπο με την γνωριμία του οποίου τον προίκισε μεταξύ πολλών άλλων, το ταξίδι της δημιουργίας αυτού του βιβλίου.
– Γιατί πιστεύετε ότι δεν υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία –μέχρι τη δική σας έρευνα– κανένα συγκεντρωτικό βιβλίο για την πορνεία κι εν γένει τον «υπόκοσμο» του Πειραιά; Γιατί η επίσημη ιστορία έχει αδιαφορήσει γι′ αυτούς τους δυο μνημονικούς τόπους, τα Βούρλα και τη Τρούμπα;
Πριν εκδοθεί το βιβλίο μου «Βούρλα – Τρούμπα» το 2010, είχε προηγηθεί μία δεκάχρονη έρευνα για τις δύο περιοχές. Στη βιβλιοθήκη μου υπήρχε ολόκληρη σχεδόν η πειραϊκή βιβλιογραφία και δεκάδες άλλοι τίτλοι που θα μπορούσαν να φωτίσουν το θέμα που με ενδιέφερε.
Στην πειραϊκή τοπική ιστορία αλλά και στον τοπικό τύπο, υπήρχαν μόνο μικρές αναφορές –κυρίως για τη Τρούμπα– που λίγο ή πολύ μέμφονταν την περιοχή αυτή χαρακτηρίζοντάς την ως γειτονιά της λήθης, ή αλλιώς ως ανήθικη, άνομη και άντρο της ακολασίας.
Ίσως να μην είχε ξεπεραστεί η χρονική περίοδος που τόσοι Πειραιώτες, αξιόλογοι συγγραφείς, περιορίζονταν να εκθειάσουν τα «καλώς κείμενα» της εποχής. Ίσως να μην ήθελαν να μπουν στη διαδικασία να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα αυτής της γειτονιάς, θεωρώντας ότι «τσαλακώνεται» το συγγραφικό τους ήθος.
Εγώ θα έλεγα μεταφορικά πως «αν δεν έχεις παίξει μπάλα μικρός» αποκτάς ενδοιασμούς να δεχτείς κάτι που δεν συνάδει με τις πεποιθήσεις σου. Επιπλέον, οι παλιές πόρνες της Τρούμπας έλεγαν ότι «οι πιο αυστηροί κριτές τους της ημέρας, ήταν οι πιο βιτσιόζοι πελάτες τους της νύχτας».
Οι έγκυρες πηγές λοιπόν ήταν λιγοστές: Το βιβλίο και οι συζητήσεις της ακομπλεξάριστης, αείμνηστης φίλης Σπεράντζας Βρανά, η αποκρυπτογράφηση του υπέρμετρου εγωισμού στις βιογραφίες των ρεμπετών που είχαν άμεση σχέση με τις δυο περιοχές –εξ ου και τα βιωματικά τους τραγούδια που φωνογράφησαν– και η μαραθώνια συλλογή πληροφοριών στο καλντερίμι από ανθρώπους που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τους χώρους αυτούς. Εδώ να προσθέσω το σαράκι του συλλέκτη, που με τα τεκμήρια –έγγραφα, φωτογραφίες κλπ– που προσθέτει στη συλλογή του, βοηθά να ξεθολώσουν τα νερά της πραγματικότητας από τον μύθο.
– Ως Πειραιώτης ή ως συλλέκτης «που νιώθει πώς μακραίνει η ζωή του» αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τα Βούρλα και τη Τρούμπα και την ιστορία τους; Τι ήταν αυτό πιστεύετε, που συνέβαλε στο να υπάρξουν τέσσερις εξαντλημένες εκδόσεις; Το περιθώριο ασκεί πάντα γοητεία;
Είναι γεγονός, ότι όταν ασχολείσαι ερευνητικά με την τοπική ιστορία και δεν το κάνεις λόγω της εργασίας σου αλλά «ερασιτεχνικά» με την έννοια του εραστή της τέχνης που σημαίνει ότι το «γουστάρεις» και το αγαπάς, τότε αλλάζουν τα συναισθήματα γιατί μπαίνεις με την ψυχή σου σε προγενέστερους χρόνους… Συναντάς γνωστούς και άγνωστους προγόνους. Κάθεσαι σε πλατείες που μυρίζουν αγριολούλουδα –χωρίς καυσαέριο και ηχορύπανση. Αισθάνεσαι την μπέσα της καλώς εννοούμενης πειραιώτικης μαγκιάς. Κάθεσαι καταμεσής του χωματόδρομου ροκανίζοντας τα ζεστά στραγάλια σου σε ξύλινο σκαμνάκι παρακολουθώντας τον καραγκιόζη πρόσφυγα του Γιώργου Χαρίδημου που έχει στήσει τον μπερντέ του στη πλάτη της προσφυγικής πολυκατοικίας και γενικότερα ζεις σε μια άλλη εποχή που έχει αλλοιωθεί βάρβαρα από τη νέα εποχή που ζούμε· της υπερανάπτυξης και των νέων δεδομένων που εμείς οι λίγο παλαιότεροι δεν προλαβαίνουμε να κατανοήσουμε.
Εδώ εάν μου επιτρέπετε θα ήθελα να τονίσω ότι η τοπική ιστορία θα πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Θεωρώ ότι τα παιδιά πρέπει να γνωρίσουν και να αγαπήσουν την πόλη που ζουν και μεγαλώνουν. Μόνον έτσι δεν θα την καταστρέφουν στη πρώτη τους δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη αντίδραση. Απεναντίας θα τη προστατεύουν.
Για τον λόγο που ασχολήθηκα με τα Βούρλα και τη Τρούμπα, είχα ερωτηθεί επίσης από τον έτερο αείμνηστο φίλο Γιάννη Κακουλίδη, ο οποίος παρουσίασε τη πρώτη μου έκδοση. Η απάντηση λοιπόν είναι ότι επειδή από 14 χρονών –που δούλευα στον Πειραιά– λόγω της δουλειάς μου περνούσα καθημερινά από τη Τρούμπα, με έλκυε ως έφηβο η περιοχή. Αργότερα, ο χώρος διασκέδασής μας τα Σαββατόβραδα ήταν στα μαγαζιά της Τρούμπας. Ποτέ δεν αισθάνθηκα φόβο στους χώρους αυτούς· αν και ήμουν ανήλικος όταν τα επισκεπτόμαστε με τους φίλους. Η Τρούμπα ήταν αληθινή. Αυτό που έδειχνε, αυτό ήταν. Για να βρεις τον μπελά σου έπρεπε να πας γυρεύοντας.
Ασχολήθηκα λοιπόν με αυτά τα θέματα γιατί θεώρησα ότι είχαν αδικηθεί. Αιτιολογώ στο βιβλίο την αναγκαιότητά τους για τις εποχές εκείνες. Κυρίως για τον μετακινούμενο ανδρικό πληθυσμό –λόγω του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας– και των νέων που είχαν έλθει από όλες τις ελλαδικές επαρχίες για να επανδρώσουν το εργατικό δυναμικό των βιομηχανιών της περιοχής.
Όσο για το τι συνέβαλε για τις τέσσερις εξαντλημένες εκδόσεις και αν το περιθώριο ασκεί γοητεία, σίγουρα αυτά τα θέματα εξάπτουν λίγο τη φαντασία και συμβάλουν ως διαλύτες στον καθωσπρεπισμό και στα ταμπού. Αυτό όμως που πιστεύω ότι άρεσε στους αναγνώστες, είναι η προσπάθειά μου να καταγράψω τα γεγονότα όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα, με γλώσσα που καταλαβαίνουμε και χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα, χωρίς πολιτικά φίλτρα που αλλοιώνουν και αδικούν τα ιστορικά γεγονότα. Στη κρίση του αναγνώστη αν το εγχείρημα πέτυχε ή έχασα άδικα τον χρόνο μου.
– Πώς συγκεντρώσατε το υλικό σας; Μιλήστε μας λίγο για τις αφηγήσεις που καταγράψατε. Από ποιους και με ποιον τρόπο έγιναν;
Τα τεκμήρια –έγγραφα, φωτογραφίες κλπ– για να συγκεντρωθούν απαιτείται χρόνος, τύχη και χρήματα. Αυτή όμως είναι η τροφή για την «πετριά» του συλλέκτη. Όλα τα χόμπι έχουν τα κόστη τους. Το δυσκολότερο κομμάτι ήταν να προσεγγίσεις ανθρώπους που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τους χώρους αυτούς, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, να τους πείσεις ότι δεν θα τους εκθέσεις και έτσι να μπορέσεις να τους πάρεις μια συνέντευξη. Δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί τα βιώματά τους –κυρίως– αλλά και η ηλικία τους, τους καθιστά λίγο δύστροπους· δεν εμπιστεύονται εύκολα τους ανθρώπους. Απόλυτα δικαιολογημένο, γι’ αυτό προσπαθούσα να τους συναντήσω συστημένος ή μαζί με κάποιον δικό τους άνθρωπο. Εντύπωση μου έκανε το γιατί στην πλειονότητα δεν ήθελαν να ξανασυναντηθούμε για να τους διαβάσω το κείμενο της αφήγησής τους. Γι’ αυτό άλλωστε οι περισσότεροι επιθυμούσαν ένα ψευδώνυμο. Έχοντας λοιπόν διανύσει πολλά χιλιόμετρα με δεκάδες συνεντεύξεις –σε μια πορεία δέκα χρόνων μέχρι το 2010 που εκδόθηκε το βιβλίο– και σε συνάρτηση με τα τεκμήρια που είναι οι κρίκοι που συνδέουν και αποδεικνύουν την εγκυρότητα του προφορικού λόγου, ο ερευνητής αποκτά τα αντανακλαστικά για να κρίνει την αλήθεια από τον μύθο και να κρατήσει τα κείμενα που πρέπει να εμπεριέχονται στο βιβλίο του.
– Μιλήστε μας λίγο για τη Σπεράντζα Βρανά που δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένη την έκδοση. Περιγράψτε μας τις εντυπώσεις και την αίσθηση που αποκομίσατε από τις συνομιλίες σας, κάποια πράγματα που σας είπε και δεν ξεχνιούνται και γενικά τι σας μένει από αυτήν τη προσωπικότητα. Γιατί αποφασίσατε να της αφιερώσετε το βιβλίο;
– Τη Σπεράντζα Βρανά την γνώρισα από τον θεατράνθρωπο Αλέκο Χρυσοστομίδη. Έπαιζε στα πρώτα βήματά της στο θέατρό του στα Ταμπούρια. Από το πρώτο τηλεφώνημα που της έκανα, αμέσως με κάλεσε στο σπίτι της να συζητήσουμε και να με βοηθήσει σε ό,τι μπορούσε. Έτσι την είχα επισκεφτεί αρκετές φορές. Συζητώντας μαζί της ο χρόνος έφευγε πολύ γρήγορα. Ήταν ένας χείμαρρος στον λόγο της, γεμάτη εμπειρίες και χορτασμένη από τη ζωή. Τέτοιο ακομπλεξάριστο πλάσμα ίσως να μην έχω ξανασυναντήσει. Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αθυρόστομο μαγκάκι και αλάνι με την καλή έννοια. Από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας ένιωθα σαν να τη γνώριζα χρόνια. Πάντα γελαστή και καλόκαρδη, έτοιμη να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Είχε μελαγχολήσει για λίγο, μόνον όταν αναφερόταν στον σύζυγό της που είχε φύγει από τη ζωή. Παρόλα τα χρόνια της και τα προβλήματα της υγείας της, ήταν μία φιλική και ευχάριστη ύπαρξη. Με πίεζε να το τελειώσω γρήγορα το βιβλίο γιατί φοβόταν ότι δεν θα προλάβει την έκδοσή του κι εγώ της έλεγα ότι θα ήταν η πρώτη που θα το έπαιρνε στα χέρια της. Επίσης είχε ξεκινήσει να γράφει για τους «Νεγκλιζέ» όπως αποκαλούσε τους gay, τους οποίους συμπαθούσε πάρα πολύ. «Ρε Βασίλη, αν δεν προλάβω να το τελειώσω θα το συνεχίσεις» μου έλεγε. Εγώ της απαντούσα «Θα μας θάψεις όλους. Θα γράψεις πολλά βιβλία ακόμη». «Με δουλεύεις ρε μ…α;» έλεγε και γελούσε. Της αφιέρωσα το βιβλίο που δεν πρόλαβε να δει την έκδοσή του. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Ήταν εξαιρετική· αξέχαστη.
– Στις σελίδες του «Βούρλα – Τρούμπα» παρελαύνουν θρυλικές προσωπικότητες όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης κι ο Γιώργος Ζαμπέτας αλλά και άγνωστοι ήρωες της σκληρής καθημερινότητας όπως η μεγαλοτσατσά Ντουντού, σωματέμποροι, νταβατζήδες, αγαπητικοί κ.τ.λ. Ποιες προσωπικότητες θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Θεώρησα σκόπιμο να χρησιμοποιήσω για τον εν λόγω χώρο τη μεθοδολογία του ιστορικού ρεπορτάζ. Σε μία σκληρή εποχή που οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν μέσα σε λίγους μήνες, με ελλιπή αστυνόμευση και με ένα μωσαϊκό πληθυσμού από όλες τις ελληνικές επαρχίες και τη Μικρά Ασία να συμβιώνουν στον ίδιο χώρο. Μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια γινόταν ακόμα πιο δύσκολο. Άνθρωποι με κοινές παραδόσεις αλλά διαφορετική κουλτούρα, δεν ήταν εύκολο να επικοινωνήσουν. Γι’ αυτό συνέβαιναν έκτροπα και πολλές φορές αυτοδικίες. Έτσι προέκυψαν οι άγραφοι νόμοι της μαγκιάς για να προασπίσουν κυρίως τις αυτοδικίες. Ο υπόκοσμος και οι νοικοκυραίοι κινούνταν στους ίδιους χώρους λόγω δουλειάς και λόγω γειτονίας. Οι ρεμπέτες μπήκαν στο περιθώριο και ταυτίστηκαν με το χασίσι. Στην ουσία όμως ήταν πραγματικοί δημιουργοί – κι αυτό προσπαθούμε να αποδείξουμε σήμερα. Από τα βιωματικά τραγούδια τους ένα πολύ μικρό ποσοστό αναφερόταν στη χρήση ουσιών. Ο μεγαλύτερος όγκος είχε να κάνει με την εργασία, τη γυναίκα, την αγάπη, την αδικία, την αγανάκτηση, τη φτώχεια κλπ. Οι περισσότεροι πέθαναν φτωχοί χωρίς να γνωρίζουν την αξία τους και χωρίς να τους την αναγνωρίσουν. Κάποιοι αετονύχηδες τους εκμεταλλεύτηκαν και έβγαλαν χρήματα στη πλάτη τους αργότερα. Σε όλες τις πόστες στους χώρους σύναξης κυριαρχούσε η μαγκιά. Έχουμε διαβάσει πολλά γι’ αυτόν τον όρο. Οι πραγματικοί όμως μάγκες του Πειραιά που τους χαρακτήριζε το τρίπτυχο λόγος-μπέσα, τιμή και δίκαιο και δεν τα διαπραγματεύτηκαν, επ’ ουδενί δεν ήταν αυτοί που μέσω της μαγκιάς τους προσπαθούσαν να γίνουν αναγνωρίσιμοι και να τους φοβούνται, αλλά οι απλοί καθημερινοί οικογενειάρχες. Αυτοί δηλαδή που είχαν τη γυναίκα και την οικογένεια κορωνίδα στο μυαλό και στην καρδιά τους. Αυτοί λοιπόν ξεχωρίζουν μέσα από μία τέτοια εποχή· αυτοί που δημιούργησαν, που σπούδασαν τα παιδιά τους και εξελίχθηκαν.
– Διαλέξτε μια από τις ιστορίες που αναφέρονται στο βιβλίο και σας συγκλόνισε να την μοιραστείτε μαζί μας.
Η ιστορία που νομίζω ότι ξεχωρίζει είναι αυτή του «Μεγαλέξανδρου» και του γιου του, «Γέρο-Ταρνανά». Έχει να κάνει με τη σκληρότητα της εποχής εκείνης, την οικογένεια, τα βιώματα του παιδιού, τα συναισθήματα της μάνας και την εξέλιξη του γέροντα μέσα στην πειραιώτικη κοινωνία. Με το νέο μου βιβλίο «Τρούμπα ΙΙ», που βρίσκεται στη διαδικασία της έκδοσης – και αυτό μετά από μία δεκαετία συνεχούς προσπάθειας και έρευνας – θα διαβάσετε κι άλλες ιστορίες αφήγησης πολύ πιο συγκλονιστικές για τους ίδιους χώρους.
– Γιατί αποφασίσατε να συμπεριλάβετε στο βιβλίο την απόδραση του 1955 από το «Αλκατράζ» (δικαστικές φυλακές Πειραιώς); Σας απασχόλησε το γεγονός ότι μπορεί να μην ενταχθεί λειτουργικά στην διήγηση;
Αν και είχαν κυκλοφορήσει αρκετά βιβλία για το γεγονός αυτό – ορισμένα γραμμένα και από τους ίδιους πολιτικούς κρατούμενους – αποφάσισα να εντάξω αυτό το κεφάλαιο στο βιβλίο μου, θεωρώντας ότι έτσι κλείνει και το μεγάλο κεφάλαιο της «Μάντρας» των Βούρλων. Δύο μήνες μετά την έκδοση το βιβλίο έφτασε στα χέρια του Βαρδή Βαρδινογιάννη, φοιτητή Νομικής το ’55 και ενός από τους καταζητούμενους της προκήρυξης της αστυνομίας. Μου τηλεφώνησε λοιπόν για να με συγχαρεί και να μου πει ότι το κείμενό μου που αναφέρεται στην απόδραση αγγίζει την αλήθεια. Όταν στο λέει ένας άνθρωπος που βίωσε τα γεγονότα αυτά, αισθάνεσαι ότι ο κόπος της έρευνάς σου δεν πήγε χαμένος. Αυτό του είπα και τον ευχαρίστησα.
– Μιλήστε μας λίγο για τη Τρούμπα και τον κινηματογράφο. Πόσο κοντά και πόσο μακριά πιστεύετε ότι ήταν στην αληθινή Τρούμπα το «Ποτέ την Κυριακή» και «Τα κόκκινα φανάρια» –από τις ελάχιστες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που έφτασαν στα Οσκαρ– αλλά και η «Λόλα», «Το κάθαρμα», «Καλώς ήλθε το δολάριο» κι άλλες;
Μην ξεχνάμε ότι η Τρούμπα έκλεισε οριστικά αρχές του ’68. Οι ταινίες γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Αρκετές από αυτές στους ίδιους χώρους που διαδραματίζονταν και τα πραγματικά γεγονότα. Το γράψιμο του σεναρίου των ταινιών αυτών ήταν πιο άμεσο με την πραγματικότητα και ταυτίζονταν απόλυτα. Εντύπωση προκαλούν οι σωματέμποροι που ήταν η χειρότερη μορφή κακοποιού. Οι μέθοδοι και οι εκβιασμοί που χρησιμοποιούσαν ώστε να προωθήσουν μία κοπέλα στην πορνεία. Δεν μπορεί να τα συλλάβει ένας λογικός νους ανθρώπου. Τόσο κακό για το εύκολο χρήμα που κι αυτό σπαταλιόταν με τη σειρά του στη διασκέδαση, την εξάρτηση και τα πάθη.
– Πώς και γιατί φτάσαμε στο κλείσιμο των Βούρλων και της Τρούμπας;
Τα Βούρλα ως κρατικά πορνεία έκλεισαν γιατί τα χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί κατακτητές ως φυλακές των αντιστασιακών Ελλήνων. Οι πόρνες τότε μεταφέρθηκαν στη Τρούμπα. Μετά τον πόλεμο, τα Βούρλα συνέχισαν τη λειτουργία τους ως Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς με δύο πτέρυγες ποινικών και μία πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων. Τις φυλακές των Βούρλων αντικατέστησαν σταδιακά γύρω στο ’70 οι φυλακές του Κορυδαλλού. Τη Τρούμπα την έκλεισε ο διορισμένος από το καθεστώς της επταετίας δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης, που ανέλαβε καθήκοντα στις 5 Αυγούστου 1967 με το σύνθημα καθαρός Πειραιάς. Αυτός και το ολιγομελές συμβούλιό του έδωσαν εξάμηνη προθεσμία απομάκρυνσης των οίκων ανοχής από την περιοχή της Τρούμπας. Επίσης την ίδια τύχη είχαν τα «Λαμαρινάδικα» και τα μαγαζιά που εκτείνονταν από τον Άγιο Διονύση μέχρι του Ρετσίνα, στις παράλληλες οδούς της Ακτής Κονδύλη μέχρι του Παπαστράτου. Έτσι απομακρύνθηκαν και οι πόρνες του δρόμου που χρόνια είχαν το στέκι τους εκεί.
– Θα διαχωρίζατε – κι ως προς τι – τον «υπόκοσμο» του χθες με τον «υπόκοσμο» του σήμερα;
Ο σημερινός υπόκοσμος είναι πιο αόρατος, πιο ύπουλος, πιο κεκαλυμμένος και συγκαλυμμένος από τον υπόκοσμο του χθες. Εκείνος ήταν πιο ορατός και αναγνωρίσιμος. Ζούσε στο περιθώριο της κοινωνίας. Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερους «φτωχό-διαβόλους» όπως λέμε στη λαϊκή γλώσσα όσους ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Αυτό ενδεχομένως να εξυπηρετεί τον άλλον υπόκοσμο που κατοικοεδρεύει στις βίλες και τα μέγαρα. Δεν θέλω να επεκταθώ άλλο, γιατί ανοίγουμε ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο.
– Τέλος, εκτός από την πληροφορία ως προς τι ακόμα πιστεύετε ότι ο αναγνώστης γίνεται πλουσιότερος διαβάζοντας το βιβλίο σας αυτό;
Όπως γράφω και στην εισαγωγή, το βιβλίο δεν είναι – ούτε φιλοδοξεί να είναι – επιστημονικό σύγγραμμα. Ωστόσο όμως, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Ήδη στα χρόνια που πέρασαν, πολλοί – κυρίως κοπέλες– με προσέγγισαν για να τους δώσω περισσότερες πληροφορίες. Είχαν επιλέξει τα θέματα του βιβλίου για την πτυχιακή ή και το μεταπτυχιακό τους. Αυτό με ευχαριστεί γιατί θεωρώ ότι ο στόχος που έθεσα εξελίσσεται. Εκτός από την εξιστόρηση των γεγονότων και των συμπεριφορών εκείνης της εποχής, έχουμε και το μεγάλο θέμα της σωματεμπορίας. Γι’ αυτό το βιβλίο είναι σαν οδηγός προς ναυτιλομμένους που ακούγαμε κάποτε στο ραδιόφωνο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που διαιωνίζεται έως σήμερα και αποφέρει πολύ μεγάλα κέρδη. Σήμερα βέβαια υπάρχει πιο μοντέρνος όρος: Trafficking· κοπέλες έρχονται από το εξωτερικό για σεξουαλική εκμετάλλευση, κοπέλες φεύγουν για το εξωτερικό για τον ίδιο λόγο…
Επιπλέον ο κάθε αναγνώστης ανάλογα με την ηλικία του, ταυτίζεται ή θυμάται κάτι από αυτά που έζησε μικρός.
Λίγα λόγια για τον Βασίλη Πισιμίση
Ο Βασίλης Πισιμίσης γεννήθηκε το 1960 στο Βλόγγο Γορτυνίας και κατοικεί στο Κερατσίνι. Είναι μανιώδης συλλέκτης και μελετητής της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά με πλούσια πολιτιστική και συλλεκτική δραστηριότητα. Το 1989 δημιούργησε το Ιστορικό Λαογραφικό Αρχείο Κερατσινίου. Το 2003 εκδόθηκε το βιβλίο του Το Ρολόι του Πειραιά: Το Παλιό Δημαρχείο, από τις εκδόσεις Συλλογές. Ασχολείται με τη λαϊκή ζωγραφική και τη γελοιογραφία. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και λευκώματα. Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις ΜΩΒ Εκδόσεις το νέο του βιβλίο Τρούμπα ΙΙ.