Με κεντρικό μήνυμα την ευαισθητοποίηση σε διεθνές επίπεδο, η παγκόσμια ημέρα κατά του διαβήτη έρχεται να κινητοποιήσει του πολίτες έναντι αυτής της «απειλής που αφορά κάθε σπίτι».
Οι γιατροί μιλούν για πανδημία, για μια πάθηση που απειλεί ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και στο πλαίσιο αυτό, η έξαρσή της αποδίδεται σε γενετικούς και προδιαθεσικούς παράγοντες, αλλά κυρίως σε περιβαλλοντικούς: στην κακή διατροφή, στην παχυσαρκία, στην έλλειψη άσκησης.
Όπως τονίζουν οι γιατροί, ο ασθενής που γνωρίζει ότι πάσχει και πράττει τα δέοντα κερδίζει πολλά και ποιοτικά χρόνια ζωής. Αλλά ο εχθρός είναι ύπουλος: συχνά δεν εμφανίζει κανένα σύμπτωμα και ο ασθενής δεν γνωρίζει ότι ασθενεί. Κι όταν οι επιπλοκές εμφανιστούν –από αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια και στυτική δυσλειτουργία μέχρι καρδιαγγειακή νόσο και εγκεφαλικό–, συνήθως είναι πια δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Ποια είναι αυτή η απειλή; Ο σακχαρώδης διαβήτης, τύπου 1 και 2.
Σχεδόν στα 500 εκατ. υπολογίζονται σήμερα οι διαβητικοί σε όλο τον κόσμο, ενώ μέχρι το 2030 αναμένεται να ξεπεράσουν τα 640. Οι μισοί εξ αυτών είναι αδιάγνωστοι και 2 στους 3 ζουν σε αστικές περιοχές και τέσσερα εκατ. άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από επιπλοκές της πάθησης
Την ίδια ώρα, το κόστος της νόσου, έμμεσο και άμεσο (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και χαμένες ώρες εργασίας), αγγίζει τα 250 δισ. δολάρια ετησίως. Το 10% της παγκόσμιας δαπάνης για την υγεία αφορά τον διαβήτη.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ για το 2020, το πλήθος των μοναδικών πασχόντων που έχουν ενταχθεί σε τουλάχιστον ένα θεραπευτικό πρωτόκολλο Σακχαρώδη Διαβήτη ανέρχεται στους 1.050.635, αγγίζοντας το 10% του πληθυσμού της χώρας, βάσει της επίσημης καταγραφής της ΕΛΣΤΑΤ το 2011.
Σε σχέση με το έτος 2019, καταγράφεται αύξηση στον συνολικό αριθμό των πασχόντων από Σακχαρώδη Διαβήτη της τάξης του 8%.
Θεαματικά μεγαλύτερη είναι η αύξηση των περιστατικών εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης σε σχέση με την περσινή χρονιά με την αύξηση να αγγίζει το 25%, γεγονός που μπορεί να αποτελεί και έναν δείκτη περαιτέρω αύξησης στο άμεσο μέλλον των περιστατικών εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Τέλος, σημαντική είναι επίσης και η αύξηση που καταγράφεται στους ανθρώπους που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με το 2019, η οποία κυμαίνεται περίπου στο 5%, ενώ σε ό,τι αφορά τους πάσχοντες από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 η αύξηση αγγίζει το 1% σε σχέση με το 2019.
Ο διαβήτης
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα σύνδρομο με ετερογενές και πολυπαραγοντικό υπόστρωμα. Χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών, η οποία οφείλεται σε έλλειψη ινσουλίνης. Αυτή η έλλειψη μπορεί να είναι πλήρης ή μερική ή σχετική (όταν, παρά τα αυξημένα επίπεδά της στο αίμα, δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του μεταβολισμού, λόγω παρεμπόδισης της δράσης της στους περιφερικούς ιστούς – λόγω αντίστασης, όπως λέγεται, στην ινσουλίνη). Η κύρια έκφραση της διαταραχής του μεταβολισμού στον σακχαρώδη διαβήτη είναι η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. O σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (Τ1ΣΔ) οφείλεται σε καταστροφή των β-κυττάρων στο πάγκρεας, η οποία συνήθως οδηγεί σε σοβαρή έλλειψη ινσουλίνης. Αφορά το 5%-10% των ασθενών. Ο τύπου 2 (Τ2ΣΔ) οφείλεται σε προοδευτική μείωση της έκκρισης της ποσότητας ινσουλίνης που απαιτείται για την αντιμετώπιση των μεταβολικών αναγκών, αλλά και της δραστικότητάς της, και αφορά τουλάχιστον το 90% των ασθενών με διαβήτη.
Γιατί είμαστε τόσο ευάλωτοι απέναντι στον σακχαρώδη διαβήτη; Τι προκαλεί την «έκρηξή» του παγκοσμίως και ποιες επιδημιολογικές διαφορές παρατηρούνται μεταξύ των τύπων του; «Η συνεχής αύξηση της συχνότητάς του τροφοδοτείται από την παχυσαρκία και την υιοθέτηση ανθυγιεινού μοντέλου ζωής σε όλο τον κόσμο. Ειδικά ο διαβήτης τύπου 2, όπως και ο προδιαβήτης, παρατηρείται όχι μόνο σε ενηλίκους αλλά και σε ολοένα και περισσότερα παιδιά και εφήβους. Τα αίτια αυτής της πανδημίας είναι ενσωματωμένα σε ένα περίπλοκο πλέγμα γενετικών και επιγενετικών συστημάτων που αλληλεπιδρούν μέσα σε ένα εξίσου περίπλοκο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει τις περιβαλλοντικές επιρροές μας.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, «δεν είναι τυχαίο ότι η “δυτικοποίηση” του τρόπου ζωής χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία έχει αυξήσει δραματικά τον παγκόσμιο πληθυσμό των διαβητικών».
Ποιοι είναι οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 1 και 2 και πόσο επηρεάζουν την εμφάνιση της νόσου; «Τα γονίδια ευθύνονται κατά 60% για την προδιάθεση στον Τ1ΣΔ, ο οποίος πολλές φορές εκδηλώνεται μαζί με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα· είναι συχνός ο συνδυασμός του με τη θυρεοειδίτιδα του Hashimoto, στο πλαίσιο ενός πολλαπλού αυτοάνοσου συνδρόμου, όπως λέγεται. Αντίθετα, ο Τ2ΣΔ συσχετίζεται με ισχυρό οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη και παχυσαρκίας. Σημαντικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου για τον Τ1ΣΔ είναι, μεταξύ άλλων, οι εντεροϊοί (ιδιαίτερα ο ιός Coxsackie B), η έκθεση σε κρύο περιβάλλον (οι βόρειες χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Φινλανδία, καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά Τ1ΣΔ) και η μικρής διάρκειας περίοδος γαλουχίας. Ολα αυτά μπορεί να πυροδοτήσουν μια αυτοάνοση αντίδραση του οργανισμού μας, δηλαδή την παραγωγή αυτοαντισωμάτων εναντίον των β-κυττάρων του παγκρέατος τα οποία εκκρίνουν την ινσουλίνη».
Δίαιτα και άσκηση
Η δίαιτα παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος στην πρόληψη και αντιμετώπιση του διαβήτη. «Πρέπει να γνωρίζει ο κόσμος ότι μειώνουμε σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισής του εάν αλλάξουμε τρόπο ζωής, αν προσέξουμε τις τροφές που φτάνουν στο πιάτο μας, την ποιότητα και την ποσότητά τους, και αν γίνουμε λιγότερο “γλυκατζήδες”», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας Λεωνίδας Ντούντας. Υπάρχει όμως ιδανική διατροφή για τους διαβητικούς και τι περιλαμβάνει; «Κατ’ αρχάς, μείωση των θερμίδων με μικρότερες μερίδες και αποφυγή της ζάχαρης, του λευκού ψωμιού, των μεγάλων ποσοτήτων κόκκινου κρέατος και γαλακτομικών προϊόντων υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Η μεσογειακή διατροφή είναι η καλύτερη λύση: πλούσια σε λαχανικά, σε προϊόντα ολικής άλεσης, σε φρούτα. Σε τροφές, δηλαδή, που προστατεύουν τον οργανισμό μας από παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν το οξειδωτικό στρες και τη φλεγμονή και ευθύνονται για μια σειρά προβλημάτων υγείας. Τα μούρα και το ταχίνι, για παράδειγμα, εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες οι οποίες συνδέονται με τη γήρανση των κυττάρων. Το ταχίνι είναι εξαιρετική επιλογή για έναν επιπλέον λόγο: μειώνει τα επίπεδα της χοληστερίνης και έχει χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Προσοχή, βέβαια, στην ποσότητα, γιατί έχει αρκετές θερμίδες!».
Η άσκηση είναι η δεύτερη συνιστώσα στην πρόληψη του διαβήτη. Συνιστάται μέτριας ή έντονης έντασης αερόβια άσκηση, διάρκειας τουλάχιστον 30 λεπτών την ημέρα, το λιγότερο 5 φορές την εβδομάδα. Λιγότερες ώρες στον καναπέ και περισσότερες στο περπάτημα, στο κολύμπι, στον χορό, στο ποδήλατο και σε άλλες αθλητικές δραστηριότητες. «Αν θέλουμε να ζήσουμε περισσότερο και καλύτερα», τονίζει ο κ. Ντούντας, «ας αρχίσουμε να βλέπουμε την κίνηση ως τη μεγαλύτερη χαρά, σύμφωνα με τη ρήση του καθηγητή R. Hall, ώς το τέλος της ζωής μας».
Νέες θεραπείες
Η ανακάλυψη της ινσουλίνης και του ρόλου της στον μεταβολισμό, η απομόνωσή της και στη συνέχεια η θεραπευτική χρήση της συνιστούν μια επιστημονική εποποιία του 20ού αιώνα. Τι πρόοδο έχει σημειώσει η επιστήμη τον 21ο αιώνα; Υπάρχουν καινούργιες προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση του διαβήτη; «Την τελευταία δεκαετία, πράγματι, νέες θεραπευτικές μέθοδοι έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται, όπως τα GLP-1, ανάλογα και οι DDP4 και SGLT2 αναστολείς, με “στοχευμένο” τρόπο δράσης. Τα συγκεκριμένα φάρμακα επηρεάζουν θετικά τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της πάθησης, όσον αφορά τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα της καρδιαγγειακής νόσου», απαντά ο κ. Van der Lely.
«Η ευρεία εφαρμογή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης για τη συνεχή καταγραφή της γλυκόζης και για υποδόρια έγχυση –με προηγμένες αντλίες– ινσουλίνης και γλυκαγόνης θα βελτιώσει την καθημερινότητα των διαβητικών, εξασφαλίζοντάς τους μια φυσιολογική ζωή. Η κατανόηση της ανοσολογίας του διαβήτη τύπου 1 είναι επίσης μια επιστημονική πρόκληση. Βέβαια, η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών πάσχει από διαβήτη τύπου 2. Γι’ αυτούς, μια βαριατρική χειρουργική επέμβαση, που έχει στόχο τη μείωση του μεγέθους του στομάχου, είναι πάντα αποτελεσματική – αλλά δυστυχώς δεν είναι προσιτή σε όλους. Πρόσφατα, πολύ ελπιδοφόρα μηνύματα ήρθαν από τις εκθέσεις της ομάδας μελέτης DiRECT. Ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η απώλεια βάρους μπορεί να θέσει τον διαβήτη τύπου 2 σε ύφεση για τουλάχιστον δύο χρόνια. Αυτό συνέβη με όσους διαβητικούς κατάφεραν να χάσουν περισσότερα από 10 κιλά και δείχνει ότι ο συγκεκριμένος τύπος διαβήτη πιθανότατα είναι αναστρέψιμος και μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χωρίς φάρμακα».
Διαβήτης και πανδημία
Παρόλο που οι μισοί από τους νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 και συνυπάρχοντα Σακχαρώδη Διαβήτη παίρνουν εξιτήριο ένα μήνα μετά την εισαγωγή τους, ποσοστό 20% (ένας στους πέντε ασθενείς) καταλήγει στο ίδιο διάστημα, σύμφωνα με γαλλική πολυκεντρική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας.
Σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα της συγκεκριμένης μελέτης, το 10,6% των ασθενών COVID-19 με διαβήτη τύπου 2 και 5,6% με διαβήτη τύπου 1 κατέληξαν σε διάστημα επτά ημερών από την εισαγωγή τους.
Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 2796 ασθενείς με διαβήτη που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 σε 68 κέντρα της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας (από 10 Μαρτίου έως 10 Απριλίου 2020). Τα 2/3 ήταν άνδρες με μέση ηλικία 69,7 έτη και Δείκτη Μάζας Σώματος 28,4 kg/m2.
Επίσης, 44,2% και 38,6% των συμμετεχόντων είχαν μικροαγγειακές και μακροαγγειακές επιπλοκές, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης, μετά από 28 μέρες νοσηλείας 20,6% των ασθενών κατέληξαν, ενώ 50,2% πήραν εξιτήριο με διάμεση διάρκεια νοσηλείας εννιά ημερών. Επίσης, 12,2% των ασθενών παρέμειναν νοσηλευόμενοι και 16,9% διακομίστηκαν σε κέντρα αποκατάστασης.
Ευνοϊκοί παράγοντες για την έκβαση της νοσηλείας, σύμφωνα με τη μελέτη, ήταν η νεότερη ηλικία, η θεραπευτική αγωγή με μετφορμίνη και η μακρά διάρκεια συμπτωμάτων COVID-19 πριν την εισαγωγή, καθώς συσχετίστηκαν θετικά με την πιθανότητα εξιτηρίου από το νοσοκομείο. Αντίθετα, το ιστορικό μικροαγγειακών επιπλοκών, κυρίως η έκπτωση νεφρικής λειτουργίας και η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, το ιστορικό θεραπείας με αντιπηκτική αγωγή, το ιστορικό δυσλιπιδαιμίας, η δύσπνοια κατά την εισαγωγή και οι αυξημένοι δείκτες φλεγμονής (λευκά αιμοσφαίρια, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και ασπαρτική αμινοτρανσφεράση) συσχετίστηκαν με μειωμένη πιθανότητα εξιτηρίου.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι ασθενείς με ιστορικό αγωγής με ινσουλίνη (πιθανόν λόγω προχωρημένου διαβήτη) είχαν 44% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου συγκριτικά με τους ασθενείς που δεν ελάμβαναν ινσουλίνη πριν τη νοσηλεία. Εκτός τούτου, ο βαθμός υπεργλυκαιμίας κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο ήταν ισχυρός παράγοντας κινδύνου θανάτου και μειωμένης πιθανότητας εξόδου από το νοσοκομείο, σε αντίθεση με τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη που φάνηκε απροσδόκητα να μην επηρεάζει.
Η συγκεκριμένη μελέτη προσδιορίζοντας από τη μία πλευρά τους ευνοϊκούς παράγοντες που σχετίζονται με την ομαλή έκβαση και την έξοδο των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 και διαβήτη και από την άλλη πλευρά τους επιβαρυντικούς παράγοντες που σχετίζονται με το θάνατο, συμβάλλει στη βέλτιστη θεραπευτική αντιμετώπιση ανάλογα με το προφίλ του κάθε ασθενούς.