Η οργάνωσή τους ονομάζεται «Γυναίκες της Μπενίν» και έχει έδρα το Παλέρμο της Σικελίας. Λειτουργεί εδώ και έξι χρόνια, με τη στήριξη ντόπιων και αρχών.
Τα μέλη της είναι μετανάστριες από την Μπενίν, την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της νότιας πολιτείας Έντο.
Έφυγαν από τον τόπο τους για να γλιτώσουν οι ίδιες, αλλά και οι οικογένειες που άφησαν πίσω τους, από τη φτώχεια.
Για την ακρίβεια, η Μπενίν αποτελεί μία από τις νιγηριανές πόλεις με τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και δη στην Ιταλία, κυρίως μετά την έξαρση της ιταλικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην περιοχή, τη δεκαετία του ‘80.
Θεωρείται, δε, αφετηρία ενός σύγχρονου σκλαβοπάζαρου Νιγηριανών «εργατριών του σεξ» στην ανεπτυγμένη Δύση.
Κατά κύματα, μέσω στυγνών διακινητών και μαφιόζικων συμμοριών, νεαρές γυναίκες από την Μπενίν κάνουν το «ταξίδι του θανάτου» μέσω της Μεσογείου μέχρι τις σικελικές ακτές, χρεωμένες έως και 35.000 δολάρια το κεφάλι.
Ποσό, που πρέπει να ξεχρεώσουν εκπορνευόμενες, έχοντας πάρει όρκους σιωπής σε τελετουργίες βουντού πίσω στην πατρίδα τους, ώστε να φοβούνται -βάσει μια βαθιάς θρησκόληπτης κουλτούρας και προκαταλήψεων- να αποκαλύψουν στις αρχές τα ονόματα διακινητών και σωματεμπόρων.
Μία από αυτές είναι η Όσας Έγκμπον. Σήμερα 40 ετών, ζει στη Σικελία εδώ και 19 χρόνια. Κατάφερε να ξεπληρώσει τους δυνάστες της και να φτιάξει τη δική της οικογένεια στο Παλέρμο.
Οι φρικτές δολοφονίες δύο κοριτσιών από τη Νιγηρία στη μεγαλούπολη του ιταλικού νότου, το 2011 και το 2012, που σόκαραν ακόμη και τη «χώρα» της σικελικής μαφίας, την ώθησαν να αναλάβει δράση.
Το 2015, η Έγκμπον ίδρυσε ένα δίκτυο υποστήριξης για συμπατριώτισσές της που πέφτουν καθημερινά θύματα διακινητών, μαστροπών και μαφιόζικων ομάδων στο Παλέρμο. Κι αυτή ήταν η αρχή για τις «Γυναίκες της Μπενίν».
Χείρα βοηθείας
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ), μόνο μέσα στο 2016 καταγράφηκαν 11.000 αποβιβάσεις γυναικών από τη Νιγηρία στα εδάφη της Σικελίας, εκ των οποίων το 80% μέσω διακινητών, καταλήγοντας σε καταναγκαστική πορνεία.
Μέσα στα έξι χρόνια λειτουργίας της, η οργάνωση της Όσας Έγκμπον έχει επιτελέσει σημαντικό έργο για την καταπολέμηση του φαινομένου και τη βελτίωση συνολικά των συνθηκών διαβίωσης της νιγηριανής κοινότητας: μιας από τις πολυπληθέστερες μειονότητες στο Παλέρμο.
Από πέρυσι τον Ιανουάριο, οι «Γυναίκες της Μπενίν» έφτιαξαν και έναν ξενώνα φιλοξενίας-καταφύγιο, βοηθώντας πολλές γυναίκες και κορίτσια να να σταθούν στα πόδια τους και να ξεφύγουν από τα δεσμά των σωματεμπόρων.
Με τις συνεχείς προσπάθειές τους, έχουν κερδίσει εδώ και καιρό την εκτίμηση και τη στήριξη ντόπιων, τοπικών φορέων και αρχών.
Και τώρα, έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους σε έναν νέο κοινό σκοπό: μία τράπεζα τροφίμων, προς στήριξη όσων δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, κυρίως Νιγηριανών μεταναστών, εν μέσω πανδημίας.
Συλλογικότητα και αλληλεγγύη
Η τράπεζα τροφίμων έχει στηθεί σε δύο μικρά δωμάτια στο κοινοτικό κέντρο Spazio Montevergine, που παραχώρησε δωρεάν στις «Γυναίκες της Μπενίν» μία τοπική φιλανθρωπική οργάνωση.
Πολλά από τα προϊόντα έρχονται από την Banco Alimentare, μια μεγάλη τράπεζα τροφίμων στην Ιταλία. Σημαντικές είναι ωστόσο οι δωρεές από την εκκλησία, τοπικές επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Συσκευασίες με λάδι, ζυμαρικά, ρύζι και κονσέρβες στοιβάζονται σε ράφια και τραπέζια. Τη διανομή έχουν αναλάβει σε μηνιαία βάση τα μέλη των «Γυναικών της Μπενίν», καθώς και ντόπιοι εθελοντές, άνδρες και γυναίκες.
Ορισμένες δωρεές περιλαμβάνουν επίσης βασικά ιταλικά προϊόντα, όπως παρμεζάνα και προσούτο, που για πολλούς μετανάστες είναι ακόμη ξένα στην καθημερινή τους διατροφή.
Πολλοί δέχονται ευχαρίστως συμβουλές για το πώς να μαγειρέψουν π.χ. ριζότο.
Δεκάδες οικογένειες -σίγουρα πάνω από 40- προμηθεύονται έτσι τρόφιμα για το καθημερινό τραπέζι, που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν άδειο.
Ένα κλιμακούμενο φαινόμενο
Στην πραγματικότητα, λέει η Όσας Έγκμπον, η τράπεζα τροφίμων άρχισε να λειτουργεί έναν χρόνο πριν ξεσπάσει η πανδημία.
Όμως, έγινε ευρύτερα γνωστή μεσούσης της υγειονομικής κρίσης, καθώς πολλοί έχασαν τις δουλειές τους και ολοένα και περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν σε ακραία φτώχεια.
Βάσει των επίσημων στοιχείων, το 33% των περίπου 190.000 καταγεγραμμένων αλλοδαπών κατοίκων της Σικελίας είναι από την Αφρική. Υπολογίζεται ωστόσο ότι υπάρχουν πολλές χιλιάδες ακόμη, που ζουν στην περιοχή χωρίς χαρτιά και άδεια διαμονής.
Το τελευταίο διάστημα, εν τω μεταξύ, οι μεταναστευτικές ροές πυκνώνουν και πάλι στη Σικελία, καθώς πρόσφυγες και μετανάστες, κυρίως από την Υποσαχάρια και τη βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την κεντρική και νότια Ασία, προσπαθούν να βρουν δίοδο μέσω των βορειοαφρικανικών ακτών και της Μεσογείου για να φτάσουν στην Ευρώπη.
Αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, αρκετοί καταφέρνουν να φτάσουν στις ιταλικές ακτές.
Άλλοι διασώζονται από πλοία μη κυβερνητικών οργανώσεων ή αναχαιτίζονται από τη λιβυκή ακτοφυλακή και οδηγούνται πίσω στις βορειοαφρικανικές ακτές, απ’ όπου είχαν αποπλεύσει, συχνά με επικίνδυνα σκάφη.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, μόνο μέσα στους πρώτους έξι μήνες του 2021 περισσότεροι από 7.000 άνθρωποι παρεμποδίστηκαν στη θάλασσα και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα κράτησης στη Λιβύη, όπου επικρατούν απάνθρωπες συνθήκες.
Πολλοί πνίγονται στα νερά της Μεσογείου. Πρόσφατη έκθεση του ΔΟΜ ανέφερε ότι στο πρώτο εξάμηνο του έτους, ο αριθμός των προσφύγων και μεταναστών που έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα ήταν υπερδιπλάσιος συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Φωνή φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ο διεθνής οργανισμός κάλεσε τα κράτη να λάβουν κατεπείγουσα δράση «για τη μείωση των απωλειών ανθρώπινων ζωών σε θαλάσσιες μεταναστευτικές οδούς προς την Ευρώπη και προς συμμόεφωση με τις υποχρεώσεις τους, βάσει του διεθνούς δικαίου»