Το γλυκό μυστικό των παιδικών μας χρόνων ήταν τετράγωνο, είχε δοντάκια στις άκρες του και απαράμιλλη γεύση στο στόμα. Ήταν στην τσάντα του σχολείου, στο σακίδιο της εκδρομής, ενώ μέσα σε γλυκά και παγωτά έκανε την κάθε μέρα γιορτή. Φυσικά ήταν _και είναι _ τα μπισκότα «Πτι Μπερ» Παπαδοπούλου με μια ιστορία, που μετρά πλέον εκατό χρόνια.
Για την ακρίβεια από τη στιγμή, που μια ελληνική οικογένεια της Πόλης έφθανε στην Ελλάδα στον μεγάλο διωγμό του ΄22 κι άρχισε να πλάθει με αξιοσύνη και ζήλο στον μικρό της φούρνο αυτά τα τραγανά γλυκίσματα, τα μπισκότα βουτύρου, όπως το λέει και το όνομά τους, αλλά χωρίς πολλή ζάχαρη. Έκτοτε πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα και στον κόσμο, όμως η εταιρεία, που άρχισε να δημιουργείται από τότε μεγαλούργησε, προσθέτοντας διαρκώς νέα προϊόντα, σύμφωνα και με τις νέες γευστικές απαιτήσεις.
Αυτήν την πορεία των 100 χρόνων της μεγάλης εταιρείας μπισκότων και ειδών διατροφής Ε.Ι. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε. προβάλλει η έκθεση, που εγκαινιάζεται στις 9 Δεκεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς θέλοντας να αναδείξει τα συστατικά της εκατοντάχρονης επιτυχίας της και να φωτίσει όλες τις πτυχές που την απαρτίζουν: την ιστορία, τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων της, τη σημασία του εμπορικού της σήματος.
Παράλληλα εξάλλου αφηγείται την ιστορία της οικογένειας Παπαδοπούλου, που εδώ και έναν αιώνα κρατάει σταθερά τα ηνία αυτής της ελληνικής βιομηχανίας. Οι επισκέπτες έτσι, θα έχουν την ευκαιρία να τα παρακολουθήσουν όλα αυτά σε συνδυασμό με την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας και με τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων της εταιρείας, αυτών που παράγουν κάτι τόσο απλό, όσο ένα μπισκότο.
Από την Πόλη στην Αθήνα
Στην αρχή της ιστορίας βρίσκουμε την οικογένεια Παπαδοπούλου στην Κωνσταντινούπολη του 1916. Την αποτελούν ο Γιάννης, που είναι ξυλουργός, η γυναίκα του Μαρία και οι τρεις γιοί τους Ευάγγελος, Νικόλαος και Θεόφιλος. Τα πρώτα μπισκότα φτιάχνονται από την Μαρία Παπαδοπούλου, προκειμένου να ενισχυθούν τα οικονομικά της οικογένειας και πράγματι το γλυκό εμπόρευμα φορτωμένο σε καλάθια κάνει το γύρο της Πόλης, όπου το πουλούν τα τρία αγόρια.
Τα μπισκότα μάλιστα, γρήγορα αποκτούν και «σήμα», χάρις στην τετράγωνη, ξύλινη σφραγίδα, που έχει κατασκευάσει ο Γιάννης, έτσι που να αναγνωρίζονται αμέσως από το σχήμα, το σχέδιο και το όνομά τους.
Λίγα χρόνια αργότερα ωστόσο, η ζωή τους θα έχει ανατραπεί και το 1922 θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Πάνω σ΄ένα καράβι η οικογένεια, χωρίς τον πατέρα που έμεινε πίσω, παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς με προορισμό τη Μασσαλία αλλά μια στάση στον Πειραιά θα τους αλλάξει τα σχέδια. Ανεβαίνουν στην Αθήνα για να την γνωρίσουν και στο καφενείο όπου θα καθίσουν για λίγο, μαζί με τον καφέ θα παραγγείλουν και κάποιο μπισκότο. Ένα είδος άγνωστο όμως στην Ελλάδα, όπως αμέσως αποδεικνύεται.
Άλλωστε ας σημειωθεί, ότι γενικότερα η ζαχαροπλαστική της Πόλης ήταν τότε πολύ πιο προηγμένη από της Αθήνας και με αρκετές μάλιστα, γαλλικές επιρροές.
Από εκείνη τη στιγμή όλα τα σχέδια αλλάζουν, καθώς γίνεται φανερό πού μπορεί να στραφεί επαγγελματικά η οικογένεια.
Στην αρχή βέβαια τα πράγματα είναι δύσκολα, καθώς η μητέρα και τα τρία παιδιά εγκαθίστανται σε μία προσφυγική πολυκατοικία κοντά στον Λυκαβηττό αλλά η δουλειά ξεκινά αμέσως. Θ΄ αγοράσουν με τις οικονομίες τους έναν μικρό φούρνο, όπου η μητέρα θα ζυμώνει και θα ψήνει τα μπισκότα ενώ τα παιδιά θα τα πουλούν χύμα, στην αρχή με τα πόδια και μετά γυρίζοντας όλη την Αθήνα με τα ποδήλατά τους.
Η πορεία προς την επιτυχία
Τα «Πτι Μπερ» σημειώνουν μεγάλη επιτυχία ως νέο είδος μικρής πολυτέλειας και μερικά χρόνια αργότερα, το 1933 και το 1935 αποκτούν και «αδερφάκια». Είναι τα μπισκότα «Μιράντα», τα «Γεμιστά» και τα «Cream Crackers» με την εταιρεία να εδραιώνεται σιγά σιγά στο χώρο.
Έτσι το 1938 θα εγκατασταθεί σ΄ένα μικρό εργοστάσιο στα Πετράλωνα στη γέφυρα Πουλοπούλου και θα αγοράσει τα πρώτα της μηχανήματα, ελληνικής κατασκευής για τις ανάγκες της παραγωγής.
Σύντομα εξάλλου τα μπισκότα θα συσκευάζονται σε τετράγωνα κουτιά από λευκοσίδηρο και με όμορφες, πολύχρωμες ετικέτες, όπως γίνεται και στο εξωτερικό ενώ έχει ενδιαφέρον, ότι ένα προϊόν της εταιρείας, το «Cream Crackers», που είναι ο πρόγονος της σημερινής μορφής του καταναλώθηκε και από τον στρατό.
Επικεφαλής είναι ήδη ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος, ενώ από την δεκαετία του ΄50 η εταιρεία ανθεί.
Το 1955 εγκαθίσταται μάλιστα στο πρώτο και μεγάλο εργοστάσιό της στην Πέτρου Ράλλη, για να ακολουθήσουν το 1973 το εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη, το 1989 στο Βόλο και το 1996 στα Οινόφυτα. Από το 1960 εξάλλου, η εταιρεία βρίσκεται στην κορυφή του κλάδου στην Ελλάδα ενώ το 1972 ανανεώνει και στο σήμα της, που είναι πλέον το γνωστό κόκκινο «Π».
Νέα είδη παράγονται στη συνέχεια, όπως το «Caprice» από γκοφρέτα viennoise και κρέμα φουντουκιού, τα παξιμαδάκια «Krispies», οι φρυγανιές, τα μπισκότα «Digestive», για να ακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, προϊόντα χωρίς ζάχαρη και χωρίς γλουτένη.
Από κοντά και τα βραβεία, όπως τα χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο Χρυσός Σταυρός στη Διεθνή Έκθεση Βρυξελλών, το Χρυσό Μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση Παρισίων, διακρίσεις στη Διεθνή Έκθεση Λονδίνου και άλλα.
Ιωάννα Παπαδοπούλου
«Εμείς οι παλιοί κάναμε προσεκτικά επιχειρηματικά βήματα κι όχι ριψοκίνδυνα άλματα και εφαρμόζαμε πάντα μια μακρόπνοη στρατηγική. Έτσι, με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο», είχε πει ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος.
Και τα ίδια προσεκτικά βήματα ακολουθεί η κόρη του Ιωάννα Παπαδοπούλου, η πρωτότοκη από τα τέσσερα παιδιά του, που βρίσκεται στο τιμόνι της επιχείρησης από το 1989 ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος. Έτσι φεύγοντας από τη ζωή το 1992 ο δημιουργός της επιχείρησης ξέρει, ότι την έχει αφήσει σε καλά χέρια.
Με σπουδές στη χημεία τροφίμων στην Βρετανία η Ιωάννα Παπαδοπούλου είχε δείξει από μικρή άλλωστε την κλίση της στο αντικείμενο της επιχείρησης, κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα και στη συνέχεια. Γιατί δική της έμπνευση είναι τα Caprice και δική της ιδέα η ώθηση στις μπάρες δημητριακών και στο συσκευασμένο ψωμί, μεταξύ άλλων.
Το ίδιο δυναμική είναι και η διαχείρισή της, με την νέα ορμή που θέλησε να δώσει στην εταιρεία ακολουθώντας το πνεύμα των καιρών στην αναζήτηση στρατηγικών συμμάχων. Έτσι το 1991 παραχώρησε το 10% στον γαλλικό κολοσσό γαλακτοκομικών ειδών «Danone» ενώ ως το 1995 είχε παραχωρήσει το 60%. Καθώς στα επόμενα χρόνια όμως, η εταιρεία της βρέθηκε σε πλήρη άνθηση, κάνοντας μια εντυπωσιακή πορεία ανόδου, το 2008 τα πήρε όλα πίσω! Σήμερα έτσι, η επιχείρηση ελέγχεται από την οικογένεια.
Ούτε μέσα στην μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας θέλησε να φύγει εξάλλου, από τη χώρα, όπως έπραξαν άλλοι, ενώ πέρυσι, μέσα στην νέα παγκόσμια δύνη εκείνη έδωσε μπόνους στους εργαζόμενους της, ύψους 1,5 εκατ. ευρώ. Αθόρυβα επίσης, αλλά ουσιαστικά χορηγεί φιλανθρωπικές δραστηριότητες σχετικές με τα παιδιά σε νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και παιδικούς σταθμούς, αλλά και βραβεία Αριστείας σε μαθητές.
Τέλος το όνομα της κυρίας Παπαδοπούλου είχε ακουστεί κατά καιρούς για υπουργικές θέσεις σε διάφορες κυβερνήσεις αλλά χωρίς συνέχεια.
Σήμερα η βιομηχανία Παπαδοπούλου, εκτός από την κυριαρχία της στην ελληνική αγορά εξάγει προϊόντα της σε 40 χώρες σε όλο τον κόσμο ενώ στα τέσσερα εργοστάσιά της απασχολεί περί τους 1400 εργαζόμενους.
Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, που θα διαρκέσει ως τις 27 Φεβρουαρίου 2022 συνδιοργανώνεται με την Εταιρεία Παπαδοπούλου ενώ τον γενικό συντονισμό έχει η Ειρήνη Οράλη και την επιμέλεια οι Ερατώ Κουτσουδάκη και Σπύρος Κίζης.