Του Νότη Μαρτάκη (*)
Ο νέος επιδημιολογικός κίνδυνος από τη μετάλλαξη «Όμικρον», οι πληθωριστικές πιέσεις σε χώρες αποστολής τουριστών προς την Ελλάδα αλλά και ο τιμολογιακός ανταγωνισμός με τη συνεχή κατάρρευση της τουρκικής λίρας σε συνδυασμό και με την προβολή των διακοπών στο Αιγαίο όπως διατείνεται η γείτονα χώρα με τη νέα της καμπάνια, αποτελούν τους τρείς βασικούς «σκοπέλους» για την εξέλιξη του τουρισμού στην Ελλάδα το 2022.
Είναι σαφές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ότι αναμένουμε μια ακόμα καλύτερη χρονιά από εφέτος που μάλιστα σε αρκετούς προορισμούς απέδειξε ότι μεγαλύτερη σημασία για την οικονομία κάθε περιοχής έχουν τα έσοδα παρά οι αφίξεις, που επίσης υπερέβησαν ακόμα και των πλέον αισιόδοξων προβλέψεων. Ωστόσο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι εξακολουθούμε να διανύουμε μια περίοδο αστάθειας που απαιτεί συνεχείς αναπροσαρμογές στις πρακτικές προσέγγισης των αγορών. Το βάρος «πέφτει» κυρίως στο επικοινωνιακό πεδίο και έχει να κάνει με την επινόηση του σωστού μηνύματος, τη σωστή στιγμή και στο σωστό ακροατήριο.
Όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν πως πριν το 2023 δεν πρόκειται να ανακάμψει η τουριστική αγορά και δεν χρειάζεται να έχουμε αυταπάτες. Ένας βασικός κίνδυνος, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είναι η επιδείνωση της υγειονομικής κατάστασης να οδηγήσει σε νέους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και να περιορίσει την ανάκαμψη του τουρισμού.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες αυξάνονται και από τα μέσα του 2021 κινούνται πάνω από τον μέσο όρο των τελευταίων ετών στη μεταποίηση, τις κατασκευές και το λιανικό εμπόριο, αλλά σημειώνει ότι οι αυξήσεις των τιμών είναι πιθανόν να περιορισθούν λόγω της αργούσας παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2022 στο 3,1% σε μέσα επίπεδα έναντι 0,4% φέτος και ο δομικός πληθωρισμός – που δεν λαμβάνει υπόψη τις τιμές των τροφίμων, της ενέργειας, του αλκοόλ και του καπνού – να διαμορφωθεί στο 1,9% από -1,2%, αντίστοιχα.
Να διατηρηθεί η ελληνικότητα του τουριστικού μας προϊόντος
Σημαντικό, συνεπώς, είναι, να κρατηθούν οι επιχειρήσεις όρθιες, να διατηρηθεί η ελληνικότητα του τουριστικού μας προϊόντος αλλά και η ελληνικότητα του επιχειρείν.
Είναι γνωστό ότι πολλοί καραδοκούν από το εξωτερικό για να έρθουν να κάνουν επιθετικές εξαγορές. Οφείλουμε λοιπόν να διευκρινίσουμε ότι τις επενδύσεις τις θέλουμε, αλλά δεν θέλουμε τα ξεπουλήματα. Και δεν θέλουμε αυτή η πρώτη ύλη που έχει η χώρα, στην οποία έχουμε την ευλογία και να ζούμε, να την εκμεταλλεύονται και να την πουλάνε κάποιοι άλλοι, επειδή εμείς δεν αντέξαμε οικονομικά να το κάνουμε.
Από την άλλη πλευρά βέβαια και με δεδομένο ότι για να επιτύχουμε τόσο την ποσοτική όσο και τη ποιοτική βελτίωση του τουριστικού μίγματος οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι η ισορροπία ανάμεσα στην ικανοποίηση και την προσδοκία είναι το βασικό ζητούμενο για κάθε ταξιδιώτη. Περνάει όμως από μία στενωπό. Και σε αυτήν τη στενωπό πρέπει να βάζουμε την ενσυναίσθηση, μια σημαντική παράμετρο που αφορά τις δημόσιες και τις ιδιωτικές υπηρεσίες που συνδυάζουν υποδομές και επίπεδο παροχής υπηρεσιών.
Είναι, με λίγα λόγια, αυτό που ονομάστηκε από έμπειρους παράγοντες του τουρισμού «οικονομία της φιλοξενίας» που , μαζί με την οικονομία της γνώσης, αποτελούν το κλειδί που θα στρώσει και πάλι το δρόμο στην ομαλή και βιώσιμη ανάπτυξη κάθε τουριστικού προορισμού. Το θέμα, λοιπόν, είναι να μη βάζουμε τον προορισμό στον καθρέπτη για να δούμε πώς φαίνεται αλλά να του ανοίγουμε το παράθυρο για να μπορεί να κοιτάει έξω.
(*) Ο κ.Νότης Μαρτάκης είναι Πρόεδρος της MTC Group