Σε πολύ αδρές γραμμές, δύο είναι οι κύριες αποστολές των Αρχών που γέννησε η νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα και η απελευθέρωση πρώην μονοπωλιακά διαρθρωμένων τομέων: α) Ρυθμιστική, δηλαδή η δυνατότητα παρέμβασης για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την τόνωση του ανταγωνισμού (ex ante), και β) Ελεγκτική, δηλαδή ο έλεγχος και κολασμός συμπεριφορών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό (ex post), όπως απαγορευμένες συμφωνίες, συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων ή η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων. Και τούτο αδιακρίτως, είτε δηλαδή πρόκειται για ιδιωτικές είτε για δημόσιες επιχειρήσεις. Εξ ου και η ανάγκη για την ύπαρξη ενός «ανεξάρτητου» από το κράτος οργάνου που θα μπορεί να στέκει απέναντι σε ένα πρώην κρατικό μονοπώλιο ή μια κρατικά ελεγχόμενη επιχείρηση.
Σπεύδω να διευκρινίσω ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν είναι γραμμένο στις πλάκες του Μωυσέως και θεωρώ ότι χρήζει βελτίωσης, σήμερα περισσότερο από ποτέ, καθώς η αποθέωση των αγορών κλονίζεται συθέμελα λόγω ανεπάρκειας στην αντιμετώπιση των μείζονων ζητημάτων του βίου όπως η κλιματική κρίση, η πανδημία κλπ. Ωστόσο η ανάγκη αποτελεσματικών θεσμών για τη ρύθμιση και εποπτεία των αγορών παραμένει κρίσιμη, ακόμη κι ως υπενθύμιση της ανεπάρκειας των αγορών να αυτορρυθμιστούν. Πρέπει λοιπόν αφενός να θωρακίσουμε την αποτελεσματικότητα των Αρχών αυτών, αφετέρου να ενισχύσουμε την λογοδοσία τους και τον δημοκρατικό έλεγχο σε αυτές. Ελέγχουν αποτελεσματικά την αγορά; Προστατεύουν επαρκώς τον καταναλωτή; Προχωρούν σε κολασμό αθέμιτων ή ανταγωνιστικών επιχειρηματικών πρακτικών; Συνεργάζονται ομαλά και αποτελεσματικά μεταξύ τους;
Σύντομες παρατηρήσεις:
Πρώτον, παραμένω εξαιρετικά σκεπτικός για την αποτελεσματικότητα τόσο πολλών και ποικιλώνυμων Ανεξάρτητων Αρχών και όσων νέων κυοφορούνται με πρόσχημα την ρύθμιση ενός επιμέρους τομέα. Η εμπειρία διδάσκει ότι ο πληθωρισμός Ανεξάρτητων Αρχών (όσων εν πάση περιπτώσει δεν είναι υποχρεωμένη η χώρα να θεσπίσει βάσει του κοινοτικού κεκτημένου) δεν οδήγησε σε καλύτερη εποπτεία και ρύθμιση των αγορών.
Δεύτερον, θεωρώ λάθος τον υφιστάμενο κατακερματισμό αρμοδιοτήτων. Το παράδειγμα των τηλεπικοινωνιών είναι χαρακτηριστικό: η επιφορτισμένη εν γένει με την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού Αρχή (Επιτροπή Ανταγωνισμού) δεν διαθέτει καμία αρμοδιότητα παρέμβασης, ούτε ex ante ούτε ex post, για θέματα ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες.
Τρίτον, επείγει η συγκρότηση και λειτουργία – πραγματικά όχι στα χαρτιά – ενός δικτύου ανεξάρτητων αρχών, υπό δημόσια/Κυβερνητική εποπτεία (όχι ιεραρχικό έλεγχο) για την ανταλλαγή πληροφοριών και τεχνογνωσίας, ιδιαίτερα στους πολύπλοκους και κανονιστικά επιβαρυμένους τομείς των δικτύων, όπου η καλή γνώση των επιμέρους τεχνικών, οικονομικών και ρυθμιστικών πτυχών της λειτουργίας των αγορών δεν είναι αυτονόητες.
Τέταρτον, χρειάζεται επειγόντως στελέχωση και ενίσχυση του ελεγκτικού τους βραχίονα. Είναι γνωστές στην αγορά οι ελλείψεις και η υποστελέχωση κρίσιμων Αρχών (π.χ. ΡΑΕ), αλλά δεν ιδρώνει το αυτί κανενός σήμερα που αυτές φυλλορροούν και αποψιλώνονται με αποσπάσεις, μεταθέσεις, μετακινήσεις του στελεχιακού δυναμικού τους.
Πέμπτον, επείγει ο εκσυγχρονισμός των διαδικασιών λογοδοσίας των Αρχών στη Βουλή για τα πεπραγμένα τους (ελέγχους – μη ελέγχους), τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά τους.
Ορισμένοι διακηρύσσουν ελεύθερες αγορές και εννοούν λανθασμένα ιδιωτικοποιήσεις. Όμως raison d’être, προϋπόθεση και λόγος ύπαρξης μιας ανοικτής αγοράς, δεν είναι παρά η προστασία του καταναλωτή και της υγιούς επιχειρηματικότητας από αντιανταγωνιστικές πρακτικές και άλλες στρεβλώσεις. Αν παραμένουμε σε βασικά είδη και υπηρεσίες οι ακριβότεροι, αυτός που «λοιδορείται» δεν είναι άλλος από τον καταναλωτή.
—————-
Ο Νικόλαος Φαραντούρης είναι καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Σύμβουλος του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευση και Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.