Γράφει ο Μιχάλης Στούκας
Ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις στην Ουκρανία μετά την εισβολή της Ρωσίας σ’ αυτή και αναμένει τις επόμενες κινήσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν και της διεθνούς κοινότητας, η οποία εμφανίζεται μάλλον αμήχανη και αδύναμη…
Βέβαια η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας – Ουκρανίας δεν ξέσπασε ξαφνικά, ούτε έχει «ιστορία» λίγων ετών.
Όπως θα δούμε Ρωσία και Ουκρανία είχαν πολλές έρθει σε προστριβές και συγκρούσεις στο παρελθόν. Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα όταν «ξύπνησε» ο ουκρανικός εθνικισμός, οι διαμάχες μεταξύ των δύο ήταν συχνό φαινόμενο.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα την ιστορία της Ουκρανίας και τις σχέσεις της με τη Ρωσία στο πέρασμα του χρόνου.
Η ιστορία της Ουκρανίας
Τον 9ο και τον 8ο αι. π.Χ., οι περιοχές που βρίσκονται κοντά στις εκβολές των ποταμών Δνείπερου και Δνείστερου κατοικήθηκαν από Μιλήσιους εποίκους και οι πόλεις τις οποίες ίδρυσαν γνώρισαν μεγάλη ακμή. Στα προχριστιανικά χρόνια στις βορειότερες περιοχές, κατοικούσαν οι Σκύθες. Τον Μεσαίωνα δημιουργήθηκε στη χώρα η Ουκρανική Αυτοκρατορία του Κιέβου από τους σλαβικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί στα εδάφη αυτά. Η «Ηγεμονία του Κιέβου» (Kievan Rus, 9ος-12ος αιώνας), θεωρείται ο πυρήνας της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.
Μετά τον διαμελισμό της (μεγάλης) Ηγεμονίας του Κιέβου (12ος αι.), οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν τις ηγεμονίες του Κιέβου, της Γαλικίας και της Βολυνίας στη δεξιά όχθη του Δνείπερου και τις ηγεμονίες του Περεϊσλάβ, του Τσέρνιγκοφ και του Νόβγκοροντ-Σεβέρσκι στην αριστερή όχθη του ποταμού.
Οι συνεχείς επιθέσεις των Κουμάνων (ή Πολόφσκι) από τα μέσα του 11ου αιώνα, αναγκάζουν τους κατοίκους των περιοχών του Κιέβου και του Περεϊσλάβ να εγκαταλείψουν τα μέρη όπου ζούσαν και να μετακινηθούν βορειοανατολικά (περιοχές του Ροστόφ-Σουζντάλ) ή να ψάξουν για καταφύγιο στα δάση της Πολεσίας και της Βολυνίας, στη λεκάνη του Μπουγκ, στη Γαλικία και στις πλαγιές των Καρπαθίων.
Μετά την πτώση των πριγκιπάτων των Ρως τον 13ο και 14ο αιώνα, οι Ουκρανοί αναπτύχθηκαν ξεχωριστά από τους άλλους ανατολικούς Σλάβους υπό τη διακυβέρνηση Λιθουανών και Πολωνών, ενώ στη συνέχεια διοικούνταν από ανεξάρτητους ηγεμόνες, τους αταμάνους.
Οι Κοζάκοι – Το μοίρασμα της Ουκρανίας σε Ρωσία και Αυστρία
Από τον 16ο αιώνα και στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στην περιοχή του Δνείπερου, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο οι Κοζάκοι.
Στήριξαν την αντίσταση των χωρικών οι οποίοι για να ξεφύγουν από τις πολωνικές πιέσεις, έφυγαν για τις νότιες και ανατολικές στέπες και ορισμένοι εγκαταστάθηκαν στη Μοσχοβία. Γύρω στο 1655-1656 θεμελιώθηκε το κοζακικό κράτος του Χάρκοβο. Η γύρω περιοχή ονομάστηκε Ουκρανία Σλομπίντσκα, ενώ οι Κοζάκοι ασπάστηκαν την Ορθοδοξία.
Μετά από πολέμους μεταξύ Κοζάκων και Πολωνών (1625-1637 και 1648-1654), ο αταμάνος (αρχηγός) των Κοζάκων Μπόγκνταν Χμελνίτσκι τέθηκε κάτω από την προστασία του τσάρου της Μόσχας με τη Συνθήκη του Περεϊσλάβ (1654), ακολουθώντας την τάση του πληθυσμού για απομάκρυνση από την Πολωνία.
Ο μη κοζακικός πληθυσμός της ανατολικής Ουκρανίας βρισκόταν υπό ρωσική διοίκηση, ενώ ο ουκρανικός κλήρος εξαρτιόταν από το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Με τη Συνθήκη του Αντρούσοβο (1667) επικυρώθηκε το μοίρασμα της Ουκρανίας ανάμεσα στην Πολωνία και τη Ρωσία η οποία διατήρησε την περιοχή του Κιέβου και την αριστερή όχθη του Δνείπερου. Η περιοχή της Ουκρανίας που βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Δνείπερου δέχθηκε επιθέσεις των Οθωμανών που κατείχαν τμήματά της ως το 1774.
Ο πληθυσμός της κατέφυγε στην ανατολική Ουκρανία, η οποία είχε ως κυβερνήτη αταμάνο και αφομοιώθηκε από τη Ρωσία. Ο Μεγάλος Πέτρος δημιούργησε το 1722 το Κολέγιο της Μικρής Ρωσίας για να ελέγχει τις δραστηριότητες των αταμάνων και τις στάρτσινα (των κοζακικών Αρχών).
Είχε προηγηθεί προσπάθεια δημιουργίας επανενωμένης και ανεξάρτητης Ουκρανίας, με τη στήριξη της Πολωνίας και της Σουηδίας, που έληξε με την επικράτηση του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας επί του Καρόλου ΙΒ’ της Σουηδίας (μάχη της Πολτάβας, 1709).
Ο θεσμός των αταμάνων καταργήθηκε οριστικά το 1764.
Η Μεγάλη Αικατερίνη το 1780, ολοκλήρωσε τη διοικητική αφομοίωση της Ουκρανίας. Το 1783 επέκτεινε στο μεγαλύτερο μέρος της τον θεσμό της δουλείας και το 1785 παραχώρησε στη στάρτσινα τα προνόμια των Ρώσων ευγενών . Μετά την κατανομή των εδαφών το 1793 και το 1795, η Ουκρανία μοιράστηκε ανάμεσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία προσάρτησε τη δεξιά όχθη του Δνείπερου, το Ποντόλιε και τη Βολυνία και την Αυτοκρατορία της Αυστρίας στην οποία εντάχθηκαν η Γαλικία, το βόρειο τμήμα της Μπουκοβίνα και η νότια των Καρπαθίων Ουκρανία.
Η οικονομική άνθηση της Ουκρανίας και η ανάπτυξη ουκρανικής εθνικής συνείδησης (19ος–αρχές 20ου αιώνα)
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) και την προσάρτηση της Κριμαίας το 1783, οι Ρώσοι βρήκαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τη νότια Ουκρανία που ονομάστηκε «Νέα Ρωσία».
Η Ουκρανία γνώρισε από τις αρχές του 19ου αιώνα μεγάλη ανάπτυξη στην καλλιέργεια σιταριού και ζαχαρότευτλων και από το 1835-1840 των βιομηχανιών τροφίμων, ιδιαίτερα ζάχαρης. Η εξόρυξη μεταλλευμάτων (γαιάνθρακες στο Ντόνετσκ και σίδηρος στο Κριβόι-Ρογκ) και της μεταλλουργικής βιομηχανίας μετά το 1870, χάρη στις επενδύσεις ξένων (Γάλλων, Βέλγων και Γερμανών) κεφαλαιούχων, μετέτρεψαν την Ουκρανία στην πιο σημαντική βιομηχανική περιοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Στις πόλεις συγκεντρώθηκε ανάμεικτος πληθυσμός, με κυρίαρχη γλώσσα τη ρωσική, ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχούσε το ουκρανικό στοιχείο.
Οι Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στην Ουκρανία στα τέλη του 16ου αιώνα (παρά τις σφαγές του 1648-1649), αποτελούσαν σύμφωνα με την απογραφή του 1897 το 30% του πληθυσμού πόλεων και κωμοπόλεων.
Να σημειώσουμε ότι οι Εβραίοι έπεσαν θύματα πολλών πογκρόμ (κυρίως τα έτη 1881 – 1884, 1903 – 1906 και 1917 – 1921).
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται η εθνική συνείδηση στην ανατολική Ουκρανία, καθώς η ουκρανική διανόηση ξεκίνησε τη μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και της γλώσσας της χώρας και συμμετείχε στα αντιστασιακά κινήματα εναντίον της τσαρικής εξουσίας. Το 1875 ιδρύθηκε στην Οδησσό η πρώτη ουκρανική εργατική οργάνωση, η « Ένωση Εργατών του Νότου της Ρωσίας». Από το 1863 η ρωσική κυβέρνηση είχε υιοθετήσει μια έντονα κατασταλτική στάση απέναντι στην Ουκρανία.
Είχε μάλιστα απαγορεύσει την ονομασία Ουκρανία, θέτοντας σε χρήση το όνομα Μικρή Ρωσία και είχε απαγορεύσει να τυπώνονται έργα στα ουκρανικά, κάτι που ίσχυσε ως το 1905. Οι Ουκρανοί της Γαλικίας, που ανήκε όπως αναφέραμε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορίας είχαν μεν κάποια δικαιώματα που αγνοούσαν οι ομοεθνείς τους στη Ρωσική Αυτοκρατορία, όπως η χρήση της ουκρανικής γλώσσας στα Δημοτικά σχολεία, ωστόσο στην ανατολική Γαλικία εξακολουθούσε να κυριαρχεί η πλούσια πολωνική αριστοκρατία και μια τάξη Πολωνών ή Εβραίων αστών.
Η Ουκρανία συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα: αγροτικές ταραχές του 1902, απεργίες των εργατών (1900 – 1903) και επανάσταση του 1905. Οι ελευθερίες που δόθηκαν το 1905 ενδυνάμωσαν το ουκρανικό εθνικιστικό κίνημα. Όμως ανάμεσα στη Ρωσία και τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία και Αυστροουγγαρία) υπήρχαν εντάσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα η ρωσική κυβέρνηση να σκληρύνει τη στάση της και να καταλάβει τη Γαλικία το φθινόπωρο του 1904, επιβάλλοντας μάλιστα στην περιοχή βίαιο εκρωσισμό.
Τα χρόνια της επανάστασης (1917 – 1920)
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ρωσία συμμάχησε με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία οι οποίες υπόσχονταν ανεξαρτησία σε λαούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για να πλήξουν τους αντιπάλους τους, καθώς οι Αυστροουγγαρία «περιλάμβανε» πολλές εθνότητες (Σλάβους, Τσέχους, Ούγγρους, Πολωνούς, Γερμανούς κ.ά.) , ενώ και η Γερμανία είχε στον έλεγχο της εδάφη όπου κατοικούσαν πολωνικοί πληθυσμοί. Μετά τις αποτυχίες του ρωσικού στρατού στον πόλεμο, η κατάσταση στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας κλονίστηκε, ο τσάρος παραιτήθηκε και σχηματίστηκε η πρώτη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση υπό τον Alexander Fydorovich Kerensky. Αμέσως μετά οι Ουκρανοί συγκρότησαν ένα άτυπο Κοινοβούλιο στο Κίεβο, το οποίο ονομάστηκε «Μικρή Ράντα» (Συμβούλιο), υπό την ηγεσία του Mykhaylo Hrushevsky.
Η Ράντα τον Νοέμβριο του 1917 ανακήρυξε στο Κίεβο τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας». Οι μπολσεβίκοι που είχαν εδραιώσει την παρουσία τους μόνο σε βιομηχανικές πόλεις στα ανατολικά και νότια, ανακήρυξαν στο Χάρκοβο τη «Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας» (11 Δεκεμβρίου 1917). Η Ράντα ως απάντηση διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (9 Ιανουαρίου 1918), όμως καθώς οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 1918, η Ράντα κατέφυγε στο Ζιτομίρ.
Ωστόσο έστειλε στο Μπρεστ – Λιτόφσκ αντιπροσωπεία, η οποία στις 26 Ιανουαρίου / 8 Φεβρουαρίου 1918 υπέγραψε ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία. Στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μπρεστ – Λιτόφσκ τον Απρίλιο του 1918, η Γερμανία κατέλαβε την Ουκρανία και επανάφερε τον τίτλο του αταμάνου, ο οποίος δόθηκε στον Pavlo Skoropadsky. Όμως η ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε την πτώση του αταμανάτου (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1918) και τη δημιουργία στο Κίεβο ανεξάρτητης ουκρανικής κυβέρνησης με πρόεδρο τον Symon Petliura. Την ίδια περίοδο, ιδρύθηκε στο Λβοφ η Δημοκρατία της Δυτικής Ουκρανίας που καταλήφθηκε το 1919 από τα πολωνικά στρατεύματα. Το βόρειο τμήμα της Μπουκοβίνα είχε παραχωρηθεί στη Ρουμανία τον Νοέμβριο του 1918.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Κριμαία αποτέλεσε έδρα αντεπαναστατικών δυνάμεων του Στρατηγού Anton Ivanovich Denikin. Σύντομα έφτασαν εκεί χιλιάδες «Λευκοί», οι οποίοι ήταν οπαδοί του τσαρικού καθεστώτος σε αντίθεση με τους «Ερυθρούς», καθώς ο εμφύλιος στη Ρωσία εξαπλωνόταν. Βέβαια, οι «Λευκοί» ήταν ένα συνονθύλευμα αντικομμουνιστικών ομάδων, που συχνά δεν είχαν καμία επαφή μεταξύ τους. Τον Denikin διαδέχθηκε ο Στρατηγός Pyotr Nikolayevich Wrangel , ο οποίος τέθηκε επικεφαλής των περισσότερων από αυτούς. Τον Ιούνιο του 1920 οι άνδρες του Wrangel εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση στην Ουκρανία που δεν καρποφόρησε. Είχε μεσολαβήσει βέβαια και η αποτυχημένη ουκρανική εκστρατεία το 1919 (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 28/9/2019). Στις αρχές Νοεμβρίου 1920 οι μπολσεβίκοι επιτέθηκαν στους «Λευκούς» και τους ανάγκασαν σε υποχώρηση. Τα υπολείμματα των «Λευκών» διέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη.
Ήδη, από τον Ιούνιο του 1919 η Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας που είχε ανακηρυχθεί τον Δεκέμβριο του 1918 στο Χάρκοβο, συνδέθηκε με στρατιωτική και πολιτική συμφωνία με τη Ρωσία. Αυτή αναγνωρίστηκε από την Πολωνία με τη Συνθήκης της Ρίγας (Μάρτιος 1921) και προσχώρησε στη Σοβιετική Ένωση ως Ομόσπονδη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο του 1922.
Η Ουκρανία στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης
Στις 18 Οκτωβρίου 1921 συστάθηκε η «Αυτόνομη Κριμαϊκή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία», που αποτέλεσε τμήμα της Ε.Σ.Σ.Δ. και στις 5/12/1936 μετονομάστηκε σε Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κριμαίας. Όπως είναι γνωστό το σοβιετικό καθεστώς έχοντας και ως επιχείρημα τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ουκρανική Εκστρατεία, εξαπέλυσε διωγμούς εναντίον του Παρευξείνιου ελληνισμού και χιλιάδων Πόντιων που είχαν εγκατασταθεί εκεί για να αποφύγουν τους διωγμούς των Τούρκων. Το 1921- 22 και το 1932 -1933 ξέσπασαν δυο μεγάλοι λιμοί οι οποίοι στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 10.000.000 Ουκρανούς.
Όμως Δυτικοί και Ουκρανοί μελετητές κάνουν μνεία για 11.000.000 – 16.000.000 νεκρούς. Ο λιμός του 1932- 33 φαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα συστηματικής και οργανωμένης πολιτικής του σοβιετικού κράτους, κάτι που γιγάντωσε το μίσος των Ουκρανών για τους Ρώσους. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί καθώς οι σοβιετικές αρχές έθαβαν τους νεκρούς σε ομαδικούς τάφους. Τις επόμενες δεκαετίες οι Ουκρανοί απαγορευόταν να μιλούν για το θέμα αυτό, κάτι που έγινε μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Το 2006 το ουκρανικό κοινοβούλιο αναγνώρισε το συγκεκριμένο γεγονός ως γενοκτονία, κάτι που έκαναν και άλλες χώρες. Επίσης οι Ουκρανοί κάνουν λόγο για 66 τόνους χρυσού, 1439 τόνους αργύρου (ασημιού), διαμάντια και αντίκες, εκτός από τα σιτηρά, που υφάρπαξε το σοβιετικό καθεστώς μέσω του Torgsin (κρατικά καταστήματα σκληρού νομίσματος που λειτουργούσαν στην ΕΣΣΔ από το 1931 ως το 1936), με αντίτιμο την αγορά λιγοστών τροφίμων από τούς Ουκρανούς που λιμοκτονούσαν.
Η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και τα πενταετή προγράμματα που επέβαλε η σοβιετική κυβέρνηση, είχαν σαν αποτέλεσμα να επιτευχθούν οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που επιδίωκε και να επιτευχθεί η ενοποίηση της χώρας. Ο αυστηρός έλεγχος της πολιτικής και οικονομικής ζωής αναχαίτιζε ταυτόχρονα τον ρωσικό «σοβινισμό του κυρίαρχου έθνους» και τον ουκρανικό εθνικισμό.
Η Ουκρανία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Σύμφωνα με τους όρους του Συμφώνου Ribbentrop-Molotov (24 Αυγούστου 1939), η Σοβιετική Ένωση προσάρτησε πολωνικά εδάφη που κατοικούνταν από Ουκρανούς, όπως επίσης την Μπουκοβίνα και τη Βεσαραβία. Όμως, η επίθεση των Γερμανών στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941 άλλαξε τα δεδομένα. Οι Γερμανοί κατέλαβαν μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν η Ουκρανία και η Κριμαία. Πολλοί Ουκρανοί υποδέχτηκαν τις δυνάμεις του Άξονα ως ελευθερωτές από την καταπίεση της σοβιετικής κυβέρνησης. Κάποιοι μάλιστα πολέμησαν στο πλευρό τους. Υπήρχαν βέβαια και ανταρτικές ομάδες που πολέμησαν εναντίον των Γερμανών, των Πολωνών αλλά και των Σοβιετικών, ενώ παρτιζάνοι πιστοί στον Στάλιν δρούσαν στα μετόπισθεν των εισβολέων.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν το Κίεβο στις 19 Σεπτεμβρίου 1941. Τέσσερις μέρες αργότερα έγινε στην πόλη σαμποτάζ, πιθανότατα από στελέχη της μυστικής Αστυνομίας του σοβιετικού καθεστώτος, της διαβόητης NKVD. Η έκρηξη πολλών βομβών είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό πολλών Γερμανών και το ξέσπασμα πυρκαγιάς στην πόλη. Στη διάρκεια των προσπαθειών κατάσβεσης συνελήφθη ένας Εβραίος που έκοψε μια από τις μάνικες νερού και εκτελέστηκε λίγο αργότερα.
Οι κατοχικές Αρχές θεώρησαν υπαίτιους συλλογικά τους Εβραίους και διέταξαν τη συγκέντρωσή τους σ’ ένα σταυροδρόμι το πρωινό της 29ης Σεπτεμβρίου 1941. Από εκεί μεταφέρθηκαν στη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ όπου εκτελέστηκαν περίπου 35.000 Εβραίοι και επίσης Σοβιετικοί στρατιώτες και αθίγγανοι.
Συνεργάτες των εισβολέων υπήρξαν πολλοί Σοβιετικοί πολίτες σε όλη τη διάρκεια του πολέμου με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Στρατιά Vlasov. Ο Στάλιν θεωρώντας ότι όλες οι εθνότητες που διαβιούσαν στην Κριμαία, πλην των Ρώσων, στήριξαν τους Γερμανούς, τιμώρησε τους Τατάρους της Κριμαίας εκτοπίζοντας τους μαζικά στην Κεντρική Ασία. Το 46% των Τατάρων δεν άντεξαν την πείνα και τις αρρώστιες και πέθαναν. Πέντε εβδομάδες αργότερα την ίδια τύχη είχαν και όσοι Έλληνες και Αρμένιοι είχαν μείνει στην ευρύτερη περιοχή. Ορισμένοι από αυτούς επέστρεψαν στις εστίες τους μόλις το 1967. Τον Ιούνιο του 1945 καταργήθηκε η «Αυτόνομη Κριμαϊκή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και η χερσόνησος έγινε τμήμα της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο πόλεμος προκάλεσε τεράστιες καταστροφές, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο της Κριμαίας. Μάλιστα η Σεβαστούπολη καταστράφηκε τελείως και ήταν από τις πόλεις που ανοικοδομήθηκαν με προσωπική εντολή του Στάλιν, ο οποίος όμως παρεμβαίνοντας στα θρησκευτικά ζητήματα της Ουκρανίας κατάργησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της το 1946. Αυτό οδήγησε στην παράταση του ανταρτοπόλεμου από εθνικιστικές ομάδες, ο οποίος έληξε με τον θάνατο του Στάλιν (1953).
Αμέσως μετά η κεντρική κυβέρνηση της ΕΣΣΔ χαλάρωσε τα περιοριστικά μέτρα και προσπάθησε να βελτιώσει τις ρωσοουκρανικές σχέσεις. Αυτό επέτρεψε τη δημιουργία και ανάπτυξη ενός κινήματος Ουκρανών διανοουμένων που αντιπολιτεύτηκε σιωπηρά το σοβιετικό καθεστώς.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1954 η Μόσχα εξέδωσε ένα διάταγμα με βάση το οποίο η Κριμαία μεταβιβάστηκε από τη Ρωσική Σοσιαλιστική Δημοκρατία στην Ουκρανική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, με την αιτιολογία ότι υπήρχαν στενοί γεωγραφικοί, οικονομικοί και πολιτιστικοί δεσμοί των κατοίκων τη περιοχής με το Κίεβο.
Οι Ρώσοι κατηγορούν τον τότε ΓΓ του ΚΚΣΕ Νικίτα Χρουστσόφ ότι το έκανε αυτό γιατί είχε αδυναμία στη μητέρα του που ήταν ουκρανικής καταγωγής. Η κόρη του Χρουστσόφ Νίνα, έγραψε όμως ότι αυτό έγινε γιατί υπήρχαν προβλήματα ύδρευσης λόγω έλλειψης συστημάτων αφαλάτωσης στην περιοχή και το δίκτυο έπρεπε να συνδεθεί με κάποια υδροηλεκτρικά έργα. Οι Ουκρανοί αναφέρουν ότι μόλις 13 από τα 27 μέλη του Προεδρείου του ΚΚΣΕ ήταν παρόντα στη λήψη της απόφασης αυτής, που δεν υπογράφτηκε από τον Χρουστσόφ αλλά από τον Στρατάρχη Kliment Yefremovich Voroshilo που κατείχε τυπικά το ανώτατο αξίωμα της χώρας, αυτό του Προέδρου του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ.
Βέβαια όλα αυτά είναι παρελθόν. Όμως όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία και το παρελθόν μιας περιοχής, δυσκολεύεται ή και αδυνατεί να κατανοήσει το παρόν και το μέλλον της…
Πηγές: Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΡΩΣΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΙΜΩΝ 2022
ΕΓΚ/ΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, Τόμος 40, Έκδοση 2007