«Τι είναι το χρήμα;». Πρόκειται για ένα ερώτημα που απασχολεί εδώ και αιώνες τους οικονομολόγους. Το μπλοκάρισμα των διαθεσίμων της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας το επανέφερε στην επικαιρότητα στα μεγαλύτερα κράτη του πλανήτη, κυρίως στην Κίνα. Διότι σε έναν κόσμο στον οποίο η συσσώρευση ξένων περιουσιακών στοιχείων θεωρείται όλο και πιο ριψοκίνδυνη πρακτική, στρατιωτικά και οικονομικά μπλοκ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από αυτή.
Μετά την επίθεση της Μόσχας κατά της Ουκρανίας, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπλοκάρισαν την πρόσβαση της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας στα περισσότερα από τα ξένα περιουσιακά της στοιχεία, αξίας 630 δισ. δολαρίων.
Η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση του 1997 τρόμαξε τις αναπτυσσόμενες χώρες που άρχισαν να συσσωρεύουν όσα περισσότερα κεφάλαια μπορούσαν για να προστατεύσουν τα εθνικά τους νομίσματα από ενδεχόμενη κατάρρευση. Έτσι τα επίσημα διαθέσιμά τους αυξήθηκαν από λιγότερα από 2 τρισ. δολάρια στο επίπεδο ρεκόρ των 14,9 τρισ. δολαρίων το 2021, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Όταν οι Κεντρικές Τράπεζες φάνηκε πρόσφατα να αγοράζουν και να επαναπατρίζουν χρυσό, το αποτέλεσμα ήταν με τις αγορές αυτές να αυξηθούν μόνο κατά 13% τα συνολικά περιουσιακά τους στοιχεία. Το ξένο συνάλλαγμα κατέχει τη μερίδα του λέοντος, αντιστοιχώντας σε ποσοστό 78%. Τα υπόλοιπα είναι διαθέσιμα του ΔΝΤ και Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (ΕΤΔ) – ένα διεθνές αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο δημιούργησε το ΔΝΤ ως εναλλακτική μορφή των υφιστάμενων επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων των χωρών-μελών του.
Πολλοί οικονομολόγοι παραλλήλιζαν επί μακρόν το χρήμα αυτό σαν αποταμίευση σε μια τράπεζα-κουμπαρά, η οποία με τη σειρά της αποτυπώνει στην πραγματική οικονομία τις επενδύσεις που γίνονται στο εξωτερικό.
Τα πρόσφατα γεγονότα καταδεικνύουν το λάθος της σκέψης αυτής: Αν εξαιρεθεί ο χρυσός, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία ανήκουν στη δικαιοδοσία κάποιου τρίτου. Κάποιου που μπορεί κάλλιστα να αποφασίσει ότι δεν αξίζουν τίποτα. Πέρυσι το ΔΝΤ ανέστειλε την πρόσβαση του ελεγχόμενου από τους Ταλιμπάν Αφγανιστάν σε κεφάλαια και ΕΤΔ. Οι κυρώσεις στο Ιράν επιβεβαίωσαν ότι το να διατηρεί κανείς αποθεματικά στο εξωτερικό είναι κάτι που δεν εμποδίζει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να αναλαμβάνει δράση και να τα απομονώνει.
Όπως η καθηγήτρια Νομικής του Πανεπιστημίου της Νέας Αγγλίας Κριστίν Έιμπλι σημειώνει, ο διακανονισμός που έκανε το 2017 το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών με την εδρεύουσα στη Σιγκαπούρη εταιρεία μηχανολογίας και σχεδιασμού δικτύων CSE TransTel έδειξε ότι η παραμικρή χρήση του δολαρίου στο εξωτερικό μπορεί να παραβιάζει τις επιβληθείσες κυρώσεις, αρκεί κάποια εκκαθάριση πληρωμών να πραγματοποιηθεί εν τέλει σε αμερικανικό έδαφος.
Ασφαλώς η Δύση έχει παγώσει τα αποθέματα της Ρωσίας σε ξένο συνάλλαγμα. Αλλά δεν έχει μπλοκάρει την εισροή νέων δολαρίων και ευρώ στη Ρωσία. Το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας εκτιμάται σε 20 δισ. δολάρια μηνιαίως λόγω των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν να συνεχίσουν να αγοράζουν.
Οι συναλλαγματικές εισροές οδεύουν βεβαίως στον ιδιωτικό τομέα, αλλά οι Ρώσοι αξιωματούχοι τις εκμεταλλεύονται. Η διακοπή της χρήσης δολαρίων από μεγάλες τράπεζες, όπως η Sberbank, και ο αποκλεισμός άλλων από το σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων Swift εξακολουθεί να βυθίζει τη ρωσική οικονομία στο χάος, ειδικά εάν οι ξένες επιχειρήσεις φοβηθούν να αγοράσουν ρωσική ενέργεια παρά τη ρητή εξαίρεση του κλάδου από τις κυρώσεις. Αλλά το σκληρό νόμισμα πιθανότατα θα συνεχίσει να εισρέει μέσω τραπεζών που εστιάζουν στην ενέργεια, όπως είναι η Gazprombank. Και θεωρητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πληρωθούν εισαγόμενα προϊόντα ή για την αγορά ρουβλίων – για την στήριξη του ρωσικού νομίσματος δηλαδή.
Ωστόσο, το «χρήμα» στο σύνολό του ως καθολικό αποθεματικό αξίας κινδυνεύει να διαβρωθεί εξαιτίας της απαγόρευσης βασικών εξαγωγών προς τη Ρωσία και των μποϊκοτάζ εταιρειών, όπως η Apple και η Nike, που ανακοινώθηκαν αυτή την εβδομάδα. Εάν τα νομισματικά ισοζύγια μετατρέπονταν σε άχρηστες καταχωρίσεις δεδομένων υπολογιστών και δεν εγγυώνταν την αγορά βασικών αγαθών, η Μόσχα θα ήταν λογικό να σταματήσει να τα συσσωρεύει και να αρχίσει να αποθηκεύει φυσικό πλούτο σε βαρέλια πετρελαίου, αντί να τα πωλεί στη Δύση. Και στο τέλος, περισσότερο από το χρήμα της Ρωσίας πιθανότατα θα μετατραπεί σε χρυσό και σε κινεζικά περιουσιακά στοιχεία.
Πράγματι, οι δράσεις που ανέλαβαν οι ΗΠΑ κατά των προσπαθειών της Κίνας να διεθνοποιήσει το γουάν έδειξαν ότι, σε αντίθεση με το δολάριο, η πρόσβαση στο κινεζικό νόμισμα κινδυνεύει πάντα να διακοπεί για πολιτικούς λόγους. Είναι πλέον προφανές ότι, ως ένα σημείο, αυτό ισχύει για όλα τα νομίσματα.
Ο κίνδυνος για το καθεστώς που απολαμβάνει ο «Βασιλιάς Δολάριο» εξακολουθεί να είναι περιορισμένος λόγω της ευθυγράμμισης των περισσοτέρων κρατών με τη Δύση και λόγω των ελέγχων στις ροές κεφαλαίου που εφαρμόζει το Πεκίνο. Αλλά οι χρηματοπιστωτικοί και οικονομικοί δεσμοί ανάμεσα στην Κίνα και στις χώρες που τιμωρούνται με κυρώσεις και στις οποίες το μόνο που επιτρέπεται είναι να συσσωρεύουν αποθέματα, αναγκαστικά θα ενισχυθούν. Ακόμη και τα κράτη στα οποία δεν έχουν επιβληθεί κυρώσεις ενδέχεται να θελήσουν να διαφοροποιήσουν το γεωπολιτικό τους κίνδυνο. Όλο αυτό φαίνεται ότι θα ενισχύσει την τάση της απο-παγκοσμιοποίησης και θα καθιερώσει δύο χωριστές σφαίρες τεχνολογικής, νομισματικής και στρατιωτικής επιρροής και ισχύος.
Η Κίνα μόνη της κατέχει συναλλαγματικά αποθέματα 3,3 τρισ. δολαρίων. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, δεν μπορεί να τα κρατήσει σε γουάν, σε ένα νόμισμα δηλαδή που εκείνη τυπώνει. Η αποθήκευση εμπορευμάτων αποτελεί μια εναλλακτική λύση. Το όλο ζήτημα δημιουργεί ακόμα ένα κίνητρο για το Πεκίνο να μειώσει το εμπορικό του πλεόνασμα στρέφοντας την οικονομία του προς την εγχώρια κατανάλωση, κάτι ωστόσο που έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι εύκολο.
Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι επενδυτές; Για μια φορά, το παλιό τροπάριο ίσως να μην είναι κακό: αγοράστε χρυσό. Πολλές από τις Κεντρικές Τράπεζες του κόσμου σίγουρα αυτό θα κάνουν.
Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο